Ο Γιάννης Κούκης ανήκει στη γενιά των Ελλήνων αρχιτεκτόνων που ξεκινούν να εργάζονται στην Ελλάδα μετά την πτώση της Χούντας, πολλοί από τους οποίους επέστρεφαν μετά από σπουδές στο εξωτερικό, και πολλοί από τους ίδιους, έγιναν αργότερα μέλη του του ακαδημαϊκού προσωπικού των σχολών αρχιτεκτονικής της Ελλάδας. Το έργο του έχει δημοσιευθεί σε βιβλία και αρχιτεκτονικά περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά η πρώτη ολοκληρωμένη βιογραφική και αρχειακή μελέτη του, παρουσιάζεται πρώτη φορά στην έκδοση «Γιάννης Κούκης / Έργα & μελέτες» επιμελημένη από τον Παναγιώτη Τσακόπουλο. Το συλλογικό αυτό έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, και παράχθηκε με τη στήριξη του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, το οποίο προγραμματίζει παράλληλα αναδρομική έκθεση για τον αρχιτέκτονα μέσα στο 2019.
Πρόκειται για ένα δίγλωσσο έργο, που μεταφέρει σε κείμενα και εικόνες διαφορετικές πτυχές της αρχιτεκτονικής του Γιάννη Κούκη, η οποία ορίζεται ήδη από το πρόλογο της έκδοσης ως πολυδιάστατη και ιδιόμορφη. Όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Τσακόπουλος, το έργο του Γιάννη Κούκη «ακολουθεί από την αρχή μια έρευνα πάνω στις ανθρωπολογικές χωρικές και γεωμετρικές συνιστώσες του αρχιτεκτονικού έργου, που έχει ως αφετηρία τόσο την αντιφορμαλιστική διδασκαλία του καθηγηττή του στην Καρλσρούη Egon Eiermann όσο, κυρίως, τα ποικίλα μεταπολεμικά κινήματα αμφισβήτησης του φονξιοναλισμού στην Ευρώπη».
Ακολουθεί μια σειρά κειμένων που επεξεργάζονται πτυχές του έργου και του ανθρώπου-αρχιτέκτονα και διερευνούν τις προθέσεις και τις ερμηνείες της προσωπικής γραφής του Γιάννη Κούκη. Ο Κώστας Μωραΐτης, ο Τάσος Κωτσιόπουλος, ο Νικόλαος-Ίων Τερζόγλου, ο Πάνος Μαντζιάρας, ο Νίκος Μαγουλιώτης και ο Τάσος Μπίρης, γράφουν, ο καθένας με βάση το δικό του προσωπικό ερευνητικό ενδιαφέρον ή βιωματική σχέση, για πρακτικά και θεωρητικά ζητήματα του έργου και δίνουν εργαλεία στους αναγνώστες για τη νοηματοδότηση και κατανόηση του φωτογραφικού και τεκμηριακού περιεχομένου του δεύτερου μέρους.
Ξεχωρίζει το καλλιεπές και πλούσιο σε αναφορές κείμενο του Κώστα Μωραΐτη, το οποίο μελετά τη σχέση καινοτομικής αρχιτεκτονικής έκφρασης και παράδοσης, υποστηρίζοντας πως ο διάλογος τους γίνεται μέσω της αφαίρεσης, στοιχείο που χαρακτηρίζει το Γιάννη Κούκη σε όλο το εύρος της επαγγελματικής παρουσίας και διδασκαλίας. Με διαφορετική αφετηρία, ο Νίκος Μαγουλιώτης, διατυπώνει πως στο έργο του Κούκη, όπως αντίστοιχα και του Πικιώνη, διακρίνεται μια εκλεκτιστική διάθεση «για τη συλλογή μορφών και εμπνεύσεων από διαφορετικές παραδόσεις και πολλά πλαίσια», έτσι ώστε συνολικό του έργο να συγκροτείται από πολλούς και διαφορετικούς τόπους που «συλλέγονται ως σκόρπια σημεία σε μια προσωπική πορεία με πολλές στροφές και γωνίες»,
Κάποια από τα έξι κείμενα φιλοδοξούν να αποδώσουν μια ολιστική ερμηνεία της αρχιτεκτονικής του Γιάννη Κούκη και άλλα εντοπίζουν στοιχεία συνάντησης και κοινών βιωμάτων, όπως το κείμενο του Τάσου Μπίρη, το τελευταίο της σειράς, το οποίο – αν και στοχεύει στο όλον – παραμένει στα επιμέρους και καταθέτει με πολύ προσωπικό και αφοσιωμένο τόνο, και έχοντας την εμπειρία της διαπροσωπικής σχέσης, τις αυθόρμητες και μη στυλιζαρισμένες απόψεις του Γιάννη Κούκη για την αρχιτεκτονική, τη διδασκαλία, τις τέχνες, την καθημερινή ζωή. Μια σοφά τοποθετημένη κατακλείδα, η οποία ξεκουράζει αφενός, θυμίζοντας ότι η αρχιτεκτονική είναι στην ουσία γέννημα ανθρώπινο και φαντασιακό, και αφετέρου επιφέρει μια αναγνωστική διαφάνεια στο φωτογραφικό υλικό που έπεται.
