David Chipperfield Architects Berlin has won the competition for the National Archaeological Museum in Athens. The National Archaeological Museum, located in the Exarcheia district of Athens, houses one of the world’s most important collections of prehistoric and ancient art. The original neoclassical building by Ludwig Lange and Ernst Ziller, dates from 1866—1874. Through refurbishment and extension, the National Archaeological Museum of Athens will be modernised to meet today’s standards of quality, openness and sustainability.

-Press release 

The International Evaluation Committee unanimously selected the design from a shortlist of 10. The National Archaeological Museum, located in the Exarcheia district of Athens, houses one of the world’s most important collections of prehistoric and ancient art. The original neoclassical building by Ludwig Lange and Ernst Ziller, dates from 1866—1874, and has been supplemented with additional buildings over time. Through refurbishment and extension, the National Archaeological Museum of Athens will be modernised to meet today’s standards of quality, openness and sustainability. The re-birth of the National Archaeological Museum, which stands as a powerful link between modern Greeks and their heritage, also symbolises the strengthening of the Greek cultural offer for international visitors following a year in which a record number of tourists came to the country.

David Chipperfield Architects Berlin draws on the essence of Lange’s original design – a romantic philhellenic idea of an urban landscape, articulated through lush open areas within the dense city grid – taking the monumental building as a starting point and framing it with nature. The plinth of the existing building is extended all the way to the street, providing a new setting for the historic landmark building, while adding two floors of subterranean galleries. In one gesture, this generates roughly 20,000 m2 of additional space and a lush green park on the roof that is open to all. Respecting the building’s historical value, the extension does not aspire to compete with the existing architecture, but forms a harmonious ensemble of spaces, finding a balance between old and new.

The design’s logic follows the existing topography of the site: an imposing neoclassical building facing a vast green plaza. The extension will contain the museum’s main public functions – ticket desk, shop, restaurant, auditorium and permanent and temporary exhibitions spaces – which are organised symmetrically, acknowledging the historical architecture. The main entrance is brought forward to street level, reinforcing the museum’s relationship with the city. Through a new façade the museum communicates openly with its urban surroundings, offering passers-by views into the new exhibition spaces.

Upon entering the museum, visitors walk through two floors of continuous, flowing exhibition space that leads them to the existing building. A refined architectural language of pure and clear volumes, diagonal views, and rammed-earth walls contrast with the historical spaces. In combination with a precise play of light and shadow, this evokes the feeling of subterranean caverns, forming a sensitive setting for exhibiting artefacts and sculptures from the collection. The museum garden provides a cool, quiet public space elevated above the bustling city. It echoes the ancient Greek ideal of a public gathering space for all citizens. The landscape, designed by the Belgian landscape architects Wirtz International, is rich in texture. The volumes on the lower level allow for the planting of monumental trees on the roof. Lavish gravel spaces and paths, lawns, groups of Umbrella and Aleppo pines with evergreen Holm oaks and tailored shrub massings reference 19th-century parks. The park is accessible from all directions, and a sunken, sheltered inner courtyard at the heart of the complex binds together the old and new, providing an attractive meeting place for museum visitors and Athenians. The proposal was developed together with Wirtz International, Tombazis & Associate Architects, wh-p ingenieure, Werner Sobek and Atelier Brückner.

Facts & Credits

Competition Date 2022
Client Ministry of Culture and Sports, Greece
User National Archaeological Museum, Athens
Architect David Chipperfield Architects Berlin
Partners David Chipperfield, Martin Reichert, Alexander Schwarz
Project architect(s) Annette Flohrschütz, Franziska Rusch
Competition team Bernhard Danigel, Anke Fritzsch, Kolja Hein
Graphics, Visualisation Ute Zscharnt
In collaboration with Executive architect Tombazis and Associates Architects S.A., Athens Structural engineer wh-p GmbH Beratende Ingenieure, Stuttgart Sustainability & Building
Landscape architect Wirtz International Landscape Architects, Schoten
Exhibition design consultant Atelier Brückner, Stuttgart
Visualisation Filippo Bolognese


Το γραφείο David Chipperfield Architects του Βερολίνου διακρίθηκε με το πρώτο βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Από τις δέκα προεπιλεγμένες συμμετοχές η μελέτη του γραφείου Chipperfield ομόφωνα επελέγη από τη διεθνή κριτική επιτροπή. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει μια από τις σημαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσμίως. Το αρχικό νεοκλασικό κτήριο των Ludwig Lange και Ernst Ziller χρονολογείται από το 1866-1874 και απέκτησε διάφορες προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν. Με την αναβάθμιση και επέκτασή του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα εκσυγχρονιστεί ώστε να γίνει ένας χώρος ανοικτός που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονα πρότυπα ποιότητας και βιωσιμότητας. 

