Ο όρος ‘Αρχιτέκτων’ είναι σε ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνικής συναίνεσης συνώνυμος με αυτόν του δημιουργού. Είναι αυτός που συλλαμβάνει, προετοιμάζει και πραγματοποιεί ένα κτιριακό έργο, ο πρωτεργάτης .

Διαχρονικά είχε και έχει τον πρώτο (θαρρώ και τον τελευταίο) λόγο κατά την διάρκεια υλοποίησης ενός κτιριακού έργου, συμβάλλοντας σε αυτό τόσο με την πληρότητα του σχεδιασμού του όσο και με την δική του κατασκευαστική εμπειρία και αντίληψη. Αποτελεί τον ισχυρό, συνδετικό κρίκο μιας ευρύτερης μελετητικής ομάδας επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων και αναμφίβολα το «διαχειριστή κατασκευής» ενός έργου (construction manager). Θα περίμενε λοιπόν κάνεις, λόγω της πέρα για πέρα αναγκαίας και αδιαμφισβήτητα ουσιαστικής συμβολής του στην σύλληψη και στην αποπεράτωση ενός έργου να απαιτείται και να ενθαρρύνεται από την Πολιτεία ο ηγετικός και καθοδηγητικός του ρόλος, αλλά και να θωρακίζεται μέσα από πιο συγκεκριμένα και λιγότερο «ευέλικτα» νομοθετήματά της.

Δυστυχώς αυτό ακόμη και τώρα δεν συμβαίνει και οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος της Πολιτείας, (ίσως και του ίδιου του πολίτη-Eργοδότη), για την ποιοτική αναβάθμιση του αστικού μας περιβάλλοντος, όπως επίσης και στα συντεχνιακά συμφέροντα που θέλουν, και εν μέρει έχουν καταφέρει, να καταστήσουν τον Αρχιτέκτονα «είδος πολυτελείας», που εύκολα παραλείπεται! Και αυτό γιατί ο νόμος  Ν.4663 (ΦΕΚ 149Α-9.5.1930, Άρθρο 7) αλλά και η Εγκύκλιος 51502/67 (του Γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών) επιτρέπουν μέχρι και σήμερα την μελέτη κτιριακών έργων «μικρής κλίμακας» σε μη Αρχιτέκτονες, που όμως παρόλο τον-υποτιθέμενο-μικρό τους όγκο έχουν μία ιδιαίτερη σημασία για την ποιότητα και την οργάνωση του δημόσιου δομημένου περιβάλλοντος στο οποίο, εν τέλει, εντάσσονται. Ίσως ορισμένοι Συνάδελφοι αντιτάξουν πως αντιστρόφως δίνεται η δυνατότητα ‘μελέτης’ και ‘υπογραφής’ μη Αρχιτεκτονικών (για συγκεκριμένες κατασκευές) σε Αρχιτέκτονες. Όμως σε μία τέτοια περίπτωση αγνοείται μια θεμελιώδης διαφορά που έγκειται στον τρόπο αντίληψης του ‘ευρύτερου’ χώρου από τους Αρχιτέκτονες σε σχέση με τους μη Αρχιτέκτονες. Γι’ αυτό και οι εικόνες που έχουμε από την ελληνική πόλη καταδεικνύουν την παντελή έλλειψη κτιριακής ταυτότητας και αρχιτεκτονικής γλώσσας σε τέτοιου είδους κατασκευές που, ειρήσθω εν παρόδω, ξεφυτρώνουν σαν άγρια μανιτάρια ανεξαρτήτως τοπολογικών συνθηκών.