Η παρουσίαση των έργων γίνεται χρονολογικά και με μια σημείωση που περιγράφει τις βασικές αρχές τους, και περιλαμβάνει τόσο τα υλοποιημένα έργα – μερικά περισσότερο γνώριμα, όπως οι φωτογενείς κατοικίες στην Εύβοια και την Ανάβυσσο – όσο και αδημοσίευτες μελέτες και ιδέες αποτυπωμένες σε σχέδια και μακέτες. Στο πρώτο μέρος εντυπωσιάζουν οι καθαρές γεωμετρικές μορφές που αποτυπώνονται σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε full bleed, ενώ στη συνέχεια, οι έγχρωμες φωτογραφίες δίνουν ένταση στη γεωμετρία που έχει εξελιχθεί και στην εμφάνιση ζωηρών χρωμάτων, εναλασσόμενες βέβαια με τις πάντα γοητευτικές ασπρόμαυρες.
Στη γενική καλλιτεχνική επιμέλεια του τόμου από την Ιωάννα Κωστίκα, κυριαρχεί το ασπρόμαυρο άλλωστε – όπως προδίδεται από το εξώφυλλο – το οποίο συνδυάζεται αρμονικά με ήρεμους τόνους του πράσινου το οποίο φιλοξενεί συνήθως το αγγλικό κείμενο ή έχει υποστηρικτικό και χωροθετικό ρόλο.
Πέραν της αρτιότητας του ως αντικειμένου, είναι σαφές πως πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι καρπός βαθιάς εκτίμησης και ενδιαφέροντος για τον αρχιτέκτονα, έτσι ώστε, ακόμα και αν οι γνώσεις του αναγνώστη είναι περιορισμένες, δίνει το έναυσμα για περαιτέρω έρευνα και για την απρόσμενη ανακάλυψη σημείων συσχετισμού σε κοινές διαδρομές και προβληματισμούς.
Εστιάζοντας στις λεπτομέρειες, αν και αναγνωρίζεται η ευγενής προσπάθεια για τη διαγενεακή επιλογή συγγραφέων, θα είχε ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον, η συμπερίληψη ενός λόγου από πηγή που παρεκκλίνει των πολύ συγγενών χαρακτηριστικών της ιδιότητας και του περιβάλλοντος των επιλεχθέντων συγγραφέων, που αναπόφευκτα τα κείμενα τους κινούνται σε – αν και πολύ γόνιμα – παραπλήσια πεδία. Μια τέτοια επιλογή θα εμπλούτιζε το εύρος των θέσεων και θα ενέτεινε το σιωπηλό διάλογο ανάμεσα σε φωτογραφίες και κείμενα.
Ακόμη, εξαιτίας της συχνής αναφοράς στο μακροχρόνιο συνεργάτη του Γιάννη Κούκη, Άγγελου Αλτσιτζόγλου, ο οποίος υπήρξε συμφοιτητής του στο Πολυτεχνείο της Καρσλούης και φίλος, δημιουργείται σύντομα η απορία και η περιέργεια για τη δυναμική της συνεργασίας των δύο αρχιτεκτόνων η οποία εκτείνεται από το 1975 μέχρι το τέλος της ζωής του Αλτσιτζόγλου το 2005. Στα κείμενα του Κούκη τα οποία περιέχονται στο βιβλίο, διακρίνεται με αβίαστο τρόπο η γραμματική μεταφορά στον α’ πληθυντικό – το έργο μας – έτσι ώστε διαφαίνεται η καταλυτική συνδρομή των συνεργατών του στην αντίληψη του για την αρχιτεκτονική. Συνεπώς, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον ένα κείμενο εμβάθυνσης σε αυτή τη συνεργασία, μια συνθήκη που αποτελεί άλλωστε σταθερά του επαγγέλματος.