-Δελτίο τύπου

Η αναγέννηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που αποτελεί έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, συμβολίζει επίσης την ενδυνάμωση της Ελληνικής πολιτιστικής προσφοράς προς τους διεθνείς επισκέπτες μετά από μία χρονιά που σημείωσε ρεκόρ αφίξεων ξένων τουριστών στη χώρα. Το γραφείο David Chipperfield Architects εμπνεύστηκε από την ουσία του αρχικού σχεδιασμού του Lange – μια ρομαντική ιδέα, επηρεασμένη από τον φιλελληνισμό της εποχής, για ένα αστικό τοπίο με εκτενείς ανοικτούς χώρους μέσα στον πυκνό αστικό ιστό – και χρησιμοποίησε το εμβληματικό κτήριο ως αφετηρία για το σχεδιασμό, πλαισιώνοντάς το με έναν ρομαντικών αναφορών κήπο. Η βάση του υφιστάμενου κτηρίου επεκτείνεται μέχρι το δρόμο, δημιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το ιστορικό τοπόσημο, και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων. Με μία κίνηση δημιουργούνται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.μ. και ένα πάρκο με πλούσια βλάστηση στην οροφή τους, προσβάσιμο σε όλους.

Σεβόμενη την ιστορική αξία του κτηρίου, η νέα επέκταση δεν φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την υφιστάμενη αρχιτεκτονική, αλλά να δημιουργήσει ένα αρμονικό σύνολο χώρων που θα ισορροπεί μεταξύ του παλιού και του νέου. Ο σχεδιασμός ακολουθεί την υπάρχουσα τοπογραφία: ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτήριο μπροστά σε μία εκτενή, πράσινη πλατεία. Η επέκταση θα στεγάσει τις βασικές δημόσιες λειτουργίες του Μουσείου – έκδοση εισιτηρίων, πωλητήριο, εστιατόριο, αμφιθέατρο καθώς και νέους χώρους για μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις – που οργανώνονται συμμετρικά αντλώντας από την ιστορική αρχιτεκτονική. Η κύρια είσοδος μεταφέρεται μπροστά, στο επίπεδο του δρόμου, ενισχύοντας τη σχέση του Μουσείου με την πόλη. Με μια νέα όψη το Μουσείο συνδιαλέγεται ανοιχτά με το αστικό περιβάλλον, επιτρέποντας στους περαστικούς οπτική επαφή με τους νέους εκθεσιακούς χώρους.

Εισερχόμενος στο Μουσείο ο επισκέπτης ακολουθεί μια πορεία ενός συνεχούς, ροϊκού, εκθεσιακού χώρου που διατρέχει τα δύο επίπεδα του νέου κτηρίου και οδηγείται τελικά στο νεοκλασικό κτήριο. Ένα λιτό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο καθαρών όγκων, οι διαγώνιες οπτικές φυγές και οι τοίχοι που κατασκευάζονται από rammed-earth (συμπιεσμένο χώμα) δημιουργούν μια αντίθεση με τους ιστορικούς χώρους. Μαζί με ένα παιχνίδι ακριβείας φωτός και σκιάς, δημιουργούν μια δραματική αίσθηση στον υπόσκαφο χώρο, ένα ευαίσθητο υπόβαθρο για τα αντικείμενα και τα γλυπτά της συλλογής που θα εκτεθούν σε αυτόν.

