Λίγο πριν τη βράβευσή του στα φετινά Lifetime Achievement Awards, ανατρέχουμε στη ζωή του Δημήτρη Φιλιππίδη.
O Δημήτρης Φιλιππίδης, μαζί με τον Κυριάκο Κυριακίδη, τον Δημήτρη Αντωνακάκη και τη Ρένα Παπασπύρου βραβεύονται στα Archisearch Lifetime Achievement Awards 2023 από την Design Ambassador και το Archisearch, στο πλαίσιο της φετινής ΕΣΩ με γενικό τίτλο MULTIVERSE. Τα βραβεία που θα αποδοθούν για 5η χρόνια, αναδεικνύουν το έργο και την προσωπικότητα σπουδαίων ανθρώπων από το χώρο του σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής, όπως, σε προηγούμενες διοργανώσεις, ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, ο Γιάννης Βικέλας, ο Θεοδώσης Τάσιος, ο Γιάννης Τσεκλένης, η Σέβα Καρακώστα, η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη και η Νέλλα Γκόλαντα.
Η προπώληση εισιτηρίων ξεκίνησε. Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας, εδώ!
-συνέντευξη στη Δανάη Μακρή
Συναντώ τον Δημήτρη Φιλιππίδη στο διαμέρισμα που ζει με τη σύζυγό του, Ειρήνη Φιλιππίδη, στο Νέο Ψυχικό. Ανθρώπινος, διαχρονικά σύγχρονος και νεανικός, ο χώρος παραπέμπει στην προσωπικότητα των κατοίκων του. Για τη συζήτησή μας –με αφορμή τη φετινή βράβευσή του στα Archisearch Lifetime Achievement Awards- καθόμαστε απέναντι από τη βιβλιοθήκη, τον τόπο που φιλοξενεί αμέτρητους κόσμους μέσα στο σπίτι. Δίπλα της, βρίσκεται το γραφείο του αρχιτέκτονα. «Κανονικά» ως επαγγελματικός χώρος, στεγάζεται στο ημιυπόγειο του ίδιου κτιρίου, αλλά σιγά-σιγά «μετακόμισε» μέσα στο σπίτι. «Για να μπορώ να βρίσκομαι περισσότερο κοντά στη γυναίκα μου», όπως εξήγησε ο ίδιος.
Γεννημένος το 1938, ο Δημήτρης Φιλιππίδης πήρε δίπλωμα αρχιτέκτονα από το Πολυτεχνείο το 1962 και εκπόνησε διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Εργάστηκε στο Γραφείο Δοξιάδη και έπειτα ασχολήθηκε με αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές μελέτες, ερευνητικά προγράμματα και αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Δίδαξε πολεοδομία, κυρίως αστικό σχεδιασμό, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, όπου σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής. Επιμελήθηκε πολυάριθμες εκδόσεις, έγραψε σενάρια για ντοκιμαντέρ, δημοσίευσε άρθρα και κριτικές, επιμελήθηκε στήλη Αρχιτεκτονικής. Έργο χρονοβόρο με αξία απροσμέτρητη, σε ένα βιογραφικό που, όπως όλα τα βιογραφικά άλλωστε, μπορεί να πάρει ή να χάσει έκταση, ανάλογα με τις ανάγκες μίας δημοσίευσης. Μα μπορεί να πάρει ακόμη ζωή και πνεύμα, ίσως εφάμιλλα των ίδιων των βιωμάτων, μέσα από την αφήγηση του πρωταγωνιστή του. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε στη συζήτησή μας με τον Δημήτρη Φιλιππίδη.
Ας ακολουθήσουμε τα βήματά σας, από το 1938 ως την Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο ΕΜΠ.
Γεννήθηκα το 1938. Αυτό σημαίνει ότι στην Κατοχή ήμουν τριών με έξι ετών και θυμάμαι πράγματα από τότε. Θυμάμαι τις στερήσεις, θυμάμαι τον κόσμο να πεινάει και να φωνάζει στο δρόμο. Θυμάμαι όσα συνέβαιναν μέσα στην οικογένεια. Με τα Δεκεμβριανά του 1944, αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Μέναμε στην οδό Καλλιδρομίου και οι Ελασίτες είχαν βάλει ένα πολυβόλο στο μπαλκόνι μας, το οποίο γάζωνε την οδό Θεμιστοκλέους και προς τα κάτω. Αναγκαστήκαμε λοιπόν να φύγουμε από το διαμέρισμα. Ήταν μία περίεργη και τρομακτική εποχή αυτή. Μόλις ξεκαθάρισαν τα πράγματα, πήγα σχολείο. Το Δημοτικό ήταν στη γειτονιά μου, και μετά από την τρίτη ή τετάρτη τάξη πήγα με υποτροφία στο Κολέγιο. Αυτά τα 10 χρόνια που έκανα στο Κολέγιο ήταν ένα φοβερό άνοιγμα του μυαλού και της ψυχής μου. Ήταν οι ιδανικές συνθήκες, κακά τα ψέματα. Και νομίζω ότι αξιοποίησα τα πράγματα που έμαθα εκεί.