Ωστόσο θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί, στις δύσκολες μέρες που περνάμε και στα πλαίσια των ισχυόντων «ευέλικτων» νομοθετημάτων, η διαπίστωση και μιας ‘διαλλακτικής’ στάσης ιδίως  των Αρχιτεκτόνων απέναντι στα έργα που αναλαμβάνουν, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ελλιπείς (μη πλήρεις) μελέτες προφασιζόμενοι τελευταία μείωση της αμοιβής τους ‘δήθεν’ προς όφελος του Εργοδότη κάτι που είναι όμως, αποδεδειγμένα, εις βάρος του τελικού ποιοτικού προϊόντος. Μάλιστα η εμπειρία έχει αποδείξει πως μια πλήρης και εμπεριστατωμένη αρχιτεκτονική μελέτη εφαρμογής τελικώς συμβάλλει ιδιαίτερα στη μείωση του κόστους κατασκευής και συντήρησης ενός έργου, αφού ελέγχεται κατά την πραγματοποίηση της, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ομαλή κατασκευαστική ροή και την ολοκλήρωση του. Αυτό μπορεί και θέλει να κάνει κάθε Αρχιτέκτονας νέος ή παλιός.

Όμως ο νέος Αρχιτέκτονας, μέσα στα «σαρωτικά» σήμερα πλαίσια άσκησης του επαγγέλματός του, πέρα από την επιβίωσή, του οφείλει να πείσει τον εκάστοτε «Εργοδότη» του και να διεκδικήσει καλύτερους όρους αμοιβής του χωρίς να προχωρεί σε εκπτώσεις των μοναδικών «εκφραστικών» του μέσων. Οφείλει μέσω των πλήρων μελετών και των παρεμβατικών του προτάσεων να αποδεικνύει πως είναι και παραμένει ο άρχων και πρωτεργάτης της οίκο-δομής.

Αν όμως δεν υπάρξει μια καθαρότερη νομοθετική αποσαφήνιση και αναθεώρηση των επαγγελματικών δικαιοδοσιών του κλάδου μας, η ελληνική πόλη που τρέφεται από τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες άμορφες «κατασκευές»-επιθέσεις, θα συνεχίσει στην πραγματικότητα να «πνίγει» συνεχώς τους πολίτες της αλλά και τους νέους Αρχιτέκτονες. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν έχει συμβεί εδώ και πολλά χρόνια αφήνοντας τους μόνους και ανυποστήρικτους απέναντι στον Εργοδότη και στο έργο που τους αναθέτουν. 

Συμπερασματικά καλείται ο ίδιος ο νέος Αρχιτέκτονας μέσω της όρεξής του, της δουλειάς του και της βαθειάς του επιθυμίας για μία ανθρωπινότερη πόλη, να κατευθύνει τους συμπολίτες του σε μία ενεργή συμμέτοχη τους για την διεκδίκηση ενός αναβαθμισμένου αστικού περιβάλλοντος, παρόλο που για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχουν προηγηθεί σημαντικές διεργασίες «ανάνηψης» της Πολιτείας μα κυρίως «ωρίμανσης» της κοινωνίας των Εργοδοτών.

 
Γιώργος Παπαϊωάννου, “Νέος” αρχιτέκτονας
Bsc Arch Eng, Dip Arch

*Το παρόν είχε δημοσιευτεί στο Ε.Δ. 2610 του ΤΕΕ στις 29 Οκτωβρίου 2010

Ο Γιώργος Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Λονδίνο
αποφοιτώντας από το τμήμα Αρχιτεκτόνων του University of Westminster, School of
Architecture and the Built Environment, το 2005. Έκτοτε εργάζεται ως Αρχιτέκτονας έχοντας
συμμετάσχει στη μελέτη και στην επίβλεψη ειδικών κτιριακών έργων από τα οποία έχει
αποκτήσει εμπειρία στη σύνθεση προηγμένης τεχνολογίας κατασκευής και κτιριολογίας.
Έχει λάβει μέρος σε πανελλήνιους και διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και έχει
διακριθεί με εύφημο μνεία στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό του ΕΙΑ με θέμα τον σχεδιασμό
κοινότητας κοινωνικών κατοικιών με αρχές οικολογικού σχεδιασμού. Υλοποιημένο έργο του
έχει παρουσιαστεί στην 6η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων.
 

RELATED ARTICLES