> Χαίρομαι που μεγάλωσα στις σκοτεινές ζώνες της Αθήνας και όχι στις αγαπητές περιοχές του κέντρου. Το κέντρο έχει μια συμβολική υπερφόρτιση και αυτό στην πόλη με κουράζει. Δεν θα γίνει, για παράδειγμα, ποτέ η Νέα Ιωνία τα νέα Πετράλωνα. Δεν μπορεί να επενδύσει κανείς εκεί σε κάτι το φαντασιακό. Το κέντρο έχει ένα ισχυρό υπόβαθρο που είναι η αρχαία πόλη, αλλά είναι είτε υπερπροστατευμένο είτε υπερεκτεθειμένο. Στα προάστια, όμως, που αναπτύσσεται και απλώνεται η καθημερινότητα, μπορείς ν’ αναγνωρίζεις και στοιχεία της πόλης.
> Τώρα μένω στα Πατήσια και τ’ αγαπάω. Είναι λίγο γειτονιά, λίγο ανώνυμη περιοχή και λίγο κατεστραμμένη. Είναι όλα. Όλες αυτές οι περιοχές που είναι στην περιφέρεια της Αθήνας είναι από μόνες τους κέντρα. Η Αθήνα έχει αναπτυχθεί με έναν ανεξέλεγκτο, πολυκεντρικό τρόπο. Τα τελευταία, όμως, χρόνια ζούμε μια μεγάλη αντιστροφή: αυτό που ήταν έξω από το κέντρο της πόλης τώρα έχει έρθει μέσα. Τα προάστια είναι πια στο κέντρο. Έχουμε αιφνιδιαστεί με αυτό και όλοι, μπερδεμένοι και αμήχανοι, προσπαθούμε να το εξηγήσουμε.
> Μικρός ήμουν δραστήριος, συνοικιακός και συγκροτηματάκιας. Ήμουν μπασίστας. Η κύρια κουλτούρα μου είναι η μουσική, κι εδώ που τα λέμε όλες οι κουλτούρες πηγάζουν από τη μουσική. Ίσως δεν μπορείς να είσαι τίποτα, αν δεν έχεις στοιχειώδεις μουσικές γνώσεις.
> Σπούδασα αρχιτεκτονική στη Ρώμη αμέσως μετά το τέλος της δικτατορίας. Η Ιταλία τότε ήταν η συκοφαντημένη πατρίδα των σπουδών σε σχέση με την εκτίμηση που υπήρχε για το Λονδίνο και το Παρίσι. Είχε τρομερή λαϊκή συσσώρευση, γι’ αυτό ήταν και απαξιωμένη. Ο αρχιτέκτονας, από την άλλη, αν προσέξεις την τυπολογία του στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του ’70, ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, μια αναδυόμενη προσωπικότητα της εποχής που ερχόταν. Ήταν ο υπερ διανοούμενος που έπεσε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και βγήκε καθαρός σε σχέση με τους πολιτικούς μηχανικούς. Εξάλλου, στην Ελλάδα η οικοδομή ήταν πάντα ο πυλώνας της ανάπτυξης. Βέβαια, μετά πιστώθηκε στους αρχιτέκτονες η καταστροφή της Αθήνας, αλλά αυτό είναι μια ανοησία, γιατί η καταστροφή αφορά την κοινωνία.
> Βαριέμαι το μοιρολόι για την Αθήνα. Είναι ο χώρος όπου ζω, περπατάω, κοιμάμαι, χαίρομαι, στενοχωριέμαι, και πρέπει να βρω μια σχέση μαζί του. Περνάμε διαρκώς μια σύγκρουση μεταξύ αυτού που θέλουμε να είμαστε –για παράδειγμα, το Λονδίνο- και αυτού που είμαστε. Οι συζητήσεις για τις μεγάλες αλλαγές του κέντρου είναι όπως οι συζητήσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα. Η πρώτη αντίδραση είναι: «ωχ, αμάν». Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που συζητάμε για το κτίσιμο καινούργιων κτιρίων, τη στιγμή που το κέντρο της Αθήνας έχει εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα και κτίρια που είναι εκτός χρήσης. Όλη αυτήν τη γιγάντια αδρανή μάζα πρέπει να δούμε πώς θα την αξιοποιήσουμε. Προσπαθώντας να τα ερμηνεύσω όλα αυτά, θυμάμαι τον Λορεντζάτο, που προσπαθώντας να εξηγήσει ένα τετράστιχο του Χαίλντερλιν, μίλησε για το «πειραματικό κρεμμύδι» που το ανοίγεις, το ανοίγεις και στο τέλος δεν βρίσκεις τίποτα. Είναι το απερινόητο, αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι. Άρα, στην ουσία προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε και να καταλάβουμε πράγματα, να έχουμε μεγάλες ιδέες, αλλά στο τέλος ζούμε με αυτό το τίποτα που γλιστράει, φεύγει και είναι τελικά η ίδια μας η ζωή.
