Ασκήσεις Εδάφους: "Τα κτίρια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αφηγούνται από μόνα τους τις ιστορίες τους." | Συνέντευξη στη Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου

Η αρχιτεκτονική είναι πολλά, ετερόκλητα πράγματα. Αυτόνομα ή μαζί. Εξαρτάται, κάθε φορά, απ’ τη σκοπιά που την παρατηρείς. Είναι αίτιο και αιτιατό. Παράσταση και αναπαράσταση. Σχέδιο και πράξη. Θεωρητική ιδέα και χτισμένη γη. Η αρχιτεκτονική συνιστά και συνίσταται ως ατελεύτητη δημιουργική διαδικασία και ολοκληρωμένο έργο: ταξίδι και προορισμός μαζί. Δεν βρίσκεται, αποκλειστικά, στο τώρα καθώς καθορίζεται από το πριν και αναδιαμορφώνεται στο μετά. Το αρχιτεκτονικό έργο, όπως το σώμα, εκπνέει στο σήμερα ένα προσεχτικά επεξεργασμένο χθες, μετατρέποντάς το σε φαιά ουσία και καύσιμη ύλη στην εκπνοή του αύριο.

Μέσα σε αυτή την αρχιτεκτονική οντολογία, η ομάδα Ασκήσεις Εδάφους διεκδικεί μια ενεργή παύση για να αναρωτηθεί, σε ανοιχτή συνομιλία με την Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου, πάνω στο πρώτο υλοποιημένο έργο της με τίτλο ‘Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη’, 4 παραθεριστικές κατοικίες στο Σοφικό Κορινθίας, το οποίο προκρίθηκε στην Α’ φάση του διαγωνισμού για το Βραβείο Αρχιτεκτονικής ΕΙΑ 2022. Πως προσδιορίζουν οι νέοι αρχιτέκτονες τον ρόλο τους εντός της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, τον ελληνικό τουρισμό; Τι σχέσεις αναπτύσσονται μεταξύ αρχιτέκτονα-σχεδιαστή-δημιουργού και πελάτη-οικοδεσπότη-ξενοδόχου; Πότε και σύμφωνα με ποια κριτήρια λέμε ως αρχιτέκτονες το καβαφικό μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι στην ανάληψη ενός έργου στην αυγή του υπερτουρισμού; Πως ορίζεται η δύναμη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να αφηγηθεί μια ιστορία; Και γιατί η αρχιτεκτονική αναπαρίσταται, κυρίαρχα, ως η σκηνοθεσία ενός στατικού, αψεγάδιαστου χώρου που αποκόπτεται από τις τελετουργίες συντήρησης, αποκατάστασης και ανακαίνισης που τον κρατούν στη ζωή; Τι αφήνουν πίσω τους οι τουρίστες και ποιες ή ποιοι είναι αυτές ή αυτοί που μαζεύουν, καθαρίζουν, ανασυντάσσουν, τακτοποιούν; Έφτασε η ώρα για λίγη τρυφερή αυτοκριτική. 

˜˜˜

Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Μιλήστε μας, με δικά σας λόγια, για το πρώτο υλοποιημένο έργο της ομάδας σας, ‘Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη’, στο Σοφικό Κορινθίας.

Ασκήσεις Εδάφους: Αφήνοντας πίσω τις πελώριες υποδομές των διυλιστηρίων, θα ακολουθήσει κανείς έναν δρόμο ανάμεσα στα πεύκα πλησιάζοντας το οικόπεδο με το αυτοκίνητο. Εκεί, μικρές τουριστικές βίλες διακόπτουν το πυκνό πευκοδάσος σχηματίζοντας έναν διάσπαρτο οικισμό. Μια οικογενειακή ταβέρνα με φρέσκα ψάρια και λαχανικά συμπληρώνει ένα ειδυλλιακό γραφικό σκηνικό το οποίο απλώνεται πάνω από τη θάλασσα ενώ αντικρίζει στον μακρινό ορίζοντα, το αθηναϊκό αστικό τοπίο, υπογραμμισμένο από τις βιομηχανικές υποδομές του.

Η ανάθεση για τέσσερις παραθεριστικές κατοικίες σε ένα μικρό παραθαλάσσιο οικόπεδο, θέτει εξ αρχής ζητήματα κλίμακας, τυπολογίας και επανάληψης. Ξεκινώντας από το λειτουργικό πρόγραμμα έγινε εμφανές ότι το έργο δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί στην τυπολογία του κτιρίου κατοικίας. Με τους ιδιοκτήτες σε ρόλο οικοδεσπότη ή οικονόμου και την κατοίκηση να περιορίζεται σε ολιγοήμερες επισκέψεις, το να σχεδιάσει κανείς ένα σπίτι θα μπορούσε μόνο να μπερδέψει, κρύβοντας την τουριστική φύση του έργου με την αθώα αλλά παραπλανητική οικειότητα του σπιτιού. Μια τέτοια προσέγγιση οδήγησε γρήγορα σε έναν αναστοχασμό πάνω στην πολυτέλεια και την τουριστική εμπορευματοποίηση, ενισχυμένο από μια φυσική αμηχανία απέναντι στον αριθμό τέσσερα, είτε αυτός εμφανίζεται ως επανάληψη είτε ως ποικιλία.

Το έργο Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη είναι μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε και να διαχειριστούμε έναν κτιριακό τύπο που παρά την έντονη παρουσία του στην εγχώρια αρχιτεκτονική εκφέρεται σπάνια αν όχι καθόλου: την ενοικιαζόμενη τουριστική βίλα.

Αντλώντας τον τίτλο του από ένα ελληνικό ροκ τραγούδι του ’70 που μιλά για την πυρετώδη ανοικοδόμηση της εποχής και τη σκληρή εργασιακή συνθήκη που την υποστήριξε, το έργο αντηχεί την ουσιαστική φύση του ως μέρος της βαριάς βιομηχανίας της εποχής μας που δεν είναι άλλη από την λανθάνουσα τουριστική υποδομή, η οποία μεταμφιεσμένη σε μικρά σπίτια διακοπών απλώνεται απειλητικά στην ελληνική ύπαιθρο.

