“Η φωτογραφία δεν αφορά το οπτικό αντικείμενο καθαυτό, αλλά τη δράση της διερεύνησης μέσα από τη φωτογραφική  ματιά. Αυτό κάνει την αρχιτεκτονική φωτογραφία τόσο σκόπιμη, όσο και συνακόλουθα στην κατανόηση του δομημένου χώρου. Υπάρχουν φωτογράφοι που προσελκύονται από φόρμες, και αφηρημένες δισδιάστατες γεωμετρίες: καταλήγουν να φωτογραφίζουν την αρχιτεκτονική με τρόπους που μπορεί να παράγουν ενδιαφέρουσες συνθέσεις, αλλά στο τέλος παρερμηνεύουν και παραπλανούν. Μόνο και μόνο το γεγονός πως γίνεται να αποδημήσουμε τη ματιά σε οπτική σύνθεση ασύνδετη με το περιβάλλον και πλαίσιο της, δείχνει τη σημασία του να μην αντιμετωπίζουμε την εικόνα ως αυτοτελές αντικείμενο, αλλά αντίθετα ως πρίσμα, μέσα από το οποίο εν τέλει κοιτάζουμε τον κόσμο”. Quote about Photography by Erieta Attali

H Eριέτα Αττάλη θα συμμετάσχει ως ομιλήτρια στο φετινό συνέδριο ΕΣΩ. Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας εδώ

Erieta Attali

Εφευρετική, ακούραστη, μεθοδική, ποιητική, διεισδυτική. Ένας μοντέρνος πιονέρος. H Εριέτα Αττάλη διαμορφώνεται βήμα προς βήμα μέσα από την εκπληκτική ιστορία της, που ξεκινά στο «τρίγωνο» του αρχαίου κόσμου – Τελ Αβίβ, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα – για να φτάσει ως τα άκρα της υφηλίου. Τη στιγμή που μιλάμε, η κορυφαία φωτογράφος και ακαδημαϊκός μεταβαίνει από το Παρίσι στη Νοτιοανατολική Ασία. Στην καλλιτεχνική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική της πορεία έχει σταθερούς συνοδοιπόρους και μακροχρόνιους συνεργάτες αρχιτέκτονες, όπως ο Kengo Kuma στο Τόκυο, Marc Mimram στο Παρίσι, Max Nunez στο Σαντιάγκο της Χιλής, ο Martyn Hook στη Μελβούρνη και ο Νίκος Κτενάς στην Αθήνα. Οι φωτογραφίες της Εριέτας Αττάλη εξερευνούν την αλήθεια μέσα από τις συνδέσεις τοπίου και αρχιτεκτονήματος και όχι τις φετιχιστικές, συχνά παραπλανητικές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες.


 
Ιανουάριος 2021, 8 το πρωί. Οι πρώτες άθυμες ακτίνες του χειμερινού ήλιου μπαίνουν στο δωμάτιο της Εριέτας Αττάλη, στο Cité Internationale Universitaire de Paris. Το διαμέρισμά της, σε ένα από τα διασημότερα, διεθνή φοιτητικά campus, βλέπει το Swiss Pavilion, σχεδιασμένο από τον Le Corbusier. Ο τόπος είναι ταιριαστός για την Εριέτα Αττάλη. Για πολλά χρόνια, κάθε ενέργειά έχει στο επίκεντρό της μία συγκεκριμένη έρευνα και θεματολογία, η οποία συνδέεται με την άφιξη και διδασκαλία της σε ονομαστά πανεπιστήμια. Από τον Μάρτιο του 2020, έχει αναλάβει στο Παρίσι την φωτογραφική της έρευνα, με τίτλο “Echoes of absence”. « Ήταν συνειδητή μου απόφαση να βιώσω το Παρίσι κατά τη διάρκεια της σκληρής πανδημίας και του πρώτου lock down, προκειμένου να καταγράψω την πόλη σε αυτή τη μοναδική ιστορική στιγμή», λέει. Καθημερινά είχε στη διάθεσή της μόλις μία ώρα λίγο πριν τη δύση, σύμφωνα με τα μέτρα εκείνου του lock down. Επέλεξε το I Phone ως πιο ασφαλές και αόρατο μέσο, για να φωτογραφίσει τη σιωπή και την ανθρώπινη απουσία της πόλης που είχε σχεδόν μετατραπεί σε κινηματογραφικό σετ. Τραβούσε τις φωτογραφίες όσο παράλληλα έτρεχε, σε άξονα 10 χιλιομέτρων γύρω από την κατοικία, στην Ile de la Cite, μπροστά στον Σηκουάνα και κοντά στη Notre Dame. Οι εικόνες της σκιαγραφούν την κινηματογραφική ατμόσφαιρα, με μία σχεδόν μεταπολεμική αίσθηση της ζωής – η ίδια εξάλλου αισθανόταν σαν να παρακολουθεί την ταινία “The third man: το μυστηριώδες «σκοτάδι» καταπίνει κτίρια και άδειες λεωφόρους, τα μνημεία αποκτούν φωνή και τα αγάλματα ατενίζουν την αιώνια, διαχρονική ομορφιά.

