Το νέο βιβλίο του Ανδρέα Γιακουμακάτου. “H αρχιτεκτονική και η κριτική, Β΄ τόμος, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 2022” αποτελεί τη συνέχεια του συγγράματος “Η Αρχιτεκτονική και η Κριτική (Α΄ τόμος)” που τυπώθηκε πριν δύο δεκαετίες και κυκλοφόρησε σε τρείς εκδόσεις. Το βιβλίο αυτό, μέσα από 122 κείμενα, διαπραγματεύεται ζητήματα σχετικά με τη αρχιτεκτονική, που απασχόλησαν τη διεθνή επικαιρότητα κατά την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ παρακολουθεί και τις εγχώριες εξελίξεις, σε ένα πλαίσιο που ξεκινά από την ευφορία της μεταολυμπιακής περιόδου και καταλήγει στην μακροχρόνια οικονομική κρίση και την πανδημία.
-κείμενο από τον συγγραφέα
Οι ζωγραφικές ασκήσεις της πουριστικής περιόδου οδηγούν τον Le Corbusier στη μεθοδική εμβάθυνση της μελέτης των μορφών και της μεταξύ τους σχέσης στον χώρο. Ο πουρισμός συνεπώς θα εκφράσει «όχι τις παραλλαγές αλλά τις αμετάβλητες. Το έργο δεν θα πρέπει να είναι τυχαίο, εξαιρετικό, εξπρεσιονιστικό, ανόργανο, διαμαρτυρόμενο, γραφικό αλλά αντιθέτως γενικό, στατικό και να εκφράζει τη σταθερά», διευκρινίζεται στον κατάλογο του 1918. Το έργο δηλαδή πρέπει να είναι «κλασικό», μέσω της βασικής αρχής της αμετάβλητης ή σταθεράς, αρχής που αποτελεί βασική έννοια του πουρισμού, μιας και τίθεται στη βάση της υποτιθέμενης επιστημονικότητας ή αντικειμενικότητας της ζωγραφικής επεξεργασίας. Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Μια νέα συνολική και τολμηρή φιλοσοφία προσέγγισης διαμορφώθηκε για τους νέους σταθμούς του μετρό στη Νάπολη, με τη συνεργασία των μεγαλύτερων ονομάτων της σύγχρονης διεθνούς αρχιτεκτονικής και της σύγχρονης τέχνης, η οποία μετέτρεψε την εμπειρία των σταθμών του μετρό σε σπουδαίο παράδειγμα και της εξασφάλισε πλήθος διεθνών αναγνωρίσεων και βραβείων. Με ενιαίο επιχειρησιακό συντονισμό και τη συμβολή του κριτικού τέχνης Achille Bonito Oliva, υλοποιήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια μια σειρά από σταθμούς, ενώ για τη μελέτη του καθενός επιλέχτηκε διαφορετικός αρχιτέκτονας ανάλογα με τα κατά τόπους περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Σε αυτό το ουτοπικό σχεδόν εγχείρημα μεταξύ αρχαιολογίας, τέχνης και πόλης, οι νέοι σταθμοί του ναπολιτάνικου μετρό μετατρέπονται αφενός σε «υποχρεωτικά» υπόγεια μουσεία τέχνης, αφετέρου σε μουσεία σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Το βιβλίο αποτελεί συνέχεια του Η Αρχιτεκτονική και η Κριτική (Α΄ τόμος) που τυπώθηκε πριν δύο δεκαετίες και γνώρισε τρεις εκδόσεις.
Η πρόθεση παραμένει η ίδια: μια ευρύτατη θεματολογία κειμένων για την αρχιτεκτονική και την πόλη, με κριτική αποτίμηση των πραγμάτων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον συγγραφέα παρουσιάζουν ζητήματα σχετικά με τη διεθνή αρχιτεκτονική, τη διατήρηση της ιστορικής κληρονομιάς, την εκθεσιακή ή βιβλιογραφική προβολή της αρχιτεκτονικής, τους Έλληνες πρωταγωνιστές της νεότερης αρχιτεκτονικής μας, τον χαρακτήρα σήμερα της συζήτησης για την πόλη.