ΜΑΠ: Κτιριακός τύπος: ενοικιαζόμενη τουριστική βίλα. Ας συζητήσουμε για τις απαιτήσεις αυτής της τυπολογίας από τον/την αρχιτέκτονα. Μιλάμε για μια εφήμερη, περιστασιακή, κατοίκηση που δανείζεται χαρακτηριστικά από την τυπολογία της κατοικίας αλλά διαφοροποιείται, αισθητά, από αυτήν στην ουσία και στην ποιότητα της κατοίκησης. Στην περίπτωση της κατοικίας, ο/η αρχιτέκτονας καλείται να σχεδιάσει το κέλυφος αυτού που αποκαλούμε σπίτι παρέχοντας οικιακότητα και οικειότητα στους χρήστες, που συνήθως είναι προκαθορισμένοι και γνωστοί, αναπτύσσοντας, κατ’ επέκταση, μια στενή και βαθιά διαπροσωπική σχέση μαζί τους. Από την άλλη, στην περίπτωση της ενοικιαζόμενης τουριστικής βίλας, ο/η αρχιτέκτονας καλείται να δημιουργήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο ως θελκτικό εμπορικό προϊόν, που θα κατοικηθεί εφήμερα από άγνωστους σε εκείνον/η χρήστες, σύμφωνα με το επιχειρηματικό πλάνο του ιδιοκτήτη-ξενοδόχου-επενδυτή. Επιχειρώντας μια φαινομενολογική προσέγγιση της έννοιας ‘σπίτι’, ο αρχιτέκτονας Juhani Pallasmaa διατυπώνει, μεταξύ άλλων, πως το σπίτι δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί. Άρα, αν δεν σχεδιάσουμε τις ενοικιαζόμενες τουριστικές βίλες ως κατοικίες διακοπών ως τί θα τις σχεδιάσουμε; Μήπως ο σχεδιασμός ενός τουριστικού καταλύματος είναι περισσότερο μια σκηνοθεσία κατοίκησης και ο αρχιτέκτονας καλείται να χωροθετήσει σε ένα συγκεκριμένο εδώ και σε ένα διαρκές τώρα ένα σενάριο οικιακής ζωής προσιτό σε κάποιους από αυτούς που λέμε όλους;

ΑΕ: Είναι αλήθεια ότι το σπίτι, με την έννοια που το προσεγγίζει ο Pallasmaa, δε μπορεί να εμπορευματοποιηθεί. Όμως, έχει σημασία να σκεφτούμε λίγο τί εννοούμε με τη λέξη σπίτι στη συγκεκριμένη διατύπωση. Η προσέγγιση του Pallasmaa αντλεί θεωρητικά από τη φαινομενολογία και πιο συγκεκριμένα από τον Heidegger και τον Bachelard. Υπό αυτή την έννοια, το σπίτι είναι περισσότερο ένα κουκούλι του ανθρώπου που είναι «ριγμένος στον κόσμο» και όχι το ίδιο το κτίριο του σπιτιού. Μια ουσιοκρατική δηλαδή προσέγγιση, στην οποία το υλικό σώμα του σπιτιού είναι ρευστό και όχι απαραίτητα αντικείμενο της αρχιτεκτονικής, αλλά ένας αστερισμός πραγμάτων ή διατάξεων και πρακτικών, που περιβάλλουν τον άνθρωπο και παρέχουν οικειότητα και καταφύγιο. Θέμα με το οποίο ήρθαμε και εμείς αντιμέτωποι όταν ως φοιτητές μετακομίσαμε στα δικά μας σπίτια και γρήγορα συνειδητοποιήσαμε οτι η οικειοποίηση ενός χώρου είναι μια διαδικασία περίπλοκη που την ανακαλύπτει κανείς εμπειρικά δοκιμάζοντας τεχνικές και καλλιεργόντας συνήθειες, μέχρι κάποια στιγμή γυρνώντας σπίτι να νιώσει πραγματικά ότι γύρισε κάπου όπου ανήκει. Μια διαδικασία που μπορεί να περνά από το πλύσιμο των πιάτων, το μαγείρεμα ή τη γνωριμία με τον περιπτερά και η οποία σίγουρα δεν εξαντλείται στην κυριότητα του χώρου. Προφανώς, λοιπόν, αυτό το σπίτι όπως το εννοούμε εδώ, δε μπορεί να εμπορευματοποιηθεί γιατί ακριβώς δεν είναι ανταλλάξιμο και δεν έχει σταθερά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· είναι δηλαδή «πράγμα» αν χρησιμοποιήσουμε τους όρους  του Heidegger και όχι αντικείμενο. Αυτή η προσέγγιση μας έχει απασχολήσει αρκετά, ωστόσο ενδεχομένως κρύβει κάποιες παγίδες για έναν αρχιτέκτονα, γιατί αν οι έννοιες παραγνωριστούν μπορεί να οδηγήσουν σε κυριολεκτικές προσεγγίσεις, οι οποίες είναι παραπλανητικές.

Το ίδιο προφανές είναι λοιπόν, ότι το σπίτι ως προϊόν της αρχιτεκτονικής -ως κτίριο, δηλαδή κατοικίας- όχι απλά είναι εμπορευματοποιήσιμο αλλά μάλλον είναι πρώτα και κύρια εμπόρευμα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: τετραγωνικά, βεράντες, απόσταση από το μετρό, παρκινγκ, αποθήκες ή τζακούζι και master bedrooms.

Μια γρήγορη επίσκεψη σε site με αγγελίες σπιτιών θα μας πείσει γρήγορα για αυτό. Μπορεί, λοιπόν, να έχουμε γεμίσει κτίρια κατοικίας και να έχουμε ταυτόχρονα έλλειψη σπιτιών και αυτό είναι όντως ένα πρόβλημα εκφρασμένο αρκετά στη θεωρία σε μια προσέγγιση που εστιάζει στην ανεστιότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Ας εστιάσουμε όμως στην περίπτωσή μας: όπως πολύ σωστά επισημαίνεις η «ενοικιαζόμενη τουριστική βίλα» που σημειώνουμε εμφατικά ως τον κτιριακό τύπο του έργου μας, δεν είναι κατοικία αλλά δανείζεται χαρακτηριστικά από αυτή. Η πρώτη κίνηση είναι, παρόλα αυτά, κανείς να την φανταστεί σαν σπίτι και η αλήθεια είναι ότι έτσι περιγράφεται συνήθως. Όμως, αν εστιάσει κανείς στο εδώ και στο τώρα που αναφέρεις, γρήγορα θα καταλάβει ότι αυτή η κίνηση είναι απλά η εγκόλπωση ενός στερεοτύπου. Για να επιβιώσει έστω και στο ελάχιστο ο σχεδιασμός ως μια κίνηση οικειότητας, μάλλον θα πρέπει να ξεφύγει από αυτό ακριβώς το στερεότυπο και να εστιάσει σε αυτό το εδώ και το τώρα, στο συγκεκριμένο λοιπόν σενάριο κατοίκησης που καλείται να φιλοξενήσει ή τουλάχιστον αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε εμείς.