©ERIETA ATTALI | IGUAZU FALLS, BRAZIL

«Μια σημαντική αλλαγή εξελίσσεται στην καριέρα μου. Έφτασα στο Παρίσι και την Cite Internationale des Arts το 2018, με πρόθεσή να καταγράψω τη γέννηση ενός νέου τοπίου. Να εντοπίσω μεταβατικές ζώνες κατά μήκος του ποταμού Σηκουάνα και να τις συνδέσω μέσω μίας σειράς φωτογραφικών αφηγήσεων. Η μια αφήγηση ξεκινά από το ιστορικό κέντρο και κατευθύνεται παράλληλα με τον Σηκουάνα και τους μετασχηματισμούς του, μετά τη συνεχή επέκταση του δομημένου περιβάλλοντος και τη δυναμική που προκύπτει από αυτό. Η δεύτερη αφήγηση ξεδιπλώνεται υπό την απειλή ενός ιού, που καλούμαστε να ζήσουμε όλοι μας μεμονωμένα. Οι υπερβολικά πολυσύχναστοι δρόμοι του Παρισιού μετατράπηκαν σε ερημικά τοπία. Η τρομακτική ομορφιά τους τονίζεται από το φόβο στα μάτια των λίγων ανθρώπων που βγαίνουν από την πόρτα τους, μετά το λυκόφως και από τους ελάχιστους δρομείς που καταλαμβάνουν τη σιωπή», διευκρινίζει. Συνεχίζει το έργο της κατά το δεύτερο lock down το φθινόπωρο του 2020, όταν διανύει πάνω από 400 χιλιόμετρα κάθε μήνα για να συνεχίσει τη φωτογραφική καταγραφή. «Πιο πριν το Παρίσι ήταν για εμένα ένα επαγγελματικό ταξίδι, με όλη τη χαρά του να βρίσκομαι για λίγο εδώ, μεταξύ πτήσεων από τη Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Τώρα γνωρίζω την πραγματική ζωή μόνο των κατοίκων, σε σπάνια στιγμή που η πόλη δεν κατακλύζεται από πλήθη τουριστών. Η στιγμή είναι για εμένα συναρπαστική για έναν ακόμη λόγο.

©ERIETA ATTALI | PARIS CONFINED

Μετά από τα παιδικά μου χρόνια, ποτέ δεν έχω μείνει σε κάποιον τόπο για τόσο πολύ καιρό», λέει. Στο επερχόμενο φωτογραφικό της έργο, με τίτλο “Echoes of Absence”, η Εριέτα Αττάλη έχει  προσκεκλημένοus τον ιστορικό τέχνης Barry Bergdoll, Meyer Schapiro Professor of Art History στο Columbia University, κριτή στα βραβεία Pritzker και πρώην curator στο MoΜΑ, την Maria Gravari Barbas, IREST, Paris 1 Pantheon στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και τον καθηγητή Ho Puay Peng, Unesco Chair on Architectural Conservation and Management in Asia, Head of Department of Architecture, School of Design and Environment, NUS Univrersity. Το έργο θα εκδοθεί από τον οίκο Spector books, στη Λειψία.

Αντί Βιογραφικού

Τα ακραία τοπία αλλά και η αρχιτεκτονική, στη δική μου αντίληψη, έχουν τουλάχιστον ένα κοινό στοιχείο. Καθίστανται γνωστά κυρίως μέσω παραστάσεων. Εκδημοκρατίζονται – ως προσβάσιμα πια σε όλους ανεξάρτητα από το εισόδημά τους – γίνονται “viral” για τους πιο νέους ή αντικείμενο ονείρου για τους πιο παλιούς, μέσω της εικόνας. Βλέποντας τη δουλειά της Εριέτας Αττάλη, ο ευαίσθητος «περιηγητής» υπερβαίνει τη θέαση. Ζει σε μέρη και κατοικίες που ακόμα δεν είχε φανταστεί. Διαβάζει τις σκέψεις των δημιουργών. Ποιο είναι άραγε το προφίλ της φωτογράφου που χαρίζει μία τέτοια εμπειρία; Η ακαδημαϊκή πορεία της Αττάλη περιλαμβάνει εξέχοντες σταθμούς όπως το Columbia University για περίπου δύο δεκαετίες, όπου δίδαξε αρχιτεκτονική φωτογραφία αλλά και ως επισκέπτρια ερευνήτρια με την υποστήριξη του Fulbright Foundation για το φωτογραφικό της έργο «Nightscapes & Glass Buildings», το Πανεπιστήμιο Goldsmiths στο Λονδίνο και το RMIT University της Μελβούρνης, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό της με θέμα «Inversion of content and context transparency in nature and architecture”, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Martyn Hook.

