Research thesis by Ourania Kountourioti focuses on a unique cinematic style that is based on narrative methods that move back and forth in time , while taking as granted that time is never a straight line. The director uses editing to structure the internal logic of the action in order to challenge the viewers to bridge the gaps of an incomplete or fragmented narrative and eventually building their perception of each film. Architecture becomes a perpectual coherence istrument for the narrative composition within the film, which differentiates, converges or translates, through its qualities, the real and the dream worlds.
The research thesis was presented on September 2019 at the National Technical University of Athens, School of Architecture and was supervised by Panayiotis Tournikiotis.
-text by the authors
Narrative as a compositional instrument.
Christopher Nolan’s unique cinematic style is based on complex narrative methods that move back and forth in time, presenting events outside their chronological order. Thus, time is never a straight line; instead, it can start from the end, distort, divide, parallelize, stagnate or accelerate, affecting both the depicted characters and the viewer’s cinematic experience. Furthermore, the idea of a maze shaped narrative is directly related to this purpose, as the viewer has to mentally pass through the rambling plot, leading to the great plot twist at the end, at the center of the maze.
In Inception, the maze is implied through the successive layers of dreams created below the level of reality, forming a vertical wander. More specifically, the film has two sequences of successive dream levels. The first sequence is introduced at the beginning of the film and presents two levels, while the second one presents four levels below reality.
These scenes are edited in a ‘back and forth’ narrative form, depicting actions taking place at the same time, but at a different level of reality, resulting in the thickening of the plot, by the total sum of the scenes that unfold.
In general, the substantial difference between the real world and the depicted dream worlds focuses on the natural limitations a designer has, inside these different environments. In the sequence of Paris, the city folds over the roofs of its buildings, creating a closed urban loop. In a subsequent scene, the Penrose staircase is constructed, which creates the illusion of continuous ascent. Then, we witness the deposition of memories inside an elevator, which works actually as an independent closed world enclosing other independent worlds, in a vertical arrangement. Later, the city of Limbo (the subconscious’ void) is expressed by the combination of contradictory architectural elements and the lack of natural temporal evolution of the forms, resulting an unfamiliar sentiment in the viewer’s perception.
Finally, the ending scene of the film with the turning of the spin and the editing’s abrupt cut, manages to make Inception, a film intertwined with the individual interpretation and perception of the viewer and thus reaffirming cinema’s nature as a true art of the mind.
Combining all of the above, it becomes apparent that the director uses editing to structure the internal logic of the action in order to challenge the viewers to bridge the gaps of an incomplete or fragmented narrative and eventually building their perception of each film. At the same time, Inception is filled with architectural references, which visually enrich its scenes, but at the same time introduce the necessary meaning to its plot.
Architecture becomes a symbolic field within the film, which differentiates, converges or translates, through its qualities, the real and the dream worlds, thereby contributing to the perceptual coherence of the film as a whole.
Facts & Credits
Project title: Narrative as a compositional instrument: Inception’s exemplification
Student: Ourania Kountourioti
Supervisor : Panayiotis Tournikiotis
Date : 24 September 2019
Institution: National Technical University of Athens, School of Architecture
Η ερευνητική εργασία της Ουρανίας Κουντουριώτη επικεντρώνεται σε ένα κινηματογραφικό στυλ, που βασίζεται σε αφηγηματικές μεθόδους μετακίνησης στο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χρόνος δεν είναι ποτέ μια ευθεία. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την χρονική αφήγηση για να αποδώσει την δράση, προκειμένου να αμφισβητήσει τα κενά μιας κατακερματισμένης αφήγησης και να δημιουργήσει μια μοναδική αντίληψή στον θεατή για την ταινία. Η αρχιτεκτονική γίνεται ένα συνεκτικό στοιχείο για την αφηγηματική σύνθεση, η οποία διαφοροποιεί, συγκλίνει ή μεταφράζει πραγματικούς και ονειρικούς κόσμους.
Η ερευνητική εργασία παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτονικής και εποπτεύτηκε από τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη.
Το μοναδικό κινηματογραφικό ύφος του Christopher Nolan συστήνεται πάνω στις σύνθετες αφηγηματικές μεθόδους που κινούνται μπροστά και πίσω στο χρόνο, παρουσιάζοντας γεγονότα εκτός της χρονολογικής τους σειράς. Έτσι, ο χρόνος δεν είναι ποτέ μία ευθεία γραμμή, αντίθετα μπορεί να ξεκινάει από το τέλος, να διαστρεβλώνεται, να επιμερίζεται, να παραλληλίζεται, να μένει στάσιμος ή να κυλάει γρηγορότερα, επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο τόσο τους χαρακτήρες που απεικονίζονται όσο και την κινηματογραφική εμπειρία του θεατή. Κατ’ επέκταση, η ιδέα μίας αφήγησης, η οποία υπάγεται στο σχήμα ενός λαβύρινθου συνδέεται άμεσα με αυτό το σκοπό. Αφού, ο θεατής θα περάσει νοερά μέσα από τη δαιδαλώδη πλοκή, για να οδηγηθεί προς τη μεγάλη ανατροπή του τέλους στο κέντρο του λαβύρινθου.