Στο Μουσείο Αργυροτεχνίας στο Κάστρο των Ιωαννίνων, ο αρχιτέκτων Γιάννης Κίζης αναρτά τις μικρές και κομψές βιτρίνες της ανώτερης στάθμης από τους θόλους του κελύφους, και τις φωτίζει με στοιχεία ενταγμένα σε αντίστοιχης γεωμετρίας κατασκευές τοποθετημένες στο δάπεδο. Ο φωτισμός έτσι έρχεται από κάτω προς τα πάνω και εκτός από τα εκθέματα, λούζει έντεχνα και τις υπερκείμενες λίθινες τοξοστοιχίες, δημιουργώντας μια υποβλητική σκηνογραφία αντιστικτικής φωτιστικής πλαστικής. Το εσωτερικό κέλυφος, που αποκαλύπτεται έτσι ορατό και ανέπαφο, συμπληρώνεται με έναν σύγχρονο σχεδιασμό εκθεσιακών εξαρτημάτων, κυρίως στην κατώτερη στάθμη, απόλυτα συμβατό με την υπάρχουσα ιστορική δομή. Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Ο Spencer έρχεται κυριολεκτικά να ξεσκεπάσει –για να μη χρησιμοποιήσουμε άλλη λέξη– όλη αυτή τη σύγχρονη εικονογραφία της αρχιτεκτονικής, η οποία αποτελείται από αρχιστάρ, καινοφανείς κατασκευαστικές μορφοποιήσεις πανάκριβων διεθνών επενδύσεων και προωθημένες θεωρητικές τοποθετήσεις αρχιτεκτόνων, που, καθώς σχολιάζονται στο βιβλίο η μία μετά την άλλη, αποκαλύπτουν ένα πρόσωπο της διεθνούς αρχιτεκτονικής ζοφερό τόσο για τα κίνητρα όσο και για τον κυνισμό του. Ο Spencer βάζει στο στόχαστρο –τι άλλο;– μερικές από τις αρχιτεκτονικές θεότητες της εποχής μας όπως είναι η Zaha Hadid και ο συνεταίρος της Patrik Schumacher, ο Rem Koolhaas, ο Greg Lynn και οι αρχιτέκτονες του γραφείου Foreign Office Architects όπως ο Zaera-Polo και η Farshid Moussavi. Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Περίοδος αναφοράς είναι η τελευταία δεκαπενταετία και η δύσκολη μετάβαση, σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, από την ευφορία της μεταολυμπιακής περιόδου στη συρρίκνωση της μακρόχρονης οικονομικής κρίσης και στην αμηχανία της αρχιτεκτονικής μετά το φαινομενικό τέλος της κρίσης και κατά την πανδημική περιπέτεια.
Από τη φετινή Μπιενάλε (2021) αφενός, δεν λείπει τίποτα απολύτως από ό,τι συνθέτει τον δεκάλογο (ή και ακόμη περισσότερο) των επίκαιρων ζητημάτων της πολιτικής ορθότητας. Αφετέρου, η εντέλει αισιόδοξη (αμερικανική και αυτή) διαχείριση της κρίσης διέρχεται μέσα από την ανάπτυξη και την υιοθέτηση της προωθημένης τεχνολογίας. Μπορεί η αρχιτεκτονική να μην υπάρχει σε αυτή την Μπιενάλε, αλλά κατά μήκος του Αρσεναλιού και στο κεντρικό περίπτερο των Κήπων εργάζονται πυρετωδώς όλα τα «ποντίκια του εργαστηρίου», που σε μια νέα συνθήκη μεσαιωνικού τεχνολογισμού προετοιμάζουν τη Νέα Αναγέννηση της Ανθρωπότητας. Η αρχιτεκτονική θεωρείται μάλλον περιττή σε αυτό το εργώδες περιβάλλον πειραματισμών και αναζήτησης μιας νέας ζωής που θα έχει απαλείψει τις ανισότητες σε μια πλανητική μελλοντική κοινωνία, μόνο φαινομενικά προοδευτική, καθώς θα διέπεται από την «ενιαία σκέψη» εργαστηριακών προδιαγραφών. Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Ας λάβουμε υπόψη την αρχή της κρίσης, το 2010, για μια στοιχειώδη σύγκριση. Ίσως κάποιος πει ότι πάμε πολύ πίσω, αλλά μήπως η «μακρά διάρκεια» της ελληνικής κρίσης δεν έχει ίσως διαστείλει αδυσώπητα ένα χρονικό διάστημα που θα έπρεπε να είναι πολύ βραχύτερο, ούτως ώστε αυτός ο σπαραγμός –αλλά και η συναφής με αυτόν ρητορική– να είχε τελειώσει μια ώρα αρχύτερα; Και η υλοποιημένη αρχιτεκτονική; Ανάμεσα στα τελευταία καλά παραδείγματα, βρίσκονται το Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών του Μιχάλη Σουβατζίδη και το κτίριο γραφείων της εφοπλιστικής εταιρείας ΑΓΓΕΜΑΡ στην Καλλιθέα της Ρένας Σακελλαρίδου. Image copyright: Ρένα Σακελλαρίδου και RS SPARCH.