©ERIETA ATTALI | BARCLAY & CROUSSE, PARACAS MUSEUM, PERU

Αφετέρου, η Εριέτα Αττάλη είναι από τη φύση της ένας “modern pioneer”. Εξερευνά τον πλανήτη σπιθαμή προς σπιθαμή για να φτάσει στις άκρες του. Ανακαλύπτει την εξώκοσμη πλευρά του. Στήνει την κάμερά της και αιχμαλωτίζει ερήμους, απόκρημνες χαράδρες και άγριους ωκεανούς. «Τα απομακρυσμένα τοπία – οι περιοχές που απαιτούν πραγματική προσπάθεια και αφοσίωση για να τα προσεγγίσεις – μονοπωλούσαν τη φαντασία μου από τότε που ήμουν παιδί. Πριν ασχοληθώ με τη φωτογραφία, οι φαντασιώσεις μου τροφοδοτούνταν κυρίως από την επιστημονική φαντασία, τόσο στις ταινίες όσο και στα pulp περιοδικά. Αργότερα, ως νεαρή φοιτήτρια φωτογραφίας, ανακάλυψα εκ νέου αυτά τα εξωφρενικά οράματα, εξερευνώντας άγονα τοπία στον ορεινό νότο της Ελλάδας και στα ερημικά τοπία της κεντρικής Ανατολίας», λέει ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο. Σήμερα η Εριέτα Αττάλη είναι η αγαπημένη των μεγάλων αρχιτεκτόνων- δασκάλων και των πιο σημαντικών μουσείων και εκδοτικών οίκων.

Παιδικά χρόνια

Από το Ισραήλ στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Εριέτα είναι αυτοδημιούργητη. Και η πορεία τα ζωής τα καθορίστηκε από τα πρώτα χρόνια της ζωής της.
«Γεννήθηκα στο Τελ Αβίβ το 1966. Σε ηλικία 4 χρόνων, οι συνθήκες το ανάγκασαν να ζήσω με τη νονά και το νονό μου, την Κλειώ και τον Πέτρο, στην Κωνσταντινούπολη όπου και έζησα μέχρι 13 ετών. Η πολυπολιτισμικότητα, εγγενές στοιχείο της πόλης χαρακτήρισε τη ζωή μου από το Δημοτικό, που φοίτησα σε γαλλόφωνο και εν συνεχεία σε τούρκικο σχολείο. Τα τοπία των παιδικών μου χρόνων ήταν τα Bυζαντινά μοναστήρια, τα εγκαταλελειμμένα μνημεία, ανάμεσα στα πευκοδάση με θέα τη θάλασσα του Μαρμαρά στα Πριγκηπονήσια, όπου βρισκόταν το εξοχικό μας» διηγείται. Την ίδια περίοδο, η Εριέτα συνάντησε την κατασκευή που στιγμάτισε την εικαστική της ματιά για πάντα: τη γέφυρα του Βοσπόρου. Εκεί είδε πώς μία σύγχρονη, ανθρώπινη δομή μπορεί να υπερκεράσει ένα εμπόδιο της φύσης και να  συνδέσει τη δύση με την ανατολή. Έκτοτε, στην ενήλικη ζωή της, αναζήτησε τη στιγμή που θα φωτογράφιζε γέφυρες, εκπληρώνοντας ένα παιδικό της όνειρο.

Η μικρή Εριέτα ήταν συλλέκτρια. Μάζευε βιβλία γεωγραφίας και κάρτες με γέφυρες, μνημεία και τοπία που μέχρι σήμερα φυλάει στο αρχείο της. “Μεταξύ Τελ Αβίβ και Κωνσταντινούπολης, σε μία ηλικία που ο άνθρωπος διαμορφώνεται πραγματικά, κατάλαβα ότι προέρχομαι από μία πόλη, της οποίας ο ήλιος, η ενέργεια και ο ανοιχτός ορίζοντας προς τη Μεσόγειο θα καθόριζαν τη ζωή και την καριέρα μου. Το καλοκαίρι του 1979 μετακόμισα στο Κολωνάκι, Αθήνα. Παιδί ακόμα ατένιζα από τον Λυκαβηττό την πόλη των Αθηνών και μου φαινόταν μικρή σε σχέση με την Κωνσταντινούπολη! Ωστόσο, η οδός Σουηδίας έγινε για εμένα ένας τόπος ονείρου, δίπλα στη Γενάδειο Σχολή και την Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών. Εκείνη την εποχή και σε αυτόν τον τόπο συνδέθηκα με την οικογένεια Μουζέλη. Ο καθηγητής κοινωνιολογίας Νίκος Μουζέλης ήταν ο πατέρας της πρώτης μου φίλης στην Ελλάδα, της Ζαίρας. Με την οικογένειά τους ταξίδεψα εκείνα τα πρώτα χρόνια στο νησί της Σάμου. Είχα εντυπωσιαστεί από τη διαφορετική κουλτούρα, την απλότητα και παρόλα αυτά την καλοσύνη και το λαμπρό πνεύμα των ανθρώπων στην Ελλάδα”.

Η νεαρή φωτογράφος μεταξύ αρχαιοτήτων και τοπίων

Μεταξύ Μακεδονικών τάφων, Λονδίνου και ακραίων τοπίων. Το παιδί που μεγαλώνει στο σταυροδρόμι των αρχαίων κόσμων ερωτεύεται τα ίχνη τους και επιθυμεί να σπουδάσει φωτογραφία προκειμένου να τα αποτυπώσει. «Το 1987 είχα γίνει δεκτή στο Hebrew University of Jerusalem για σπουδές αρχαιολογίας. Ωστόσο σε ένα ταξίδι προετοιμασίας στην πόλη, περπατώντας μέσα στις αγορές και την παραλία, είδα μία φωτογραφία του Edoudard Boubat. Υποσχέθηκα τότε στον εαυτό μου να ακολουθήσω το πάθος μου, ωστόσο οι σπουδές φωτογραφίας στο Ισραήλ προσφέρονταν μόνο από ιδιωτικά ιδρύματα κι αυτό για μένα τότε δεν ήταν εφικτό. Η ίδρυση του Δημοσίου Τμήματος στο ΤΕΙ Αθηνών, ακριβώς την περίοδο που θα γινόμουν φοιτήτρια, ήταν για εμένα μεγάλη ευκαιρία. Έτσι μπόρεσα να ακολουθήσω το όνειρό μου», θυμάται.