Έτσι, ξεπερνώντας μια πρώτη αμηχανία ενδώσαμε στην λειτουργία του κτιρίου ως παροχή μιας υπηρεσίας φιλοξενίας και αυτό ενδεχομένως βγάζει ενδιαφέροντα σενάρια.

Για παράδειγμα, τα υπνοδωμάτια σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο που ανταποκρίνονται πολύ συγκεκριμένα σε ένα σενάριο στο οποίο κανείς φροντίζει το σώμα του, γδύνεται και χαλαρώνει στο κρεβάτι. Ένα σενάριο το οποίο μπορεί να φαίνεται ελλιπές για μια κατοικία, είναι όμως στην περίπτωσή μας επαρκές και γίνεται απελευθερωτικό όταν προσπαθεί κανείς να πειραματιστεί σε επίπεδο χωρικών ποιοτήτων, οργάνωσης και φόρμας. Δουλεύοντας με αυτά τα νέα σενάρια οδηγηθήκαμε σε μια λύση η οποία από τη μία εξυπηρετεί κυριολεκτικά το σενάριο ζωής που της ζητείται και από την άλλη επιτρέπει έναν πειραματισμό σε σχέση με την οργάνωση του χώρου, πλησιάζοντας ζητήματα που αρχίζουν κι έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Σενάρια τα οποία προσπαθούν να ανταποκριθούν σε αυτή την ειδική συνθήκη εφήμερης κατοίκησης  και να την υπηρετήσουν κυριολεκτικά, παράγοντας έναν χώρο όπου κανείς μπορεί να αναγνωρίσει ότι τον περίμενε.

Τελικά, μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται να αρθρώνει ένα πεδίο επικοινωνίας με τον επισκέπτη και δύναται ίσως να παράξει και οικειότητα στο εσωτερικό αυτής της συγκεκριμένης συνθήκης. Σε κάθε περίπτωση είναι μια κάποια τακτική.

ΜΑΠ: Στο κείμενο «Ταυτότητα, Οικειότητα και Σπίτι: Σημειώσεις πάνω στη φαινομενολογία του σπιτιού» ο αρχιτέκτονας Juhani Pallasmaa μιλάει για μια αρχιτεκτονική της διαμονής που υποστηρίζει την λειτουργία του homecoming παρέχοντας, μέσα από σχεδιαστικούς χειρισμούς, οικιακότητα στον εκάστοτε οικιστή. Πως αντιλαμβάνεστε ως Ασκήσεις Εδάφους την έννοια «αρχιτεκτονική της διαμονής»;

ΑΕ: Στο άρθρο του Pallasmaa η αρχιτεκτονική της διαμονής είναι μια αρχιτεκτονική «δεκτική στην οικειοποίηση και την προσωποποίηση» από τον κάτοικο και αντιπαραβάλλεται με μια αρχιτεκτονική που επιβάλλει μια «αλαζονική διχαστική και άθικτη τάξη». Μια αρχιτεκτονική που βασίζεται στην «κοινή ριζωμένη μας μνήμη», ενάντια μιας αρχιτεκτονικής που «ακολουθεί τις μόδες χάριν εντυπωσιασμού» όπως λέει.

Το ερώτημα εδώ είναι ποια είναι αυτή η περιβόητη κοινή μας μνήμη; Πώς μπορεί κανείς να συνθέσει αυτό το «φαινομενολογικά αυθεντικό έδαφος της αρχιτεκτονικής» που ανοίγεται στην οικειοποίηση;

Επιστρέφουμε και πάλι στη φαινομενολογία και για να μην μακρυγορήσουμε θα αρκεστούμε στο σχολιασμό του κειμένου του Pallasmaa. Μιλώντας για την εστία, ο Pallasmaa περιγράφει το τζάκι του διαμερίσματος ως αστικό σύμβολο χωρισμού της φωτιάς για την ευχαρίστηση, από τη φωτιά για την προετοιμασία του φαγητού. Αντίθετα, η σόμπα περιγράφεται ως ένα αντικείμενο σημαντικό για την οργάνωση της οικογενειακής ζωής, σε βαθμό που ανάγεται στην καρδιά του σπιτιού. Ενώ, λοιπόν, το τζάκι είναι φυσικά και μορφολογικά πιο κοντά στην εστία, η σόμπα, παρότι κατασκευασμένη μαζικά σε κάποια βιομηχανία, φαίνεται στην προκειμένη να αποτελεί μια πιο ουσιαστική ενσάρκωσή της. Αυτό, λοιπόν, που καταλαβαίνουμε εμείς σχετικά με μια αρχιτεκτονική της διαμονής είναι ίσως αυτή ακριβώς η διεισδυτική ματιά, η οποία δεν παραγνωρίζει τη φυσική εμφάνιση ή τη φόρμα για φορείς οικειότητας, αλλά εστιάζει στην πραγματική ζωή, προσπαθώντας να αλιεύσει τα σενάρια που καθιστούν δυνατή την οικειοποίηση του χώρου.

Εξάλλου, πέρα από το γεγονός ότι δεν παρέχει την αναγκαία οικειότητα, μια αρχιτεκτονική προσέγγιση που δεν ακολουθεί τη ζωή, είναι καταδικασμένη είτε να παραμορφωθεί είτε να αποτύχει.

