Απόσπασμα (α’ μέρος) από το κείμενο “In Greeklish 2: Στοιχεία κατανόησης της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής”, όπως δημοσιεύεται στα Αρχιτεκτονικά Θέματα 45/2011.
Για την Ελλάδα η δεκαετία του 2000 είναι μια περίοδος με έντονες αντιφάσεις. Η είσοδος στην Ευρωζώνη (2001), η οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων (2004), το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης (2008) και, τελικά, η υπαγωγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (2010) αποτελούν τα κύρια ορόσημα μιας περιόδου με πρωτοφανείς οικονομικές διακυμάνσεις.
Μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης η οικοδομική δραστηριότητα επηρεάζεται θετικά από την επίπλαστη οικονομική ανάπτυξη. Η προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η δυνατότητα φθηνού δανεισμού καθιστούν την οικοδομή έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Στο διάστημα αυτό, η πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής καθορίζεται από τις αναθέσεις του ιδιωτικού τομέα. Παρά τον μεγάλο αριθμό σημαντικών δημοσίων έργων που υλοποιούνται μέχρι το 2004, η συμβολή του δημοσίου τομέα στην εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι μικρή καθώς το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο περιορίζει τις αναθέσεις σε έναν πεπερασμένο κύκλο μελετητικών γραφείων. Κατά την ίδια περίοδο, η οικονομική ευμάρεια προκαλεί την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και ενθαρρύνει τη διάδοση νέων καταναλωτικών προτύπων διαβίωσης. Το καταναλωτικό lifestyle αποτελεί κεντρικό στοιχείο ταυτότητας της τοπικής κοινωνίας και εξελίσσεται σε καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008 απογυμνώνει τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και οδηγεί τόσο στην κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας όσο και στον κλονισμό του καταναλωτικού lifestyle. Μετά από μια δεκαετία κυριαρχίας του καταναλωτισμού, η τοπική κοινωνία εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για τα κοινά αγαθά.[1] Το υποβαθμισμένο αστικό και φυσικό περιβάλλον επανέρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και δίνει την αφορμή για τη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων: Μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα σχηματίζονται πολυάριθμες ομάδες πρωτοβουλίας και κινήσεις πολιτών που επιχειρούν, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία, να αναλάβουν δράση και να προασπίσουν τα δικαιώματα τους στον δημόσιο χώρο.[2] Μετά από χρόνια η πολιτεία, και ιδιαίτερα η ηγεσία του νεοσύστατου Υπουργείου Περιβάλλοντος, εκφράζει έμπρακτο ενδιαφέρον για τα προβλήματα των παρηκμασμένων αστικών κέντρων. Με αντίστοιχο, όμως, τρόπο ανασυγκροτείται και ο ιδιωτικός τομέας: Στον χώρο του real estate εμφανίζονται νέοι επιχειρηματίες που επενδύουν στις ιδιαίτερες ποιότητες του ελληνικού φυσικού τοπίου και των πόλεων.[3] Τέλος, οι δυνάμεις της αγοράς αντιλαμβάνονται το αυξανόμενο ενδιαφέρον της κοινωνίας για την οικολογία και τα περιβαλλοντικά προβλήματα και εκμεταλλεύονται την ευκαιρία προώθησης ενός νέου “πράσινου” καταναλωτικού lifestyle.
Η ελληνική αρχιτεκτονική αδυνατεί, για την ώρα, να διαδραματίσει κύριο ρόλο στις τρέχουσες εξελίξεις. Η παρατεταμένη τριβή, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, με τον ιδιωτικό χώρο και τα καταναλωτικά πρότυπα έχει οδηγήσει στην εξασθένηση των κοινωνικών αντανακλαστικών των αρχιτεκτόνων. Με δεδομένη την οικονομική κρίση, αλλά και το αποδιαρθρωμένο θεσμικό πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος, η ανάκτηση του κοινωνικού ρόλου αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα για τους αρχιτέκτονες στην Ελλάδα.
[1] Η έννοια των “κοινών” βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης διανόησης. Βλ. M. Hardt και A. Negri, Empire, Cambridge, Harvard University Press, 2000, σσ.300-3.
[2] Βλ. το παράδειγμα του αυτοσχέδιου πάρκου της Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, τις πρωτοβουλίες της MOnuMENTA για τη διάσωση νεωτέρων μνημείων της Αθήνας αλλά και τις δράσεις στον δημόσιο χώρο των Atenistas.
[3] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εταιρεία Oliaros που δραστηριοποιείται στην Αντίπαρο και την περιοχή Κεραμεικού – Μεταξουργείου.
READ ALSO:
Μετά (την) ιδιωτικότητα: Βασικές έννοιες για τη σύγχρονη αστική κατοίκηση / Πάνος Δραγώνας