Πριν ακόμη ολοκληρώσει τις σπουδές της, η πρώτη της δουλειά κάλεσε την Εριέτα στον χρυσό, υπόγειο κόσμο της Βεργίνας και όλους τους βασιλικούς, μακεδονικούς τάφους της Βόρειας Ελλάδας, όπου εξειδικεύτηκε στην αρχαιολογική και επιστημονική φωτογραφία. «Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερα να κάνω τρομερά άλματα και αυτό το οφείλω στο αγκάλιασμα, την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη των αρχαιολόγων και συντηρητών Βορείου Ελλάδας αλλά και στην Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων στην Αθήνα με τον τότε διευθυντή Νίκο Μίνω. Εργαζόμουν πολύ σκληρά. Οι δυσκολίες και η μοναχικότητα των παιδικών μου χρόνων, το γεγονός ότι δεν μπορούσα να έχω αυτό που ήθελα όταν το ήθελα και το χρειαζόμουν, με έκαναν να δουλεύω με εξαιρετικά αυστηρό και σκληρό πρόγραμμα» λέει η Εριέτα που εκείνη την περίοδο έδωσε τα πρώτα τεκμήρια μίας μαγιάς χαρακτήρα overachiever. Στα 29 της χρόνια εκπαιδεύτηκε στην αρχαιολογική φωτογραφία στο Βρετανικό Μουσείο, τη National Gallery του Λονδίνου και το V&Α, ενώ, παράλληλα με τη δουλειά της στο Υποργείο Πολιτισμού, κατά το Ακαδημαϊκό έτος 1997-1998 πραγματοποίησε το μεταπτυχιακό της στο Goldsmiths University του Λονδίνου, ενόσω ταξίδευε κάθε 2 εβδομάδες πίσω στην Ελλάδα, καταγράφοντας μακεδονικούς τάφου, αλλά παράλληλα φωτογραφίζοντας στη Μάνη και ευρύτερα στο νομό Λακωνίας για το καλλιτεχνικό της έργο. Εκείνη την περίοδο, σημαντική έμπνευση για εκείνη αποτέλεσαν ο John Stathatos, ο Ian Jeffrey αλλά και ο Manfred Eicher.

Η πρώτη μετάβαση – Τα χρόνια της Νέας Υόρκης και η αφοσίωση στην αρχιτεκτονική φωτογραφία διεθνώς

Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα αλλάζει τη ζωή της Εριέτας. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο Γιώργος Σημαιοφορίδης που την καλεί να φωτογραφίσει σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική για μία μεγάλη έκθεση στο Μιλάνο. Εκείνη του λέει… «ξέρεις Γιώργο, αύριο με την πρώτη πρωινή πτήση πάω Θεσσαλονίκη». Έτσι, βρέθηκαν στις 11 το βράδυ, συζήτησαν και συμφώνησαν. Χωρίς να έχει ακόμα εγκαταλείψει την αρχαιολογική φωτογραφία, η Εριέτα έκανε τα πρώτα της βήματα στην αρχιτεκτονική. Έργα του Νίκου Κτενά, του Ανδρέα Κούρκουλα και της Μαρίας Κόκκινου, της Κατερίνα Διακομίδου, του Μέμου Φιλιππίδη και της Μαρίτας Νικολούτσου ζωντάνεψαν στον φακό της. Την ώθηση για την αποκλειστική ενασχόληση με την αρχιτεκτονική φωτογραφία της έδωσε ένα τραγικό γεγονός. Ο ξαφνικός θάνατος του Γιώργου Σημαιοφορίδη, του ανθρώπου που διέκρινε και πίστεψε στη δυναμική της ως φωτογράφου αρχιτεκτονικής. « Πιο πριν, ήδη από το 2000 είχα αποφασίσει με κάθετο τρόπο να δοκιμάσω τον εαυτό μου στην Αμερική, βήμα το οποίο καθόρισε τη μετέπειτα ζωή μου. Με την υποτροφία του Fulbright Foundation πήγα στο τμήμα Αρχιτεκτονικής του Columbia University ως visiting scholar, με επιβλέποντα τον Kenneth Frampton, τον πιο σημαντικό ιστορικό αρχιτεκτονικής του αιώνα μας. Για πρώτη φορά φωτογράφισα μία πόλη και αυτή ήταν η Νέα Υόρκη. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή αρχιτεκτονικής σχολής στο Columbia University, Bernard Tschumi δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο, “Nightscapes & Glass Buildings”, 2001. Ακολούθησε η πρώτη μου έκθεση στη Νέα Υόρκη».