Ας σταθούμε για παράδειγμα στα κτίρια των νοσοκομείων. Το νοσοκομείο είναι στις μέρες μας ένα κτίριο σχεδιασμένο με κύριο στόχο την θεραπεία των ασθενών. Υπό τη σκοπιά αυτή, ένα νοσοκομείο σχεδιάζεται σαν εργαλείο θεραπείας, συλλαμβάνοντας τη ζωή που συμβαίνει στο εσωτερικό του, θεωρημένη μονομερώς γύρω από αυτήν τη συγκεκριμμένη λειτουργία. Το οτι αντιλαμβανόμαστε το νοσοκομείο σαν μηχανή που θεραπεύει είναι μάλλον αδιαμφισβήτητο. Ωστόσο, η πραγματικότητα δε μπορεί να εξαντληθεί σε αυτήν την κατα τα άλλα ορθή διαπίστωση. Και δε μιλάμε εδώ για μικρές λεπτομέρειες οι οποίες θα επιμένουν πάντα να διαφεύγουν, μιλάμε για ολόκληρες πράξεις οι οποίες συμβαίνουν και αγνοούνται σαν να κατοικούν σε ένα σκοτεινό υπόβαθρο. Έτσι, κάτι άλλο που κανείς δε μπορεί να αρνηθεί για το νοσοκομείο είναι οτι για τους περισσότερους ανθρώπους φιλοξενεί ίσως τις πιο φορτισμένες στιγμές της ζωής τους. Στις λευκές αίθουσες ενός νοσοκομείου, θα ενημερωθεί κανείς για το θάνατο ενός αγαπημένου του προσώπου, ή θα περπατά για ώρες πάνω κάτω περιμένοντας νέα που μπορεί να του αλλάξουν τη ζωή. Η αδυναμία του νοσοκομείου να φιλοξενήσει τις πράξεις αυτές είναι ορατή αν σκεφτεί κανείς τα εκκλησάκια που με τη βία εντάσσονται στα νοσοκομειακά συγκροτήματα ή τα καφέ και τα ταχυφαγεία που πυκνώνουν γύρω τους για να φιλοξενήσουν όλα αυτά που ενώ συμβαίνουν, δε μπόρεσαν να χωρέσουν στα σενάρια που υποστήριξαν το σχεδιασμό. Δεν θα προχωρήσουμε εδώ σε μια παρουσίαση του νοσοκομείου σαν επικοινωνία με το θάνατο ή σαν τόπο συγκινησιακής φόρτισης, αυτό το οποίο θα κρατήσουμε είναι η επιμονή κάποιου που έχασε έναν αγαπημένο συγγενή, να σκύβει σοβαρός περνώντας δίπλα από ένα κτίριο που προσποιείται με την αμείλικτη τεχνολογική παρουσία του οτι κάτι τέτοιο δε θα το περίμενε ποτέ.

Η ζωή, άλλωστε, θα συνεχίσει να συμβαίνει με τον τρόπο της ακόμα κι εκεί που ο σχεδιασμός θα ορκιζόταν το αντίθετο.

ΜΑΠ: Εστιάζοντας, συγκεκριμένα, στη δουλειά σας στο Σοφικό Κορινθίας κι εφόσον μιλάμε για τουριστικά καταλύματα, συμπεραίνω πως η ουσία του έργου συμπυκνώνεται στην πολυδιάστατη σχέση φιλοξενίας που αναπτύσσεται μεταξύ του προσωρινού οικιστή-επισκέπτη και του ιδιοκτήτη-οικονόμου-οικοδεσπότη. Σύμφωνα με το brief του εργοδότη σας, πώς θα χαρακτηρίζατε το μοντέλο φιλοξενίας που διαμόρφωσε την αρχιτεκτονική σας προσέγγιση και πως σχετίζεται με τις σχεδιαστικές σας επιλογές σε επίπεδο μορφολογίας και υλικοτήτων; Είχατε στο μυαλό σας, όταν σχεδιάζατε, την ενίσχυση μιας συνάντησης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους ή η κατασκευή και η μελέτη εκπονήθηκε με στόχο να τους κρατήσει, όσο το δυνατόν, χωριστά;

AE: Πράγματι, αυτή η ειδική συνθήκη φιλοξενίας μας απασχόλησε έντονα κατά το σχεδιασμό. Το brief του εργοδότη αφορούσε σε ένα μοντέλο φιλοξενίας λίγο πολύ γνωστό, το οποίο καθιστά το κτίριο «ενοικιαζόμενη τουριστική βίλα» όπως είπαμε και προηγουμένως. Η εστίαση και πάλι σε αυτόν το χαρακτηρισμό έχει ενδιαφέρον γιατί αυτό το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης ξεκίνησε ως απάντηση σε μια υπερπαραγωγή υποδομών όπως π.χ. τα ξενοδοχεία, η οποία ταυτόχρονα άφηνε ανενεργά τα υφιστάμενα κτίρια κατοικίας. Όμως, η δυναμική της οικονομίας οδηγεί εξαρχής στον σχεδιασμό κτιρίων τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για αυτήν τη χρήση.

Άρα, ενώ δικαίως μέχρι στιγμής μιλούσαμε για κατοικίες που ενοικιάζονται, τώρα μιλάμε σαφώς για μια τουριστική υποδομή, η οποία κατασκευάζεται εξ αρχής ως τέτοια και έτσι αρχίζει να αφορά την αρχιτεκτονική.

Η σκέψη αυτή μας ταλαιπώρησε πολύ στα πρώτα στάδια του σχεδιασμού αφού καταλαβαίναμε ότι ήμασταν αντιμέτωποι με έναν κτιριακό τύπο, ο οποίος ουσιαστικά απουσιάζει από τον αρχιτεκτονικό λόγο και κάθε προσπάθεια να αναφερθούμε σε κατοικία, με την παραδοσιακή έννοια, γρήγορα εμφανιζόταν ως επίφαση. Αυτό που κάναμε, λοιπόν, ήταν να φανταστούμε από την αρχή πως σχεδιάζεται ένας τέτοιος χώρος, πράγμα το οποίο μας απελευθέρωσε σχεδιαστικά, αφού τελικά οι απαιτήσεις είναι πολύ πιο συγκεκριμένες και περατές από την πολυπλοκότητα μιας κατοικίας. Έτσι, το υπνοδωμάτιο έγινε ένας χώρος φροντίδας και χαλάρωσης, ενώ ο χώρος διημέρευσης ανοίχτηκε με τρόπο που ενδεχομένως δε θα χωρούσε σε μια παραδοσιακή κατοικία.

Στην πραγματικότητα, το κτίριο έχει δύο βαθμούς ιδιωτικότητας σε απόλυτη ένταση μεταξύ τους.