Τα 122 κείμενα του βιβλίου έχουν αναπόφευκτα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, καθώς σχολιάζουν θέματα της ελληνικής και διεθνούς επικαιρότητας για την αρχιτεκτονική και την πόλη για τα οποία ο συγγραφέας έχει άμεση εποπτεία και αντίληψη. Η επιλογή των θεμάτων και των γεγονότων αρχιτεκτονικής είναι και μια ιεράρχηση και αξιολόγηση για εκείνα τα ζητήματα που σε όλα αυτά τα χρόνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο όχι μόνο για την εξέλιξη της τέχνης της αρχιτεκτονικής αλλά και για τη μεταβολή των αντιλήψεών μας για τη σημασία και τον ρόλο της.
Ανδρέας Γιακουμακάτος, “H αρχιτεκτονική και η κριτική, Β΄ τόμος, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 2022, σ. 600” .
Πρόκειται για μια περίοδο μετά τα μεγάλα αφηγήματα του 20ού αιώνα και τις ισχυρές και αναγνωρίσιμες κατευθύνσεις, από την εποποιία του μοντέρνου στη μεταμοντέρνα κριτική και στο σύγχρονο «τέλος των ιδεολογιών» σε ό, τι αφορά την αρχιτεκτονική.
Το τσιμέντο και το τούβλο έχουν στην αρχιτεκτονική του Κυριάκου Κρόκου μια σχέση αρσενικού και θηλυκού: δες για παράδειγμα μια όψη του μουσείου στη Θεσσαλονίκη όπου το τσιμέντο παρά την επεξεργασία του διατηρεί τον δομικό, δωρικό χαρακτήρα του ενώ το τούβλο έχει περισσότερο έναν ρόλο λυρικού σχολίου της κατασκευής, δηλαδή δυνατότητες πιο ελεύθερης έκφρασης και μεγαλύτερης πάλλουσας ευαισθησίας. Τούτο είναι άλλωστε στη φύση αυτών των υλικών. Όλα τα κτίρια του Κυριάκου έχουν γλυπτικό χαρακτήρα, είναι σαφές αυτό, αλλά το τούβλο έχει μεγαλύτερες εκφραστικές και αναγωγικές ιδιότητες, είναι πιο ζωντανό, εκφραστικό και πάλλον, γι’ αυτό και ο Κυριάκος το αγαπούσε ιδιαίτερα και χρησιμοποιούσε τη χειροποίητη εκδοχή του. Αν θες, το τσιμέντο είναι η αρμονική δομή στην αρχιτεκτονική του Κυριάκου, το τούβλο η μελωδική γραμμή του (Louis Kahn, Kimbell Art Museum, στο Φορτ Ουόρθ, Τέξας 1967-1972). Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Μια άλλη αντίληψη είναι σήμερα κυρίαρχη, εκείνη που συσχετίζει την αρχιτεκτονική με την τοπογραφία, την αειφορία, την υλικότητα, με τη διαμόρφωση νέων τρόπων κατοίκησης, με τη μορφή της πόλης.
Η νεότερη ευρωπαϊκή πόλη, η πόλη δηλαδή που γεννιέται πριν δέκα περίπου αιώνες, αναπτύσσεται με τα κριτήρια ενός έργου τέχνης, συνειδητού δηλαδή αποτελέσματος μιας αισθητικής επιθυμίας. Αυτή η πόλη και η αισθητική της αρτιότητα έχει να κάνει με μια ιδέα διάρκειας, αν όχι αιωνιότητας. Η ιστορική πόλη στην Ευρώπη παρουσιάζει μια αλληλουχία μεταξύ της λειτουργικής δομής της (του αστικού σχεδίου) και της μορφής της αρχιτεκτονικής. Παρουσιάζει μια ιεράρχηση με βάση το αίτημα μιας αρχιτεκτονικής με οντότητα, αντιπροσωπευτική των εξουσιών διαφορετικής σημασίας και βαρύτητας που τη διαρθρώνουν. Στην ιστορική πόλη, η αίσθηση της συμμετοχής και της «ιδιοποίησης» ευνοούνταν από την αναγνωρισιμότητα της αστικής αφήγησης, τη συνολικά αντιληπτή δομή του βιώσιμου χώρου. Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Σε αυτή την καλειδοσκοπική αρχιτεκτονική προσφορά, ο αναγνώστης μπορεί να διαλέξει σελίδες για τον Λε Κορμπυζιέ ή τον Ρέντσο Πιάνο, για το μέλλον της Νοτρ-Ντάμ ή των κτιρίων από σκυρόδεμα, για τις γυναίκες αρχιτέκτονες στη νεότερη ιστορία ή για την αρχιτεκτονική του νεοφιλελευθερισμού, για τις διεθνείς Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας, για τον πολιτικό ουμανισμό του Ιωάννη Δεσποτόπουλου ή τον τεχνολογικό ουμανισμό του Τάκη Ζενέτου και των σημαντικότερων συγχρόνων συναδέλφων τους, για την ιστορία της πόλης στη Δύση και τα νεότερα πολεοδομικά φαινόμενα, από το Τόκιο ως το Σικάγο.
