Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 82 ετών, η σπουδαία εικαστικός και γλύπτρια αστικού τοπίου Νέλλα Γκόλαντα η οποία εισήγαγε, μέσα από το έργο της, πρακτικές διαμόρφωσης του αστικού και μη τοπίου ως “κατοικημένου γλυπτού”. Η συστηματική ενασχόλησή της με τον ολιστικό σχεδιασμό (Total art) στο δημόσιο χώρο, τη συλλογική υπαίθρια ζωή στη μεταμοντέρνα πόλη και τον συνδυασμό γλυπτικής – αρχιτεκτονικής καθιστά το έργο της εξαιρετικής σημασίας και δυναμικής.
Η Νέλλα Γκόλαντα τιμήθηκε με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς Archisearch στα πλαίσια της περσινής ημερίδας ΕΣΩ που πραγματοποιήθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.
-γράφει η Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου
Η Νέλλα Γκόλαντα υπήρξε από εκείνους τους ανθρώπους που άμα τους γνωρίσεις μια φορά δεν τους ξεχνάς. Εμπνευστική, πνευματώδης, ανήσυχη και πάντα αυθεντική, διαμορφώθηκε ως γέννημα θρέμμα της ελληνικής γης: αμετανόητα συνδεδεμένη, στη ζωή και την τέχνη της, με αυτό που η ίδια αποκαλούσε, «ελληνικό θάμβος».
«Για δέκα χρόνια, μέχρι να κάνουμε παιδί, με τον άντρα μου εξερευνούσαμε το ελληνικό τοπίο σε νησιά, σε εκκλησάκια, δεν αφήσαμε μέρος να μη γυρίσουμε.»
Τα τοπία της Ελλάδας υπήρξαν για τη Νέλλα Γκόλαντα καθοριστική αφετηρία, προορισμός και τόποι επιστροφής: ιερά καταφύγια της ευαισθησίας της. Δεν είναι διόλου τυχαίο άλλωστε πως ο σπουδαίος Οδυσσέας Ελύτης είχε αναφέρει για τη δουλειά της, «αν δεν ήμουν ποιητής και ήμουν εικαστικός θα έκανα τέτοια έργα», αναγνωρίζοντας την ακραιφνή ποιητικότητα της γλυπτικής επεξεργασίας που αναπτύσσει ήδη από τα πρώιμα έργα της. Μελετώντας, σχολαστικά, την αλληλεπίδραση των στοιχείων της φύσης με το ανθρωπογενές τοπίο της πόλης, η Γκόλαντα σκηνοθετεί βιωμένα τοπία με άξονα τις διαρκώς μεταβαλλόμενες φωτοσκιάσεις πάνω στις πτυχώσεις του μαρμάρου, τον ήχο της βροχής πάνω στην πέτρα και το συριγμό του ανέμου ανάμεσα από τις σχισμές. Δημιουργεί εντάσεις και παύσεις, χαράζει κινήσεις και οριοθετεί στάσεις. Παράγει τον χώρο σα να είναι λόγος ή μουσική.
«Τα έργα μου είναι σαν κάτοπτρα του τοπίου.»
Η Νέλλα Γκόλαντα διέσχισε τις κλίμακες του χώρου – από το πρόπλασμα, στο κτήριο και το αστικό πεδίο της πόλης – με σύνεση, χάρη και ορμή. Ξεκινώντας, το 1959, από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου άρχισε να σπουδάζει χαρακτική με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Γραμματόπουλο, πέρασε στο μεταίχμιο της γλυπτικής με την αρχιτεκτονική, κάνοντας «εντοιχισμένη σε κτίρια γλυπτική». Από εκεί, το 1973, έφτασε στη καρδιά της αρχιτεκτονικής πρακτικής σχεδιάζοντας και υλοποιώντας την κατοικία της οικογένειάς της «μόνο για έναν προορισμό, για να μας αρέσει». Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, η Γκόλαντα εξελίχθηκε, σταδιακά, σε γλύπτρια αστικού τοπίου ασκώντας πρακτικές διαμόρφωσης του δημόσιου και όχι μόνο χώρου ως «κατοικημένου γλυπτού». Παθιασμένη, με την τέχνη της, και σοβαρά πειθαρχημένη, ταυτόχρονα, θυμάται την υποστήριξη του συντρόφου της, Χρήστου Κουζούπη, τα χρόνια της επίμονης αυτομόρφωσης, της ασκητικής ενδοσκόπησης, της «ακραίας σιωπής».