Από ένα ανοικτό και άνετο σαλόνι στο οποίο το διάβασμα, το μαγείρεμα, η ηλιοθεραπεία και το φαγητό συμβαίνουν σε έναν ενιαίο χώρο, στον οποίο οι ήχοι, οι μυρωδιές και τα βλέμματα κινούνται ελεύθερα στη σκιά μιας μπετονένιας κατασκευής, ανεβαίνει κανείς μια σκάλα που οδηγεί σε έναν διάδρομο στον οποίο οι πορείες χωρίζονται για να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της κατασκευής, σε χώρους μικρούς που ανοίγονται επιλεκτικά στη θέα και παρακολουθούν στενά το σώμα και τις κινήσεις του. Σε επίπεδο φόρμας και αισθητικής αποφασίσαμε να ξεφύγουμε από την κλίμακα της κατοικίας, συνθέτοντας μια ενιαία κατασκευή για τέσσερα κτίρια που διατηρούν όμως την αυτονομία τους. Η εμπειρία των διυλιστηρίων -η πιο χαρακτηριστική ίσως από τη διαδρομή που ακολουθεί κανείς για το κτίριο- εγκολπώθηκε στη σύνθεση μέσα από την υπερμεγέθη βιομηχανική κλίμακα της μπετονένιας κατασκευής, επιστρέφοντας και πάλι στη λειτουργία του κτιρίου ως υποδομή. Η κλίμακα παίζει κι εδώ τον πιο σημαντικό ρόλο, αφού τελικά η εσωτερική διάρθρωση της σύνθεσης δεν είναι ορατή και ο χώρος επιφυλάσσει συνεχώς εκπλήξεις σε σχέση με τους ορόφους, το μέγεθος των ανοιγμάτων ή τα όρια του κάθε «σπιτιού». Η προσπάθεια λοιπόν ήταν οι δύο αυτοί κόσμοι να συνδυαστούν παράγοντας αντιφάσεις, ασυνέχειες και εκπλήξεις σε ένα ενιαίο τελικό αποτέλεσμα. Από τη μία, λοιπόν, το κτίριο υπηρετεί μία κλίμακα, που σχετίζεται με τον κόσμο των υποδομών, στην περίπτωσή μας μία τουριστική υποδομή, ενώ από την άλλη χρησιμοποιεί σενάρια που απαντώνται στον τύπο της κατοικίας.

Τελικά, η αναγνώριση ενός τύπου χωρίς παρελθόν αλλά και η απουσία συγκεκριμένου χαρακτήρα από το κτισμένο περιβάλλον της περιοχής οδήγησε σε μια ελευθερία. Στην απογύμωνση, τη στρέβλωση και τη συρρίκνωση της κατοικίας που επέβαλε η ανάθεση, αναγνωρίσαμε μια ευκαιρία πειραματισμού τόσο με τη φόρμα όσο και με το είδος και τις ποιότητες των χώρων. Μια ευκαιρία να παίξουμε εκεί που καταλαβαίνουμε ότι αυτά που ήδη ξέρουμε δε φαίνεται να λειτουργούν και πολύ.

ΜΑΠ: Στη νέα, ανθρωποκεντρική, φωτογράφιση του έργου «Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη» από τον Πάνο Κοκκινιά, σε συν-σκηνοθεσία με την ομάδα σας, παρατηρούμε μια έντονη σωματικότητα. Ανθρώπινα κορμιά υποστηρίζουν, ενεργοποιούν, συντηρούν και, τελικά, κρατούν ζωντανή την αρχιτεκτονική δομή. Αυτή η ενσώματη προσέγγιση υπήρξε συστατικό στοιχείο και του αρχιτεκτονικού σας σχεδιασμού; Και αν ναι, με ποιους τρόπους;

ΑΕ: Το ζήτημα της φωτογράφισης ήταν κάτι που μας απασχόλησε πάρα πολύ. Σχεδιάζοντας ένα κτίριο φανταζόμαστε κάποιον να το χρησιμοποιεί και να το επισκέπτεται ή να το βλέπει περνώντας απ’ έξω· όμως η αλήθεια είναι ότι αυτού του είδους η πρόσληψη ενός αρχιτεκτονικού έργου αφορά ένα πολύ μικρό κομμάτι της δημόσιας ζωής του. Τελικά, τα περισσότερα κτίρια τα αντικρίζουμε σε φωτογραφίες και σχέδια, σε βαθμό που το κτίριο δεν αναπαρίσταται απλώς, αλλά παρίσταται σαν ολότητα, είναι εκεί ως φωτογραφία, σχέδιο ή κείμενο και ως τέτοιο θα κριθεί και θα γίνει αντιληπτό. Μιας και μιλάμε για το πρώτο μας έργο, το πρόβλημα αυτό εμφανίστηκε αργά και η συζήτηση για το πως θα το αντιμετωπίσουμε τράβηξε πολύ καιρό. Για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιούσαμε φωτογραφίες των ιδιοκτητών οι οποίες προορίζονταν για την προώθησή του και η αλήθεια είναι ότι η πρώτη εντύπωση -φορτισμένη και από έναν ενθουσιασμό του ότι τελικά καταφέραμε να γίνει αυτό το πρώτο κτίριο- ήταν ότι οι φωτογραφίες αυτές ήταν επαρκείς. Όμως οι φωτογραφίες αυτές πλήθαιναν, μιας και το κτίριο έχει χρησιμοποιηθεί για διάφορες διαφημιστικές καμπάνιες, και τότε αντιληφθήκαμε ότι υπάρχει ένα βασικό κομμάτι της σκέψης μας και του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τον σχεδιασμό, το οποίο δεν εκφράζεται, και αυτό ήταν για εμάς σημαντικό. 

Ήταν λοιπόν κομβικό να αρθρώσουμε μια αφήγηση η οποία να ανταποκρίνεται στη σκέψη μας για το κτίριο όπως την περιγράψαμε και παραπάνω. Αυτός ήταν και ο λόγος που προσεγγίσαμε τελικά τον Πάνο Κοκκινιά που -έχοντας παρακολουθήσει την πορεία του- μας φάνηκε ότι θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε για μια τέτοια προσπάθεια. Φυσικά μας βοήθησαν και οι φίλοι που φωτογραφήθηκαν και τους ευχαριστούμε πολύ για αυτό, η Μαλβίνα Παναγιωτίδη και ο Κωνσταντίνος Δημουλάς. Επιλέξαμε, λοιπόν, η φωτογράφιση να εστιάσει στους ανθρώπους που συχνά βιώνουν αυτόν τον χώρο ασχολούμενοι με τη συντήρηση, την προετοιμασία και τον καθαρισμό του.