Σε κάθε περίπτωση, η συνεισφορά του βιβλίου είναι πολύτιμη, καθώς μεταφέροντας με εξαιρετικό επιμελητικό τρόπο τη διαδικασία της αρχειακής οργάνωσης και τεκμηρίωσης, γνωρίζει στο ευρύ κοινό το έργο ενός λιγότερο επιφανούς αρχιτέκτονα μεν, ο οποίος ωστόσο συνέδραμε ενεργά στην πορεία της αρχιτεκτονικής των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα τόσο με την επαγγελματική και όσο και με την ακαδημαϊκή του παρουσία. Τόσο η αρχειακή έρευνα όσο και η συνεργασία με τον αρχιτέκτονα και τους συντελεστές του βιβλίου παράγουν μια ολοκληρωμένη μονογραφία που συνεισφέρει τελικά στη σύγχρονη ιστοριογραφία αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και ταυτόχρονα προσανατολίζεται στην προβολή της ελληνικής αρχιτεκτονικής σε ένα ευρύτερο διεθνές κοινό.
Ο αρχιτέκτονας Γιάννης Κούκης (γεν. 1941, Αθήνα) δραστηριοποιείται στην Ελλάδα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, συνεργαζόμενος για ένα μεγάλο διάστημα, με τον φίλο και νεότερο συμφοιτητή του στο Πολυτεχνείο της Καρλσρούης Άγγελο Αλτσιτζόγλου (1945-2005), αλλά κατά καιρούς και με άλλους αρχιτέκτονες. Με το έργο του διαφοροποιείται με σαφήνεια τόσο από τον διεθνή φονξιοναλισμό και τον υστερομοντέρνο φορμαλισμό όσο και από τη μεταμοντέρνα εικονογραφία, ακολουθώντας από την αρχή μια έρευνα πάνω στις ανθρωπολογικές, χωρικές και γεωμετρικές συνιστώσες του αρχιτεκτονικού έργου. Η αρχιτεκτονική του Γιάννη Κούκη, όπως και ο λόγος του για την αρχιτεκτονική, υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις, κάποιες από τις οποίες επιχειρούν οι έξι συγγραφείς, αρχιτέκτονες και θεωρητικοί, που συμμετέχουν με κείμενά τους στο βιβλίο που, με τη δίγλωσση έκδοσή του, φιλοδοξεί να κάνει γνωστό το έργο του αρχιτέκτονα σε ένα ευρύτερο διεθνές κοινό.
Yiannis Koukis (b. 1941, Athens, Greece) has been active as an architect in Greece since the mid-seventies. He collaborated for a long period with Angelos Altsitzoglou (1945-2005), his friend and
younger colleague at the Technical University of Karlsruhe, and occasionally with other architects. His work, which has from the very start explored the anthropological, spatial and geometric components of the architectural world, sets him clearly apart from international functionalism, but also from late-modern formalism and post-modern pictorialism. Yannis Koukis’ architecture can be read in many ways, as can his discourse on architecture. These are some of the subject-areas essayed by the six authors—architects and theorists representing different generations—who have contributed to this volume.
επιμέλεια έκδοσης: Παναγιώτης Τσακόπουλος
εισαγωγικά κείμενα: Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Παναγιώτης Τσακόπουλος.
δοκίμια: Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Αναστάσιος Μ. Κωτσιόπουλος, Νικόλαος-Ίων Τερζόγλου, Πάνος Μαντζιάρας, Νίκος Μαγουλιώτης, Τάσος Μπίρης.
καλλιτεχνική επιμέλεια και σχεδιασμός: Ιωάννα Κωστίκα finedesign.
παραγωγή: Reflections Architects’ Files
φωτογράφιση βιβλίου: Κωνσταντίνος Καζολέας
εκδόσεις: Ποταμός, Αθήνα 2018
introduction texts: Elias Constantopoulos, Panayotis Tsakopoulos.
essays: Konstantinos Moraitis, Anastassios M. Kotsiopoulos, Nikolaos-Ion Terzoglou, Panos Mantziaras, Nicos Magouliotis, Tassos Biris
graphic design / art direction: Ioanna Kostika Ι finedesign.
book photos: by Constantinos Kazoleas.
production: Reflections Architects’ Files
publishing house: Potamos Publishers, Athens 2018
READ ALSO: Angelo Bucci - SPBR architects ON HOUSES | themata