Ο κήπος του Μουσείου θα προσφέρει ένα δροσερό, ήσυχο, δημόσιο χώρο, υπερυψωμένο σε σχέση με την πολύβοη δραστηριότητα της πόλης. Ο περιβάλλων χώρος, που μελετήθηκε από το γραφείο των Βέλγων αρχιτεκτόνων τοπίου, Wirtz International, είναι πλούσιος σε υφές. Η διάταξη των νέων χαμηλών όγκων επιτρέπει τη φύτευση εμβληματικών δένδρων στην οροφή τους. Διαμορφωμένα πλατώματα και μονοπάτια στρωμένα με χαλίκι, εκτάσεις με γρασίδι, συστάδες πεύκων και κουκουναριών, αειθαλείς αριές και μορφοποιημένη θαμνοειδής βλάστηση αποτελούν αναφορές στα πάρκα του 19ου αιώνα. Το πάρκο είναι προσβάσιμο από όλες τις κατευθύνσεις, ενώ μια εσωτερική, υποβαθμισμένη, αυλή στην καρδιά του συγκροτήματος ενοποιεί το παλιό και το νέο, δημιουργώντας έναν ευχάριστο χώρο για τους επισκέπτες του Μουσείου και τους κατοίκους της πόλης. Η πρόταση διαμορφώθηκε σε συνεργασία με τους Wirtz International, Γραφείο Μελετών Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη, wh-p ingenieure, Werner Sobek και Atelier Brueckner.

Facts & Credits

Hμερομηνία διαγωνισμού 2022
Εργοδότης Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Αρχιτεκτονική μελέτη David Chipperfield Architects Berlin, David Chipperfield, Martin Reichert, Alexander Schwarz
Αρχιτέκτονες έργου Annette Flohrschütz, Franziska Rusch
Ομάδα μελέτης Bernhard Danigel, Anke Fritzsch, Kolja Hein Graphics,
Γραφικά | ψηφιακές αναπαραστάσεις Ute Zscharnt
Επιτόπιος συνεργάτης αρχιτέκτων Γραφείο Μελετών Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε.
Στατική μελέτη wh-p GmbH Beratende Ingenieure, Stuttgart
Βιωσιμότητα και ηλεκτρομηχανολογικές μελέτες Werner Sobek, Berlin
Μελέτη αρχιτεκτονικής τοπίου Wirtz International Landscape Architects, Schoten
Σύμβουλος εκθεσιακού σχεδιασμού Atelier Brückner, Stuttgart
Φωτορεαλιστικές απεικονίσεις Filippo Bolognese


Ένα όνειρο που κάνει ο Chipperfield πραγματικότητα. Ήταν λογικό να μας περιμένει ο David Chipperfield σε αυτό το κτίριο, σε τραπέζι που βρισκόταν δεξιά, όπως ανεβαίνεις του χολ υποδοχής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Στο οποίο θα δώσει τη δική του πρωτοποριακή πνοή.

-κείμενο από τον Θανάση Διαμαντόπουλο

Φτάνοντας στο νεοκλασικό κτήριο των Ludwig Lange και Ernst Ziller που χρονολογείται από το 1866-1874 και απέκτησε διάφορες προσθήκες στα χρόνια που ακολούθησαν, το χώρο που στεγάζεται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που συνδέει αρχιτεκτονικά, στο πέρασμα των αιώνων Έλληνες και Γερμανούς. Γιατί μπορεί ο David Chipperfield να είναι Άγγλος αλλά το γραφείο David Chipperfield Architects του Βερολίνου διακρίθηκε με το πρώτο βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Από τις δέκα προεπιλεγμένες συμμετοχές η μελέτη του γραφείου Chipperfield ομόφωνα επελέγη από τη διεθνή κριτική επιτροπή. Αυτή η επιλογή του Γερμανικού γραφείου ήταν και το αντικείμενο της πρώτης ερώτησης που τέθηκε στον David Chipperfield σε τραπέζι συνάντησης που είχε με επιλεγμένα media όπως ο σταθμός France Inter, η Γερμανική Deutche Welle το Βήμα και το Archisearch.