Μια τέτοια παρουσίαση εστιάζει στη λειτουργία του χώρου ως τουριστική υποδομή, ως χώρου, δηλαδή, εργασίας και παροχής μιας υπηρεσίας, τονίζοντας τη διαφορά του από μια κατοικία.

Επιπλέον, αυτό το σενάριο μας φάνηκε ότι παρέχει μια ευκαιρία να εμφανιστούν ίχνη της ζωής του κτιρίου όπως ξέστρωτα κρεβάτια ή τραπέζια γεμάτα με πιάτα και υπολείμματα φαγητών, τα οποία θεωρήσαμε ότι θα αναδείκνυαν το κτίριο ζωηρό, όπως ακριβώς το φανταζόμασταν και κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού. Σκοπός μας ήταν να παράξουμε κάτι που να έχει ενδιαφέρον τόσο αισθητικά όσο και σε ένα επίπεδο αναστοχασμού πάνω στο κτίριο και ταυτόχρονα να εκφράζει τον τρόπο που εμείς το προσεγγίσαμε. Σε σχέση με τη σωματικότητα μιλήσαμε και πριν για το ζήτημα της κλίμακας. Στο εσωτερικό του κτιρίου το σώμα απλώνεται και απελευθερώνεται κι ύστερα περιγράφεται στενά από ένα μπετονένιο υλικό σώμα, κοπιάζοντας να ανέβει σκάλες πριν χαλαρώσει ξαπλωμένο.

Το σώμα του επισκέπτη είναι αντικείμενο μιας χωρικής επιρροής με ένταση, και ως τέτοιο έχει κεντρικό ρόλο στη συγκρότηση του κτιρίου.

Η άγνωστη ταυτότητα των ενοίκων μας έστρεψε ακόμα περισσότερο στο φυσικό βιολογικό σώμα, το οποίο αποτελεί μια δεδομένη κοινή αναφορά, και απουσία άλλων ειδικών χαρακτηριστικών παρέχει έναν σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας. Είναι εν ολίγοις αυτό που πρωτίστως μοιράζονται αυτοί οι κάποιοι για τους οποίους μιλούσες παραπάνω, όποιοι και να είναι αυτοί. 

ΜΑΠ: «Με την ψυχή στο στόμα / μέρα νύχτα να ανασάνω δεν μπορώ / πριν φανεί ο ήλιος μάλιστα διατάξτε αφεντικό / και κάθε εισπνοή μου καυσαέρια αναθυμιάσεις και μπετό / τι να πω δεν ξέρω μου φαίνεται πως έχω πυρετό» τραγουδάει ο Δημήτρης Πουλικάκος στο κομμάτι ‘Σκόνη, πέτρες, λάσπη’, από το οποίο βαφτίσατε την πρώτη σας άσκηση εδάφους στο Σοφικό. Οι στίχοι μου έφεραν στο νου την προτροπή της Ελένης Τζιρτζιλάκη να δούμε το σώμα ως πολιτικό μέσο και κατ’ επέκταση το επάγγελμα ως οργανικό μέρος της καθημερινής ζωής. Πως πιστεύετε ότι μεταφράζονται οι παραπάνω αναλογίες στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα σήμερα και πως τις βιώσατε εσείς οι ίδιοι, σωματικά και ψυχικά, κατά τη διάρκεια μελέτης και κατασκευής του έργου;

ΑΕ: Η επιλογή στίχων του συγκεκριμένου τραγουδιού για τον τίτλο του έργου είναι άλλο ένα δείγμα για το πως προσπαθούμε να δούμε την αρχιτεκτονική πρακτική αλλά και τη σχέση του αρχιτεκτονικού έργου με το κείμενο και την αφήγηση.

Αρχικά είναι ένα τραγούδι που μας αρέσει και αυτό είναι και θέμα γούστου στο κάτω κάτω. Όμως, πέρα από αυτό, το τραγούδι του Δημήτρη Πουλικάκου παρέχει μια ενδιαφέρουσα και συγκινητική αφήγηση για μια εποχή, που συνήθως παρουσιάζεται με τελείως διαφορετικό τρόπο. Μια εποχή οικοδομικής και οικονομικής ανάπτυξης, η οποία όμως σήμαινε και μια ανάπτυξη της εργασιακής εκμετάλλευσης ανθρώπων που έρχονταν από την επαρχία αναζητώντας δουλειά. Αυτές οι ελάσσονες αφηγήσεις μας ενδιαφέρουν πολύ, μιας και οδηγούν σε έναν ουσιαστικό αναστοχασμό, ο οποίος εξετάζει τα συνήθη κυρίαρχα αφηγήματα αναδεικνύοντας ιστορίες που συνηθίζουν να μένουν στην αφάνεια. Πράγματι, το τραγούδι μας μιλά για το σώμα· ένα σώμα που διατίθεται ως μέσο παραγωγής, και ως τέτοιο είναι μέσο πολιτικής. Ένα σώμα που μοχθεί, κουράζεται, αρρωσταίνει και τελικά υποστηρίζει την πολυπόθητη ανάπτυξη της οικοδομής και της οικονομίας. Όπως τότε έτσι και τώρα, η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από μια βαριά αλλά λανθάνουσα υλικότητα και σωματικότητα. Το τραγούδι δίνει με αυτόν τον τρόπο μια κατεύθυνση ανάγνωσης -στην προκειμένη της τουριστικής οικονομίας- και προβάλλει μια σκιώδη φύση της, που έχει να κάνει με εξοντωτική εργασία, με οικονομική εκμετάλλευση και με σώματα που διατίθενται ξανά ως παραγωγικά μέσα. Το κτίριό μας τοποθετείται αναμφίβολα στο εσωτερικό μιας βιομηχανίας με αυτά τα χαρακτηριστικά και αυτό ήταν για εμάς σημαντικό.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο εμείς βιώσαμε αυτή τη συνθήκη έχει ενδιαφέρον και πάλι το γεγονός ότι το κάναμε αυτό για πρώτη φορά. Δουλεύοντας ένα κτίριο με το μολύβι ή το κοπίδι, αρκούν λίγες γραμμές ή δύο τρία προσεκτικά κόψιματα κι ο χώρος εμφανίζεται για να τον δει κανείς σκυμμένος πάνω από ένα τραπέζι. Η κατασκευή αφορά ακόμα ποσότητες υλικών και κόστη. Όταν όμως επισκεφθήκαμε το εργοτάξιο έγινε από την πρώτη κιόλας μέρα σαφές ότι ο χώρος αυτός έχει μια βαριά υλικότητα. Ήταν αποκαλυπτική η επίσκεψή μας στις εκσκαφές του έργου, όταν συνειδητοποιήσαμε με τα μάτια και τα χέρια μας την ποσότητα της πέτρας που αφαιρούνταν και το μέγεθος της δουλειάς που αυτό απαιτούσε. Όμως, εκεί που τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα ήταν όταν επιβλέψαμε τη σκυροδέτηση. Το κτίριο το γνωρίζαμε πολύ καλά.