Αυτή η εποχή άνοιξε την πύλη όλης της υφηλίου στην Εριέτα. Από το σημείο εκείνο και μετά η περιδιάβαση παγκοσμίως ήταν δεδομένη. Στη συζήτηση μας, την παρακολουθώ να αναφέρεται με αφοπλιστική απλότητα σε ιερά ονόματα και θεσμούς, τα οποία έδωσαν την ανοδική ώθηση στην καριέρα της. Χρόνο και συναίσθημα επενδύει στην αναφορά της στον Richard, τον Γερμανό σύντροφό της και αρχαιολόγο, ο οποίος την στήριξε στις αποφάσεις και τις κινήσεις της στην Αμερική. «Ο πατέρας του, Alfred, είχε καταφέρει να επιβιώσει από το Ολοκαύτωμα. Ίσως αυτό να έκανε την οικογένεια να είναι τόσο ανθρώπινη και υποστηρικτική σε εμένα», καταλήγει. Σε μία πορεία με τόσες μετακινήσεις και τόσες σημαντικές προσωπικότητες ποιο είναι τελικά το σπίτι; «Οι αξιόλογοι μου φίλοι και το πάθος που έχω για τη δουλειά μου δημιουργούν το αίσθημα του σπιτιού, αν μπορώ να το αποκαλέσω έτσι. Είναι το «σπίτι» και το νόημα στη ζωή μου, που δεν είναι άλλη από την τέχνη μου. Αισθάνομαι «σπίτι» όπου εντοπίζω μέρος της αποστολής μου στη φωτογραφία, όπου μπορώ να νιώσω δημιουργική, σε όποιον τόπο με παραφυλά η διανοητική πρόκληση, η έμπνευση που μου δίνει κάθε φορά τα εφόδια για να προχωρήσω. Αυτές οι καταστάσεις έχουν ανοίξει για εμένα έναν δίαυλο επικοινωνίας με σπουδαίες προσωπικότητες. Oι δυνατές φιλίες δεν γνωρίζουν αποστάσεις και επενδύω πραγματικά σ’ αυτές».

Η δεύτερη μετάβαση – Ιαπωνία, Νότια Αμερική, Αυστραλία

Ένα απόγευμα του Οκτώβρη, το έτος 2000, στο αυστηρό ημίφως και την παραγωγική ησυχία της Avery Library στο Columbia University οι κρυστάλλινοι αντικατοπτρισμοί του Water Glass House αρχιτέκτονα Kengo Kuma διαπέρασαν το χαρτί και θάμπωσαν την Εριέτα. «I said, that’s it. I have to go find him», είπε μέσα της και κατόπιν μίλησε για το νέο της όνειρο αυτό στον Kenneth Frampton, που της σύστησε μαζί με τον Kengo Kuma και τον καλό του φίλο αρχιτέκτονα Tadao Ando. Η ίδια συναντήθηκε με τον Kengo Kuma to 2001. «Εκείνο το διάστημα, όταν πήγα να τον συναντήσω στο γραφείο του, είχε προσωπικό γύρω στα 10 άτομα. Σήμερα έχει πάνω από 200», λέει. «Σε αυτό το ταξίδι – αστραπή θεμελιώθηκε η μακρόχρονη εικαστική συνεργασία και φιλία μας, με πιο πρόσφατο ορόσημό της την έκδοση μίας φωτογραφικής μονογραφίας με θέμα το έργο του μέσα από τη ματιά της Αττάλη, με αφορμή τους Ολυμπιακούς αγώνες στο Τόκυο». «Με το έργο του Kuma ανακάλυψα ότι δεν υπάρχουν πραγματικά όρια στο χώρο. Αυτό ήταν που με τράβηξε τόσο στο έργο του, ειδικά εκείνη την εποχή – αλλά και σήμερα ακόμα». Στο ενδιάμεσο των νέων της έργων μεταξύ Νέας Υόρκης και Τόκυο, η Εριέτα δέχτηκε να εργαστεί ως επικεφαλής φωτογράφος στο Institute for Aegean Prehistory στην ανατολική Κρήτη, όπου και φωτογράφισε προϊστορικές ανασκαφές σε όλο το Αιγαίο και την Κρήτη. Ωστόσο, είχε τον στόχο της, να φωτογραφίσει τα σύγχρονα γυάλινα κτίρια της Ιαπωνίας. Έτσι, στο Τόκυο, το 2002, η Εριέτα πήρε υποτροφία από το Japan Foundation Artist Grant για να φωτογραφίσει γυάλινα κτίρια, διάσπαρτα σε κάθε μεριά της χώρας. Οι προσωπικότητες που της ήταν γνωστές από το MoΜA και τις νίκες των Pritzker έγιναν συνεργάτες της. Δούλεψε με τους Tadao Ando, Toyo Ito, Fumihiko Maki, Kengo Kuma, Sejima + Nishizawa | SANAA, και Riken Yamamoto, μεταξύ άλλων.