«Μέσα από όλα τα έργα μου επιθυμώ να προωθήσω τη συμμετοχή και ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον, στο πριν και το μετά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το νιώθεις μόνος, ξεκάρφωτος, ξεριζωμένος.»
Στον πυρήνα της σχεδιαστικής φιλοσοφίας της Νέλλας Γκόλαντα βρίσκεται ο εξανθρωπισμός και εκδημοκρατισμός του δημόσιου χώρου, στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, μέσω της «άρσης του αδιάφορου» και της κατασκευής ενός «νέου τοπίου» που θα γίνει βιωμένος κοινός τόπος, καθημερινός τρόπος ζωής.
(Μιλώντας για το Γλυπτό Θέατρο Αιξωνής) « Ήθελα να είναι ένας τόπος πειραματισμών σε ανθρώπινη κλίμακα, όπου οι άνθρωποι θα έρχονταν σε επαφή με διάφορα είδη τεχνών με τρόπο απλό, καθημερινό, δημοκρατικό, προσεγγίζοντάς τες με αγάπη και ευχαρίστηση, ανοίγοντας διάλογο με αυτές. Αυτός ο τόπος μεταμορφώνεται από τον ήλιο, το φως και τη βροχή, τις δυνάμεις της φύσης, τους ήχους που δημιουργούνται.»
Μέσα από μια ολιστική σχεδιαστική προσέγγιση (Art Total), η Γκόλαντα δημιούργησε αστικούς δημόσιους χώρους υψηλής ενέργειας και δυναμικής εφαρμόζοντας μια αρχιτεκτονική τοπίου απαρέγκλιτα ποιητική και αέναα μεταβαλλόμενη. Προσδοκώντας στη μετατροπή της πόλης σε «ανοιχτό μουσείο», μέσα από τη παρέμβαση της τέχνης, και αντλώντας αναφορές απ’ τους «χυμούς» του κάθε τόπου, σμίλευε, κάθε φορά, τη γη, το μάρμαρο, τη πέτρα με στόχο την επανίδρυση ισχυρών δεσμών ανάμεσα στο χρήστη και τον χώρο, συστήνοντάς του, εκ νέου, το φυσικό, ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον που καλείται να κατοικεί.
«Αυτό που λείπει σήμερα είναι η τέχνη στον δημόσιο χώρο. Εμένα με ενδιαφέρει η συνολική τέχνη, τα δέντρα, το πού θα καθίσεις, το πώς θα γυρίσει ο ήλιος το καλοκαίρι, όλα τα φυσικά φαινόμενα να μελετηθούν και να συνυπάρξει το τοπίο με την τέχνη και τον άνθρωπο που θα το χρησιμοποιήσει. (…)
Αυτή η πλατεία (αναφέρεται στην κεντρική Πλατεία Φλοίσβου Παλαιού Φαλήρου) ήταν το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης από την Ελλάδα το 1983 ως «ολική τέχνη», δηλαδή επρόκειτο για χώρους που αποτελούν «χρηστικά» έργα τέχνης, μπαίνουν στη ζωή μας και ανοίγουν διάλογο με τις ποιότητες του τοπίου με απροσδόκητο τρόπο. Ήθελα να δείξω και την κινητικότητα του τοπίου με τις βάρκες, με φόντο την Αίγινα και τις βουνοκορφές της.»