Όμως, συζητώντας με το συνεργείο αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πόσο τελικά εξαρτάται όλο αυτό το έργο από πράγματα απλά τα οποία εμείς αγνοούσαμε, όπως η ικανότητα να ισορροπήσει κανείς κρατώντας βάρος πάνω σε ένα μαδέρι, η διάθεση ενός σώματος στο μόχθο και το ρίσκο.

Ήταν για μας εντυπωσιακό και διδακτικό όλο αυτό και με τη συζήτηση άρχισε να φαίνεται και ο πολιτικός του χαρακτήρας. Το συνεργείο σκυροδέτησης αποτελούνταν από μια ομάδα Αλβανών εργατών με τους οποίους συζητήσαμε πολλές φορές για διάφορα θέματα. Σε μια από τις συζητήσεις μας ο Σπύρος, ο μεγαλύτερος ηλικιακά από αυτούς -και πιο πάνω στην ιεραρχία- μας είπε ότι σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχουν μπετατζήδες, λέγοντας επίσης ότι τα παιδιά του σπουδάζουν και δεν θα επέλεγαν με τίποτα μια τέτοια δουλειά. Όπως λοιπόν ο πρωταγωνιστής του τραγουδιού του Πουλικάκου ενδεχομένως μικροαστικοποιείται τις επόμενες δεκαετίες, μεγαλώνοντας παιδιά που αργότερα θα σχεδίαζαν ίσως κτίρια ή θα είχαν στη δούλεψή τους εργάτες, έτσι και οι Αλβανοί μετανάστες ακολουθούν μια αντίστοιχη πορεία, χτίζοντας με τα λεφτά που κέρδισαν από εξοντωτική εργασία τα δικά τους σπίτια και στέλνοντας τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο.

Το σώμα, λοιπόν, προβάλλει αναμφίβολα ως πολιτικό μέσο, ως μέσο οικονομικής και κοινωνικής χειραφέτησης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, θεσμικά, επαγγέλματα όπως του μπετατζή περιγράφονται στην οικοδομή ως “αστέγαστα”. Σε επίπεδο νόμου, το συνεργείο του σκυροδέματος παρά την τεχνογνωσία και την εξειδίκευση που ενδεχομένως έχει, συνήθως συνίσταται από “αυτόνομους” ανειδίκευτους εργάτες, από ανθρώπους δηλαδή που διαθέτουν το σώμα τους και μόνο, οι οποίοι, παρά τις προβλέψεις του Σπύρου, δε φαίνεται να εκλείπουν. Αυτό μπορεί να φαίνεται μια γραφειοκρατική λεπτομέρεια όμως αντηχεί με τον πιο σαφή τρόπο την κατάσταση που περιγράφουμε.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, σε μια αφηγηματική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να παρουσιάσουμε το κτίριο αφορά σε μια ανάδειξη αυτών των παράλληλων ιστοριών, οι οποίες μας απασχόλησαν κατά τον σχεδιασμό και μέσα από τις οποίες αρχίζει κανείς να προσεγγίζει ή έστω να εντοπίζει ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα της αρχιτεκτονικής όπως η σχέση με το σώμα και τις συνδηλώσεις του.

Βέβαια, είναι σαφές ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται κυριολεκτικά ούτε στοχεύουμε μέσα από ένα έργο στην επίλυση ή τη δεικτική ή διδακτική επισήμανσή τους, μας απασχολούν όμως στο βαθμό που αποτελούν μια πραγματικότητα η οποία αφορά το σχεδιασμό έστω και ως ανεπίλυτος προβληματισμός ή ως απλό σχόλιο.

ΜΑΠ: Στο παραπάνω κείμενο αναφέρεστε στον τουρισμό ως την «βαριά βιομηχανία της εποχής μας». Με αφορμή αυτή τη συνειδητοποίηση, τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια ευρεία συζήτηση για το φαινόμενο του υπερτουρισμού που απειλεί, αφενός, την βιωσιμότητα των ελληνικών νησιών, σε επίπεδο αλλοίωσης του τοπίου, του τόπου και των υποδομών, και, αφετέρου, τις μεγάλες πόλεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αθήνα, σε επίπεδο αλλοίωσης της αστικής συνοχής και ενσωμάτωσης μέσα από την βραχυχρόνια τουριστική μίσθωση και τον άνισο αστικό εξευγενισμό. Μετά την μεταπολίτευση, στις μέρες μας, η ελληνική ύπαιθρος και η αστική καθημερινότητα μοιάζει να βιώνει ένα δεύτερο κύμα πυρετώδους ανοικοδόμησης, με μοχλό τον τουρισμό, που η πολιτεία καλείται να συντονίσει με τη βοήθεια διεπιστημονικών ομάδων ειδικών επαγγελματιών. Μέσα σε αυτή την πολύπλοκη και πολυπαραγοντική συγκυρία ποιος θεωρείτε ότι οφείλει να είναι ο ρόλος της αρχιτεκτονικής κοινότητας, συλλογικά και ίσως θεσμικά, και του/της αρχιτέκτονα, μεμονωμένα;

ΑΕ: Η συζήτηση για τον τουρισμό έχει πράγματι ενταθεί στις μέρες μας και ο χαρακτηρισμός του ως βαριά βιομηχανία της εποχής μας κινδυνεύει να ακούγεται σαν κλισέ. Πράγματι, το συντριπτικά μεγάλο μέρος της ανοικοδόμησης -και ειδικά το μέρος αυτό στο οποίο εμπλέκεται ενεργά ο αρχιτέκτονας- εξαρτάται από τον τουρισμό κι έτσι η αρχιτεκτονική τοποθετείται αυτόματα στο κέντρο της κουβέντας. Το κείμενο του ΕΙΑ για το σχολιασμό των διακριθέντων κτιρίων της πενταετίας 2017-2022 τόνιζε τη συντριπτική πλειοψηφία τουριστικών κτιρίων ανάμεσα στα οποία ήταν και το δικό μας. Είναι ξεκάθαρο ότι ως αρχιτέκτονες βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα. Ας σταθούμε όμως για αρχή στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε το θέμα ως κοινότητα. Ενώ, λοιπόν, από τη μία η συντριπτική πλειοψηφία των αρχιτεκτονικών έργων φαίνεται να αφορά στην τουριστική ανάπτυξη, σε επίπεδο λόγου η κοινότητα ακολουθεί μια τελείως αντίθετη κατεύθυνση, η οποία μπορεί να περιγραφεί γενικά σαν μια μάλλον «αντιτουριστική» στάση.