©ERIETA ATTALI | KENGO KUMA & ASSOCIATES, TERRACE GARDEN HOTEL, MIYAZAKI, JAPAN

Η επιστροφή της στις ΗΠΑ, αναπόδραστα συνοδεύτηκε από την έναρξη της διδασκαλίας στο στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής TU Columbia University. Παράλληλα, αυτή την εποχή, ξεκινά την εξερεύνησή της στη Νότια Αμερική. Ταξιδεύει εκτεταμένα στη Χιλή και άλλες χώρες. Το πρώτο κτίριο που φωτογράφισε η Εριέτα στη Χιλή βρισκόταν στην πιο ξηρή έρημο του κόσμου, την Atacama και είχε την υπογραφή από το γερμανικό αρχιτεκτονικό γραφείο Auer & Weber. Στο πρώτο αυτό ταξίδι της στη Χιλή, συνάντησε συναρπαστικούς δημιουργούς και προσωπικότητες, όπως ο Mathias Klotz και ο Smiljan Radic, καθοριστική ωστόσο υπήρξε η γνωριμία της με τον Max Nunez που συνεργάστηκαν εκτεταμένα σε καλλιτεχνικό επίπεδο. «Προτιμώ να συνεργάζομαι στενά με λίγους και εκλεκτούς αρχιτέκτονες δημιουργώντας όχι μόνο σχέσεις επαγγελματικές αλλά και φιλίες ζωής. Καλοί φωτογράφοι και καλοί αρχιτέκτονες υπάρχουν παντού. H διαφορά βρίσκεται στη συντονισμένη από κοινού δουλειά και όχι στην ατομική», εξομολογείται. Μετά την εμπειρία της Χιλής, το 2010 εκδόθηκε το βιβλίο “In Extremis” από τον εκδοτικό οίκο Columbia University Press. Το βιβλίο στάθηκε πύλη για την υπόλοιπη Νότια Αμερική. Μέσα σε ένα μήνα το διαβατήριο της Εριέτας είχε σφραγίδες από τη Βραζιλία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη, ενώ τα φιλμ της κράτησαν τα αρνητικά αρχιτεκτόνων όπως ο Angelo Bucci και ο Marcos Acayaba. «Πρέπει να κάνεις τα πράγματα να λειτουργούν για να προχωρήσεις. Έχω ένα μεγάλο ταλέντο: να κάνω εφικτά τα ανέφικτα. Με ελκύει η πολυπλοκότητα γιατί βρίσκω λύσεις, αγκαλιάζοντας κάθε πρόκληση για το μυαλό, κάθε διαπραγμάτευση σε δύσκολες συνθήκες. Κάθε φορά που αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να κάνω βήμα ακόμα, συνεχίζω να πορεύομαι. Δεν παραιτούμαι ποτέ. Ίσως… σε αυτό να έχει παίξει ρόλο και το γεγονός ότι υπήρξα δρομέας μεγάλων αποστάσεων, με απεριόριστες ώρες προπόνησης σε βουνά και σκάλες», αναπολεί. “Στόχος μου από μικρή ήταν η διεθνής δραστηριότητα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να σου πω ότι δεν είμαι ένας εμπορικός φωτογράφος. Είμαι επαγγελματίας, ωστόσο το έργο μου συναρτάται τις περισσότερες φορές με σημαντικά μουσεία και ιδρύματα. Δημιουργώ συχνά τα δικά μου “αντικείμενα του πόθου”, προσεγγίζω θεσμούς και ζητώ την υποστήριξή τους. Επιλέγω το δύσκολο μονοπάτι κινούμαι παράλληλα σε ποικίλες κατευθύνσεις, χωρίς να περιμένω τον “πελάτη”. Όταν είσαι μέρος ενός θεσμού ακολουθείς την προδιαγεγραμμένη στρατηγική του, ενώ όταν είσαι ανεξάρτητος και κατεβαίνεις με τις δικές σου προτάσεις …. αυτό είναι κάτι το διαφορετικό. Αυτό απαιτεί αντοχή, εμμονή, ανεξαρτησία και έλεγχο των καταστάσεων με έναν παραγωγικό όμως τρόπο, από το Α ως το Ω στη δουλειά μου. Θυμάμαι τον εαυτό μου να παραιτούμαι από το Υπουργείο Πολιτισμού το Δεκέμβριο του 1995, να χοροπηδάω στην Ερμού και να σκέφτομαι την ελευθερία. Μόνη μου, παρότι γυναίκα, ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο, με μία μεγάλη μηχανή, από τις πιο ακραίες ερήμους του κόσμου ως τα χιόνια της Ισλανδίας. Από τις ερημιές της Νοτίου Αμερικής, στον Ανταρκτικό και τον Αρκτικό Κύκλο. Από τα δάση της Αυστραλίας, στα δάση μπαμπού της Ιαπωνίας. Το ρίσκο είναι ο καλός εθισμός μου, σε έναν παράξενο συνδυασμό με τον έλεγχο. Ήδη από τότε που μικρή χανόμουν στα δάση των Πριγκιπονήσων», λέει και δημιουργεί τη δική της γέφυρα, σε ένα χρονικό συνέπειας. Η Εριέτα, στα 54 έτη σήμερα, συνεχίζει ως γυναίκα να διασχίζει άγνωστους δρόμους μεγάλων πόλεων, με μία μηχανή. Καταγράφει στιγμές μέσα από τη ματιά ενός ανθρώπου που δεν αντιστέκεται στο άγνωστο αλλά αντιθέτως προκαλεί το ταξίδι προς αυτό.