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της συλλογιστικής είναι η Κεντρική Πλατεία Φλοίσβου Παλαιού Φαλήρου (1976-1978), η Γλυπτή Προκυμαία Φλοίσβου (1984-1986), το Γλυπτό Θέατρο Αιξωνής στην Άνω Γλυφάδα (1984-1992), η Πλατεία Ταχυδρομείου και η Κεντρική Πλατεία Λάρισας (1992-1998) καθώς και η Ένωση – πεζοδρόμηση των δύο κεντρικών πλατειών με το Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας (2005-2006).
(Μιλώντας για τις αστικές επεμβάσεις στη Λάρισα) «Κεντρική ιδέα του έργου μου ήταν να ενσωματώσει μνήμες και αναφορές από βιωματικές εμπειρίες και ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν κατά μήκος της μεγαλειώδους διαδρομής του κύριου ποταμού του Θεσσαλικού Κάμπου, δημιουργώντας ένα ενιαίο σχεδιαστικά κέντρο. Στόχος του ήταν η αποκατάσταση της σχέσης της μεταπολεμικής πόλης της Λάρισας με τον Πηνειό, από τις μακρινές ορεινές εκβολές του, το πέρασμά του από την εύφορη πεδιάδα και τις χαράδρες του μυθικού Ολύμπου και την Κοιλάδα των Τεμπών μέχρι την εκβολή του στο Αιγαίο, μέσα σε δεκατρία στρέμματα.»
Από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, η Νέλλα Γκόλαντα συνεργάστηκε, στάθερα, σε σειρά υλοποιημένων έργων, με την αρχιτέκτονα και κόρη της, Ασπασία Κουζούπη. Ενδεικτικά αναφέρονται: το «Ανοιχτό Μουσείο Παλαιάς Λατομικής Τέχνης» στο χώρο των Λατομείων Διονύσου (1994-1997), Αττική Οδός στο τμήμα της Δυτικής Περιφερειακής Υμηττού (1999- 2005) και η Κεντρική Πλατεία Γλυφάδας «Βάσω Κατράκη» (2005 – 2008).
«Το τσιμέντο είναι αρκετά παρεξηγημένο ‒ αναλόγως με το καλούπι στο οποίο το χύνεις γίνεται ή κέρατο διαβόλου ή αριστούργημα.»
Γεννημένη στα χρόνια του πολέμου και αναθρεμμένη, με ετερόκλητες αναφορές, κάπου ανάμεσα στα νεοκλασικά της αστικής Αθήνας, το λυκαυγές του αττικού τοπίου και την εύφορη πεδιάδα της Λάρισας, η Νέλλα Γκόλαντα πλούτισε τη δημόσια ζωή των τόπων που άγγιξε, με τρόπο ανεξίτηλο και καθοριστικό, ενσταλάζοντας στο αστικό τοπίο ποιητικό παλμό, μουσική αρμονία και αύρα θαλασσινή.
«Έκανα αγώνα δρόμου για να μπορέσω να κάνω κατανοητό το έργο μου στον αδιάφορο σύγχρονο κόσμο.»
Aκούστε την συνέντευξη στον ιδρυτή του ARCHISEARCH.gr και της Design Ambassador Βασίλη Μπαρτζώκα με αφορμή την βράβευση στα ARCHISEARCH LIFETIME ACHIEVEMENT AWARDS
Πηγές
- https://www.archisearch.gr/women-in-architecture/eww-2022-archisearch-lifetime-achievement-awards/
- https://www.archisearch.gr/landscape/land-shapers-3-interview-nella-golanda/
- https://www.lifo.gr/culture/design/nella-gkolanta-den-yparhei-tipota-heirotero-apo-niotheis-monos-xekarfotos
READ ALSO: "Learning Landscape" : The New Athens Museum of Archaeology | Proposal by Neiheiser Argyros