Αυτό που μας προβληματίζει εμάς είναι ότι αντιλαμβανόμαστε το γραπτό και σχεδιασμένο λόγο της αρχιτεκτονικής σαν ένα, μάλλον, ενιαίο σώμα και ότι μια τόσο έντονη αντίθεση μαρτυρά μια κατάτμηση αυτού του σώματος, έναν σκληρό διχασμό ο οποίος μάλλον δεν είναι παραγωγικός και ενδεχομένως οδηγεί και σε έναν ανησυχητικό κυνισμό. Μια άποψη, δηλαδή, ότι ως αρχιτέκτονες μπορούμε γράφοντας και σχολιάζοντας να διατηρούμε τις απόψεις μας στο απυρόβλητο, αλλά όταν έρχεται η ώρα να σχεδιάσουμε οι πιέσεις των πελατών, της αγοράς – ή ακόμα των κανονισμών και της γραφειοκρατίας- είναι ανυπέρβλητες και εμείς είμαστε αναγκασμένοι, στο βαθμό που παλεύουμε να επιβιώσουμε, να ακολουθούμε, διαφωνώντας σιωπηρά ή να επιλέγουμε αφηγήσεις που μιλάνε για αυτά που θα θέλαμε να σχεδιάζουμε, ακόμα κι αν κάνουμε ακριβώς το αντίθετο.

Ακούμε αφηγήσεις που μιλούν για την ελάχιστη επέμβαση των υπόσκαφων κατοικιών και την εναρμόνιση με τη φύση, όταν το βασικό κίνητρο γι’ αυτή τη συνθετική επιλογή είναι ή τα διπλάσια τετραγωνικά που παρέχει ο νόμος και η επιθυμία του πελάτη να τα καταναλώσει ή αφηγήσεις που περιγράφουν πολυτελή τουριστικά καταλύματα ως ταπεινές κατοικίες.

Στο βιβλίο του Αβεσσαλώμ-Αβεσσαλώμ o William Faulkner περιγράφει μια σκηνή όπου ένας αρχιτέκτονας απελπισμένος από τη δουλειά του για έναν αμφιλεγόμενο τυχοδιώκτη του αμερικανικού νότου αποφασίζει να το σκάσει κυνηγημένος από τους μαύρους σκλάβους του εργοδότη του. Στην προσπάθειά του αυτή κάνει διάφορους “αρχιτεκτονισμούς”, οι οποίοι τον οδηγούν στα χέρια των κυνηγών του. Ο χαρακτηρισμός αυτός ακούγεται αστείος, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας. Με το διεισδυτικό του τρόπο ο Faulkner οδηγείται σε μια παρατήρηση που αφορά σε ένα γενικό ενδεχομένως επίπεδο τη στάση της αρχιτεκτονικής απέναντι στα προβλήματα της κοινωνίας. Μια στάση η οποία εκφράζεται όπως περιγράψαμε και παραπάνω με διάφορες υπεκφυγές ή με μια κυνική παραδοχή τη αδυναμίας μας μπροστά στις πιέσεις της πραγματικότητας.

Η αλήθεια είναι ότι οι πιέσεις αυτές μπορεί όντως να είναι ανυπέρβλητες και ο ρόλος του αρχιτέκτονα να μην είναι τόσο πρωταγωνιστικός όσο θα θέλαμε, όμως είναι επίσης αλήθεια ότι για να το πει κανείς αυτό με σιγουριά θα πρέπει πριν υποπέσει σε “αρχιτεκτονισμούς” να έχει προσπαθήσει αρκετά.

Στην περίπτωσή μας προσπαθήσαμε να επιμείνουμε στον ειδικό χαρακτήρα της τουριστικής βίλας και να παίξουμε με τα σενάρια και τα αφηγήματα που χωρούσαν σε αυτού του είδους την ανάθεση, ώστε να εφεύρουμε ή να κατασκευάσουμε τους όρους με τους οποίους το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε αφορά την αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό, χωρίς να ενδώσουμε στην πρώτη απογοήτευση που φυσικά προκαλεί ο τίτλος του κτιριακού τύπου. Τα κτίρια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αφηγούνται από μόνα τους τις ιστορίες τους. Η στάση που επιλέξαμε είναι μια απόπειρα να εμπλουτίσουμε αυτή την ιστορία με σχόλια και εναλλακτικές αναγνώσεις, αποφεύγοντας εξωραϊσμούς και υπεραπλουστεύσεις. Μια απόπειρα να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε -είτε μας αρέσει είτε όχι- με την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις της. Είναι βέβαια ξεκάθαρο πως δε λύσαμε και κάποιο πρόβλημα, όμως αυτό ίσως είναι και υπερβολικά φιλόδοξο για έναν αρχιτέκτονα.

Απέναντι στα καλέσματα μιας απαιτητικής πραγματικότητας μια πρώτη τακτική ίσως είναι να έχει κανείς τα μάτια του ανοιχτά προσπαθώντας, τουλάχιστον, να είναι ειλικρινής. Έτσι, κατασκευάζει κανείς ιστορίες οι οποίες έχουν ενδιαφέρον και ίσως τελικά έχουν κάτι να πουν.

Είναι και αυτό μια άσκηση και το έδαφος μπορεί να είναι γόνιμο, όμως σίγουρα δεν είναι και τόσο φιλόξενο· αλλά για να μην είμαστε και μοιρολάτρες, δε φαίνεται να ήταν και ποτέ.

Φωτογραφία  Πάνος Κοκκινιάς 
Σενάριο & στήσιμο επιτόπου  Πάνος Κοκκινιάς & Ασκήσεις Εδάφος

Δείτε περισσότερα για το έργο “Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη”, εδώ!


RELATED ARTICLES