Όλοι μάχονται στο τέλος κερδίζει αυτός που παλεύει καλύτερα” μας είπε ο David Chipperfield για τη διάκριση του Βερολινέζικου γραφείου του. “Ο άξονας Αθήνας-Βερολίνου είναι σημαντικός. Αναλογιστείτε ότι καθόμαστε σε ένα κτίριο που σχεδίασε το 19ο αιώνα Γερμανός αρχιτέκτονας. Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ κλασικής Ελλάδας και Βερολίνου“. “Το μουσείο έπρεπε να αλλάξει και να επεκταθεί γιατί έχει μια εκπληκτική συλλογή αλλά χρειάζεται πρακτικά περισσότερο χώρο για να δείξει περισσότερες συλλογές και με καλύτερο τρόπο. Αυτό είναι ένα μουσείο του 19ου αιώνα. Το οποίο χρειάζεται μια ανανέωση γιατί τo μουσείο δεν είναι πλέον μόνο χώρος εκπαίδευσης, μόρφωσης και σπουδής είναι επίσης δεν θα λέγαμε και “entertainment” αν και δεν είμαστε μακρυά από αυτό. “Η αποστολή των μουσείων σαν κτίρια έχει εξελιχθεί και αν δεν μπαίνουμε υποχρεωτικά σοβαροί σε αυτά αλλά τελικά γοητευόμαστε, ερωτευόμαστε αντικείμενα Τέχνης και επομένως μορφωνόμαστε μαθαίνοντας για αυτά. Επίσης αυτό το μουσείο πρέπει να απευθυνθεί σε πιο ευρύ κοινό“. Μιλώντας για την υπόγεια σύνδεση του με άλλους αρχαιολογικούς χώρους η ομάδα των αρχιτεκτονικών γραφείων που ανέλαβαν το έργο, σχολίασε πως το ισόγειο είναι και το πιο δυναμικό επίπεδο του μουσείου, αυτό που ανοίγεται προς τα έξω, τους δρόμους της πόλης.

“Δεν έχω τη φιλοδοξία να αλλάξω την εικόνα της πόλης. Αλλά την όψη του εθνικού αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας”.

Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι το παιχνίδι με το Αττικό φως. Νομίζω ότι αυτό πέφτει διαφορετικά σε αρχαιολογικά εκθέματα απ’ότι σε ευαίσθητους στο φως, πίνακες ζωγραφικής που παρουσιάζουν τα περισσότερα μουσεία που σχεδιάζουμε. Αυτό το στοιχείο μας δίνει διαφορετική ελευθερία στο σχεδιασμό του έργου. Γιατί στο μουσείο με πίνακες οι τείχοι πρέπει να είναι “ανώνυμοι” σχολίασε. “Τα υλικά που επιλέξαμε είναι ντόπια, βγαίνουν από τη γη και είναι βιώσιμα” συμπλήρωσε ο Άγγλος αρχιτέκτονας στη συνέντευξη μας.

Σε ένα σημείο αναρωτηθήκαμε γιατί τα μεγαλύτερα έργα στην Αθήνα όπως το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το Μουσείο της Ακρόπολης έγιναν από ξένους αρχιτέκτονες τη στιγμή που η εγχώρια “σκηνή” μεγαλουργεί στο εξωτερικό. Τον ρωτήσαμε έτσι ποια είναι η οπτική τους ως μη Έλληνας αρχιτέκτονας για ένα έργο τόσο σημαντικό για τη χώρα μας. Μας είπε “νομίζω ότι ο ξένος αρχιτέκτονας πρέπει να ξεκινά από τη βάση της άγνοιας. Η οποία πρέπει να συνδυάζεται με ένα ορισμένο επίπεδο σεμνότητας. Πρέπει να έχεις πολύ σεβασμό. Αν δεν ακολουθούσα αυτήν τη διαδικασία δεν θα σχεδίαζα κτίρια στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη και σε όλον τον πλανήτη. Θα έπρεπε να σχεδιάζω κτίρια στο Λονδίνο. Ως ξένος αρχιτέκτονας πρέπει πέρα απ’ όλα αυτά να έχεις το άγχος της ευθύνης του ρόλου σου και να ξέρεις το λόγο γιατί πρέπει να συμβούν όλα αυτά”. Στην πορεία του έργου ο ντόπιος αρχιτέκτονας θα παίρνει όλο και περισσότερες ευθύνες. “Λογικά θα πάρει 5-6 χρόνια η υλοποίηση του έργου αλλά η εκτίμηση μου είναι θεωρητική” είπε ολοκληρώνοντας ο διάσημος Λονδρέζος αρχιτέκτονας.


RELATED ARTICLES