©ERIETA ATTALI | MARC MIMRAM SOLFERINO BRIDGE, PARIS

«Μετά από το 2011, είχα ήδη αποφασίσει ότι θέλω να συνεχίσω με τις διδακτορικές μου σπουδές. Επί 2 χρόνια αναζητούσα το κατάλληλο πανεπιστήμιο και supervisor. Προσπάθησα να δω, αν μπορούσα να προχωρήσω στη Δανία, την Αγγλία, ή τη Χιλή, ωστόσο, εντελώς τυχαία γνώρισα τον Αυστραλό αρχιτέκτονα και καθηγητή Martyn Hook σε ένα διεθνές συνέδριο στη Κουάλα Λουμπούρ, όπου μας είχαν καλέσει για δημόσια διάλεξη. Μετά το τέλος των events, στο rooftop του ξενοδοχείου, έλαβα το θάρρος να τον ρωτήσω όλα όσα με ενδιέφεραν. Καταλήξαμε να μιλάμε μέχρι τα ξημερώματα για την αρχιτεκτονική στην Αυστραλία. Κατόπιν, μαγεμένη από την ιδέα, συνδύασα ένα ταξίδι στην Κίνα με την συνάντησή μου στη Σιγκαπούρη με τον ιδρυτή του ακαδημαϊκού προγράμματος ζήτησα για supervisor τον Martyn Hook. Ο ίδιος ο καθηγητής με ενημέρωσε τελικά ότι δέχεται», θυμάται. Την άνοιξη του 2016, η Εριέτα έλαβε μετά από παρουσίασή του διδακτορικού της θέματος στο πανεπιστήμιο της Γάνδη την υποτροφία Marie Curie Fellowship. Διακρίθηκε ανάμεσα σε εκατοντάδες υποψηφίους από όλη την Ευρώπη και της προτάθηκε διπλό διδακτορικό στο Βέλγιο και την Αυστραλία. Απέρριψε την υποτροφία για να εργαστεί αποκλειστικά με τον καθηγητή της Martyn Hook, σε μία περιπέτεια που την οδήγησε σε κάθε σημείο της Αυστραλίας, από τα Blue Mountains ως την Τασμανία, από το Περθ στα Alice Springs και σε γνωριμίες με αρχιτέκτονες όπως Glenn Murcutt, John Wardle και πολλοί άλλοι.

Η τρίτη μετάβαση – Από τις ιδιωτικές κατοικίες και τα ακραία τοπία στις μεγάλες κατασκευές των αστικών τοπίων

Η περιπέτεια του διδακτορικού της ολοκληρώνεται το 2016 εκεί που ξεκίνησε, στη Γάνδη. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους πραγματοποιεί ένα πείραμα και δοκιμάζει να κάνει το Παρίσι έδρα της στην Ευρώπη. Σε αυτή την πόλη είχε ζήσει η Henriette, η Γαλλοαλγερινή γιαγιά της που δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά. Η ζωή στο Παρίσι θα ήταν ένα λογικό βήμα, αλλά και μία συναισθηματική εκπλήρωση. Και η μοίρα ήταν ευνοϊκή. Στις 14 Ιουλίου του 2016 γνωρίζει, τον μηχανικό και αρχιτέκτονα Μarc Mimram, που έχει την έδρα του στο Παρίσι. «Τον συνάντησα ως καλεσμένη στο συνέδριο “Beyond The Bridge” στο μουσείο V&A του Λονδίνου. Στη λίστα των ομιλητών είδα τη βιογραφία του. Δεν ήξερα ποιος ήταν, αλλά ήμουν περίεργη να τον ακούσω να μιλά για το έργο του. Η αποστολή του Mimram είναι να συνδέει τις γεωγραφίες, τις θάλασσες με τη γη». Στο ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο η Εριέτα γοητεύτηκε από τις βραβευμένες γέφυρες του Mimram στο Παρίσι, το Μαρόκο και την Κίνα μεταξύ άλλων. «Είδα τις καμπύλες να βουτούν στο νερό, τα παράθυρα να ανοίγουν προς τον ουρανό, να αντανακλούν, να δημιουργούν νέα σταυροδρόμια. Ένιωσα σαν να καταδυόμουν στον πίνακα “Humboldt Current” του Max Ernst. Ήδη από τα πρώτα του λόγια συνειδητοποίησα ότι τα έργα του σε όλη τη Γαλλία – γέφυρες, σιδηροδρομικοί σταθμοί, athlitikes egastasis – θα ήταν η επόμενη εξερεύνησή μου». Και πράγματι για SHEDON 5 χρόνια η Εριέτα μέσα από το φακό της ακολούθησε τον Mimram και τις γραμμές του στο χώρο, αγγίζοντας απαλά το έδαφος μόνο για να απογειωθεί ξανά.