> Η αισθητική μας είναι απόρροια της ηθικής μας. Λεξιλογικώς, η ηθική βγαίνει από το ήθος και από το habitus, τις συνήθειες. Οπότε, σχετίζεται με τον τρόπο που ζούμε, που κατοικούμε. Αυτό που μας προδίδει και μας χαρακτηρίζει είναι ο τρόπος ζωής. Δεν μιλάμε πια για αρχιτεκτονική και πολεοδομία, αλλά για τρόπους κατοίκησης. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η ποίηση και όχι το ποίημα. Μας ενδιαφέρει πιο πολύ ο τρόπος ζωής και όχι το αρχιτεκτόνημα. Αν θέλουμε ν’ αλλάξουμε κάτι, πρέπει ν’ ασχοληθούμε εντατικά με τον τρόπο ζωής.
> Μετά τη Ρώμη, επέστρεψα στην Αθήνα, με κάποια διαλείμματα σε Παρίσι και Βερολίνο. Όταν γύρισα οριστικά, έβγαλα μαζί με τον Γιώργο Σημαιοφορίδη το «Τεύχος», ένα περιοδικό που συνδύαζε την αρχιτεκτονική, το design και τις τέχνες. Κυκλοφόρησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και σημάδεψε μια αναθεώρηση αρχών και πραγμάτων.
> Υπάρχει μια δυσπιστία των Ελλήνων απέναντι στη σύγχρονη τέχνη. Έχει να κάνει λίγο με τον κόσμο της τέχνης και αφορά τη σκόνη που υπάρχει γύρω της. Επίσης, οι περισσότεροι δεν συγχώρεσαν στους καλλιτέχνες ότι είχαν την ικανότητα να βγάλουν χρήματα σε σύγκριση με τους ποιητές, τους συγγραφείς και τους δημοσιογράφους. Είναι υγιές, δεν είναι κακό στη βάση του, και μπορεί να κάνει και καλό στην τέχνη ώστε να αποτοξινωθεί. Την τέχνη πρέπει να τη βλέπουμε σήμερα ως έναν μηχανισμό σκέψης και όχι ως ένα έργο.
> Στην Ελλάδα υπάρχει λογοκρισία όσον αφορά τα εθνικά σύμβολα. Αλλά, από την άλλη, στη βάση τους οι μεσογειακές κοινωνίες δεν ενδιαφέρονται για το σκάνδαλο όπως στις προτεσταντικές κοινωνίες. Στην Ελλάδα, την ενδιαφέρουσα τέχνη δεν την αφορά το σκάνδαλο. Ο Τότσικας, με το καρπούζι, δεν είχε στόχο το σκάνδαλο, αλλά να δείξει μια αλλόκοτη κατάσταση που ζούσε αυτός στους αγρούς της Θεσσαλίας. δική μου αυτολογοκρισία έχει να κάνει με την ανάγκη να συνομιλήσω με κάποιον. Η λογοκρισία για μένα είναι μια ελπίδα συνάντησης.
> Δεν έχουμε δώσει σήμερα όση σημασία πρέπει στην έννοια του αρχείου και στα εργαλεία αρχειοθέτησης που διαθέτουμε. Έχουμε τη δυνατότητα να ανατρέχουμε διαρκώς σε κάτι. Όλος ο σύγχρονος πολιτισμός είναι ένα αχανές αρχείο και αυτό που μας χαρακτηρίζει σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο, τίποτα το πρωτότυπο. Αυτή η οδύνη να αρχειοθετείς και να σκέφτεσαι είναι ο αφρός του πολιτισμού μας. Νομίζω ότι πρέπει να ξεμπλέξουμε από την επιδρασιοθηρία, γιατί δεν είναι κακό να θυμίζεις κάτι. Απομακρυνόμαστε από την έννοια του αυθεντικού. Το αυθεντικό δεν είναι μια ισχυρή ιδέα, αλλά ένα μείγμα. Το αυθεντικό είναι μια διαδικασία για να κάνεις κάτι και όχι το τελικό προϊόν. Είναι ένα πράγμα που δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ακόμα, αλλά προφανώς το ζούμε.
> Η κρίση και η διαταραχή της Ελλάδας την έφερε ξανά στο προσκήνιο. Οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες με τους οποίους συνομιλώ θέλουν να έρθουν εδώ. Τα πιο ελκυστικά στοιχεία στις επιστήμες και στις τέχνες είναι ο πόνος και η οδύνη. Δεν ενδιέφερε ποτέ κανέναν η Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν τελείως αδιάφορα τα κτίρια και τα έργα που γίνονταν. Ήταν σκουπιδαριό.
> Η εποχή είναι πιο αληθινή. Έχουν λυγίσει τα πόδια της και οσφραίνεσαι την ανάσα της. Μυρίζει. Ενώ παλιότερα ήταν μια εποχή σαν να μην είμαστε εμείς. Ήταν μια φαντασμαγορία. Η εμπειρία που ζήσαμε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν σαν τα δημοτικά τραγούδια. Σαν όλες αυτές τις ιστορίες που κάποιος πάει να πιει νερό και δεν πίνει. Όλα τα δημοτικά μας τραγούδια είναι μια κουλτούρα για κάτι που δεν έγινε. Γίναμε για λίγο τότε μια ευρωπαϊκή χώρα. Και μετά ξεγίναμε, σαν τον γάμο που δεν έγινε.
READ ALSO: ΔΙΑΛΕΞΗ Γιάννη Αίσωπου / Πνευματικό κέντρο δήμου Αθηναίων, αμφιθέατρο Αντώνη Τρίτση.