Οι πραγματικές καταβολές και τα κίνητρα του έργου του Frank Gehry δεν μπορούν να κατανοηθούν αν δεν ληφθεί υπόψη το περιβάλλον αναφοράς, η αμερικανική μητρόπολη και ειδικά η πόλη του Λος Άντζελες. Πρόκειται για μια υπεραστική συγκέντρωση χαμηλής δόμησης που δεν μπορεί κανείς να την αντιληφθεί στο σύνολό της, όπως δεν μπορεί να αντιληφθεί τον χαρακτήρα της, το κέντρο της και τα σημεία αναφοράς της. Το θεωρούμενο «κέντρο της πόλης», η περιοχή δηλαδή του δημαρχείου του Λος Άντζελες, είναι ένας μη τόπος μπρεχτικής αποξένωσης, ένα ανοίκειο περιβάλλον με τεράστιες λεωφόρους, κενούς χώρους και μεταβλητή και ασταθή εικονογραφία. Στο Λος Άντζελες διαμορφώνεται ένα μητροπολιτικό συνεχές που είναι παντού, που ταυτίζεται με τον χώρο. Δεν υπάρχει πια πόλη, υπάρχουν «περιοχές» ή, θα μπορούσαμε να πούμε, χωρικά «events». Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
Αν η αρχιτεκτονική κριτική είναι διακριτό «λογοτεχνικό είδος», μπορούν ενδεχομένως να αναζητηθούν τα ίχνη του και σε αυτό το βιβλίο.
Είναι σκόπιμο να αναζητούμε την ωραία πόλη; Η έννοια του «ωραίου» μπορεί να συνάδει με την έννοια της πόλης; Μια πόλη ενδιαφέρουσα είναι μια πόλη ωραία ή μια πόλη συναρπαστική; Τι είναι αυτό που κάνει συναρπαστική μια πόλη; Είναι μάλλον η ποικιλία, ο πλούτος και η μορφή των σημείων. Ο πλούτος των σημείων κάνει τη μητρόπολη εξ ορισμού ενδιαφέρουσα, τη μετατρέπει σε «τόπο διαστολής της αντιληπτικής ζωής, πολυδυναμικού ερεθισμού των αισθητηριακών δράσεων», όπως προφήτευαν και οι Ιταλοί φουτουριστές εδώ και έναν αιώνα. Η έλλειψη των σημείων φτωχαίνει το αστικό αφήγημα, το αποκενώνει, δημιουργεί έναν «θόρυβο» χαμηλής έντασης που φαίνεται να προετοιμάζει τη βίωση ενός αστικού ιστού χωρίς ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, τόποι χαμηλής έντασης, ως και αδιάφοροι για τον επισκέπτη, είναι εξίσου προσφιλείς στους κατοίκους τους γιατί έχουν αποτελέσει το πλαίσιο της εμπειρίας ζωής και των χαρακτηριστικών της ιδιοπροσωπίας, είναι το δοχείο της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας με τις μνήμες, τις συνήθειες, τα οικεία πρόσωπα και τις κοινόχρηστες τελετουργίες. Η πόλη, κατά συνέπεια, δεν είναι μόνο αισθητικό ή λειτουργικό φαινόμενο, είναι και ανθρωπολογικό. Η άρνηση του τόπου θα ήταν άρνηση της καταγωγής, της ίδιας της ύπαρξης (Κάνσας Σίτυ). Πηγή εικόνας: Ανδρέας Γιακουμακάτος.
READ ALSO: BIO27 Super Vernaculars Design for a Regenerative Future Museum of Architecture and Design (MAO), Ljubljana, Slovenia │26 May–29 September Opening: 25 May 2022