©ERIETA ATTALI | PARIS LOCKDOWN SPRING 2020

«Όποιος κοιτάζει μια εικόνα μπορεί να την ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο, δεν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από την υποκειμενικότητα. Αλλά η πρόθεση, η συνειδητή και εστιασμένη πρόθεση, κάνει τη διαφορά που επικοινωνεί η εικόνα. Γι ‘αυτό πάντα προσπαθώ να ξεπεράσω την τεκμηρίωση. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η αντιστροφή του περιεχομένου και του περιβάλλοντος, η ισοπέδωση των ιεραρχιών μεταξύ των αντικειμένων και των περιβαλλόντων τους και για να το πετύχω πρέπει να απομακρυνθώ από το αντικείμενο. Διαφορετικά, εάν προχωρήσω πολύ κοντά, θα χάσω αυτή τη σχέση με το πλαίσιο, που θα ακρωτηριαστεί. Ίσως να μπορούσα να αποκαλύψω τις λεπτομέρειες, αλλά ποτέ τις συνδέσεις. Αυτή η στάση της μελέτης της αρχιτεκτονικής μέσω οπτικών λεπτομερειών έχει μπερδέψει την αρχιτεκτονική φωτογραφία, επειδή προάγει τη φετιχισμό της οπτικής σύνθεσης, με αποτέλεσμα να δοθεί έμφαση σε αντικείμενα, αφηρημένα σχήματα. Μια τέτοια προσέγγιση δεν θα λειτουργούσε ποτέ με την αρχιτεκτονική του Marc, όπου είναι σημαντικό να αφήσουμε τον ορίζοντα και το φως να ξεδιπλωθεί, το εσωτερικό να αναμειχθεί με το εξωτερικό. Τα έργα του Marc Mimram προσκαλούν τον περαστικό σε μια διαφορετική εμπειρία, μια ανακάλυψη του οικείου μέσω του άγνωστου», καταλήγει η Εριέτα.

2013 – 2021: Βιβλία και συνεργασίες με Γερμανικούς εκδοτικούς οίκους

Η Εριέτα Αττάλη είχε τη μοναδική ευκαιρία να γνωριστεί με τον εκδότη και διευθυντή του Hatje Cantz, Cristina Steingraber, το φθινόπωρο του 2013. Η Cristina Steingraber αγκάλιασε από την αρχή την ιδέα της Εριέτας για μία αφήγηση βασισμένη στις φωτογραφικές μονογραφίες. Το αποτέλεσμα της πολύ δημιουργικής συνεργασίας τους ήταν το βιβλίο της Εριέτας Αττάλη με τον Kengo Kuma, με τίτλο «Glass wood | Erieta Attali on Kengo Kuma», που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2015. Κατόπιν, υπό τη διεύθυνση της Cristina Steingraber και του νέου διευθυντή Holger Liebs, το Νοέμβριο του 2018, η Εριέτα εξέδωσε τη δουλειά της από όλο τον κόσμο, με τίτλο «Periphery | Archaeology of Light», που έλαβε το Χρυσό Βραβείο για το καλύτερο Γερμανικό Βιβλίο Φωτογραφίας, στην κατηγορία «conceptual fine art photography book 19 | 20». Σε αυτό το βιβλίο, η Εριέτα αναφέρεται στην ουσία της αρχαίας ελληνικής χαρτολογίας, στην οποία τα άκρα αντιπροσώπευαν τα εξωτερικά όρια του γνωστού κόσμου. Οι ποιητικές και μεταφορικές φωτογραφίες, στις οποίες η αρχιτεκτονική απεικονίζεται ως φυσικό χαρακτηριστικό, αδιαχώριστο από το περιεχόμενό του, παρουσιάζουν οπτικούς χάρτες χρονικών και χωρικών μετασχηματισμών στα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.

©ERIETA ATTALI | PARIS LOCKDOWN

Κατόπιν η Εριέτα έκανε με τον Marc Mimram τρία βιβλία για το έργο του, τα οποία εκδόθηκαν από τον οίκο Hatje Cantz, στο Βερολίνο, το Νοέμβριο του 2019. Για τα νέα της βιβλία μέσα στο 2021-2022 θα συνεργαστεί με τους εκδοτικούς οίκους Hartmann Projects, στην Στουτγκάρδη, ArchiTangle, στο Βερολίνο και Spector Books, στη Λειψία. «Ως φωτογράφος της αρχιτεκτονικής και του τοπίου, αποφεύγω την ένταξη ανθρώπινων θεμάτων. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες έχω αφιερωθεί στη φωτογράφηση και εξερεύνηση των ορίων των τεχνητών κατασκευών και της ένταξής τους στο τοπίο, είτε φυσικό, είτε τεχνητό. Βρισκόμουν στις άκρες του κόσμου χρησιμοποιώντας φωτογραφική μηχανή μεγάλου format Linhof 10x12cm. Όμως η σκόπιμη απουσία ανθρώπων στο φωτογραφικό μου σώμα εργασίας, δεν συνεπάγεται αποκλεισμό της ανθρώπινης παρουσίας ή μνήμης. Ακριβώς το αντίθετο. Καταλήγω πάντα να ψάχνω ένα ίχνος, ακόμη και ως ανάμνηση, της ανθρώπινης παρουσίας», δηλώνει χαρακτηριστικά.

Το 2021 βρίσκει την Εριέτα Αττάλη να μετακομίζει στη Σιγκαπούρη για να διδάξει στο National University of Singapore. Τον Μάιο θα επιστρέψει στο Παρίσι για να συνεχίσει την έρευνά της και παράλληλα ετοιμάζει εκθέσεις σε διάφορες πόλεις του κόσμου, αλλά και την έκδοση τριών φωτογραφικών μονογραφιών.

Φωτογραφία εξωφύλλου: Marc Mimram, Pont de Zhong, China ©Erieta Attali 

*Το παρόν άρθρο αποτελεί αναπαραγωγή του αφιερώματος του περιοδικού Μοments στην Εριετα Αττάλη το 2021


RELATED ARTICLES