Σχετικά με το Inception, ο λαβύρινθος υπονοείται μέσα από τις διαδοχικές στρώσεις ονείρων που δημιουργούνται κάτω από το επίπεδο της πραγματικότητας, διαμορφώνοντας μία κατακόρυφη περιπλάνηση. Πιο συγκεκριμένα, στην ταινία υπάρχουν δύο αλληλουχίες διαδοχικών ονειρικών επιπέδων. Η πρώτη αλληλουχία εισάγεται με το ξεκίνημά της ταινίας και μας παρουσιάζει δύο επίπεδα, ενώ η δεύτερη τέσσερα επίπεδα κάτω από την πραγματικότητα. Οι σκηνές των τόπων αυτών μοντάρονται μεταξύ τους σε μία αφηγηματική μορφή μπρος – πίσω, κατά την οποία απεικονίζονται οι δράσεις που διαδραματίζονται σε ίδιο χρόνο, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο πραγματικότητας, πυκνώνοντας έτσι την πλοκή, μέσω του αθροίσματος των συνολικών σκηνών που εκτυλίσσονται.
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ πραγματικού και ονειρικού κόσμου αφορά τους περιορισμούς που υπάγονται σε ένα σχεδιαστή στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με το ονειρικό περιβάλλον. Στην αλληλουχία του Παρισιού, η πόλη αναδιπλώνεται πάνω στις οροφές των κτιρίων της, δημιουργώντας έτσι έναν κλειστό πολεοδομικό βρόχο. Σε μία επόμενη σκηνή, κατασκευάζεται η σκάλα του Penrose, κατά την οποία δημιουργείται η ψευδαίσθηση της συνεχούς ανάβασης. Αργότερα, παρουσιάζεται η εναπόθεση αναμνήσεων στο εσωτερικό ενός ανελκυστήρα, ο οποίος αποτελεί έναν ανεξάρτητο κλειστό κόσμο που περικλείει μέσα του, άλλους ανεξάρτητους κόσμους, σε κατακόρυφη διάταξη.
Ακόμα, η πόλη του Υποσυνείδητου Κενού εκφράζεται από το συνδυασμό αντιφατικών αρχιτεκτονικών στοιχείων και την έλλειψη της φυσικής χρονικής εξέλιξης των μορφών, διαμορφώνοντας έτσι μία ανοίκεια αίσθηση ως προς την αντίληψη του θεατή. Τέλος, η τελευταία σκηνή της ταινίας, με τη στροφή της σβούρας και το απότομο κόψιμο της σκηνής στο μοντάζ, καταφέρνει να καθιστά το Inception ένα έργο πλεγμένο με την ατομική ερμηνεία και την αντίληψη του εκάστοτε θεατή, επιβεβαιώνοντας έτσι για άλλη μία φορά τη φύση του κινηματογράφου ως μία τέχνη του μυαλού.
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, γίνεται εμφανές πως ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το μοντάζ για να δομήσει την εσωτερική λογική της δράσης με στόχο την πρόκληση των θεατών να γεφυρώσουν τα κενά μίας ελλιπούς ή κατακερματισμένης αφήγησης, χτίζοντας έτσι την αντίληψή τους για το εκάστοτε έργο. Ταυτόχρονα, το Inception είναι γεμάτο αρχιτεκτονικές αναφορές, οι οποίες εμπλουτίζουν την απεικόνιση των σκηνών του, αλλά ταυτόχρονα προσδίδουν απαιτούμενο νόημα στην πλοκή του.
Η αρχιτεκτονική γίνεται ένα συμβολικό πεδίο μέσα στην ταινία, η οποία διαφοροποιεί, συγκλίνει ή μεταφράζει, μέσω των ποιοτήτων της, τους πραγματικούς και τους ονειρικούς κόσμους, συμβάλλοντας έτσι στην αντιληπτική συνοχή του συνόλου του έργου.
Στοιχεία έργου
Τίτλος εργασίας: Η Αφήγηση ως συνθετικό εργαλείο: το παράδειγμα του Inception
Φοιτήτρια: Ουρανία Κουντουριώτη
Επιβλέπων: Παναγιώτης Τουρνικιώτης
Ημερομηνία: 24 Σεπτεμβρίου 2019
Σχολή: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
READ ALSO: Θεοδόσης Τάσιος: «Δεν ζούμε μια δυστοπία, θα τον αντιμετωπίσουμε τον κορονοϊό»