Aυτοπροσωπογραφία του Δημήτρη Φιλιππίδη πάνω σε εφημερίδα, 1954
Πώς βρέθηκα στην Αρχιτεκτονική; Στο Κολέγιο είχαμε δύο καθηγητές, τον Καρτσονάκη και τον Μαλάμο, οι οποίοι μας έκαναν Καλλιτεχνικά. Ο Μαλάμος μάς έκανε πλάγια καλλιτεχνικά γράμματα. Ο Καρτσονάκης μάς έμαθε να ζωγραφίζουμε πλακατζίδικα. Σε αυτούς προσέφυγα όταν ήρθε η ώρα. Εγώ ήδη ζωγράφιζα. Στο σχολείο δηλαδή τελειώνοντας το Γυμνάσιο –και εννοώ το καλοκαίρι, γιατί μετά ξεκίνησε ο κακός χαμός από τα φροντιστήρια για να μπω στο Πολυτεχνείο- ζωγράφιζα καλά. Το καλοκαίρι λοιπόν παραθερίζαμε στο Μπογιάτι, οπότε έπαιρνα τις ακουαρελίτσες μου και το δισάκι μου και ζωγράφιζα επιτόπου τοπία. Έκανα μάλιστα μία έκθεση τότε στο Κολέγιο, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία και μου βούτηξαν σχεδόν όλα τα έργα που είχα βγάλει. Ήθελα να γίνω ζωγράφος, αλλά από την άλλη μεριά φοβόμουν, έτρεμα. Πώς θα τα έβγαζα πέρα; Ήξερα με ποιους τρόπους ζουν αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ τελείωνα το σχολείο το 1957 και δεν ήταν η εποχή της σούπερ ανάπτυξης. Τα πράγματα ήταν αρκετά στριμωγμένα.
Βρήκα λοιπόν αυτούς τους καθηγητές και τους ρώτησα τι θα μπορούσα να κάνω. Μου είπαν να γίνω αρχιτέκτονας. Ρώτησα τι είναι αυτό, γιατί δεν είχα ιδέα.
Στο σπίτι μου δεν ήξερε κανείς τίποτα. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός παλιά, η μητέρα μου νοικοκυρά. Δεν είχαμε κανένα στην οικογένεια που να έχει κάποια σχέση με αυτό το πράγμα. Μου είπε, «κοίτα να δεις, επειδή ζωγραφίζεις πολύ καλά, μάλλον θα τα πας καλά σε αυτό τον τομέα». Πριν το καταλάβω, βρέθηκα να κάνω φροντιστήριο σαν τρελός, προκειμένου να μπορέσω να μπω στις εισαγωγικές. Το φροντιστήριο το έκανα στον Τάκη τον Μάρθα, ο οποίος ήταν και αυτός αρχιτέκτονας και ζωγράφος ταυτόχρονα. Ήταν ένα από τα καλά φροντιστήρια εκείνης της εποχής. Εκεί λοιπόν, συνέχισε αυτή η ενθάρρυνση του καλλιτεχνικού κομματιού μου. Την αγάπησα αυτή την ατμόσφαιρα.
1954: ο Δημήτρης Φιλιππίδης ζωγραφίζει μέσα στον ναό της Αφαίας, στην Αίγινα σε σχολική εκδρομή
Όταν μπήκα στο Πολυτεχνείο, είχα πάρα πολλές ευκαιρίες να συνεχίσω να ζωγραφίζω, να κάνω χαρακτικά και όλα τα σχετικά. Όλο αυτό, παρόλο που έπρεπε να γίνω αρχιτέκτονας παράλληλα, κράτησε για όλη την περίοδο μαζί με το στρατιωτικό. Και να φανταστείτε ότι έκανα έργα τα οποία δεν τα παρουσίασα ποτέ, τα ήξεραν μόνο οι κοντινοί μου. Και μόνο πριν από 3-4 χρόνια, όταν έκανε το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής μία έκθεση με έργα αρχιτεκτόνων για να μαζέψει κάποια λεφτά, έδωσα κάποια έργα. Τότε όλοι έλεγαν «Α, ο Φιλιππίδης ζωγραφίζει!». Ήταν λοιπόν μία εποχή που η ζωγραφική για μένα ήταν κάτι πολύ σημαντικό και σπουδαίο.
Φαίνεται να σας κέρδισε ο λόγος, καθώς έχετε πλούσιο συγγραφικό έργο.
Αυτό τώρα είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Ήθελα να κάνω το ζωγράφο, έγινα αρχιτέκτονας. Στην αρχιτεκτονική κατάφερα να παντρέψω το καλλιτεχνικό, το αισθητικό και τα λοιπά. Πώς προκύπτει τώρα το γράψιμο; Πριν τελειώσω το Γυμνάσιο στο Κολέγιο, και υπογραμμίζω το Κολέγιο γιατί αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει σε ένα δημόσιο σχολείο εκείνης της εποχής, διότι εκείνη την εποχή το υπουργείο επέβαλε τη διδασκαλία της καθαρεύουσας. Εγώ τη σιχαινόμουν την καθαρεύουσα. Είχα δάσκαλο που είχε σηκωθεί μπροστά σε όλους στην τάξη και είπε, «έχουμε εδώ το παράδειγμα του Φιλιππίδη, ο οποίος είναι άριστος μαθητής, κι όμως κάνει απαίσιες εκθέσεις». Οι εκθέσεις μου ήταν για πέταμα εντελώς. Και λέει, «είναι αυτή η περίεργη περίπτωση, πώς ένας μαθητής που είναι άριστος σε όλα τα μαθήματα, στις εκθέσεις πατώνει». Πάτωνα επειδή δεν άντεχα αυτή τη γλώσσα. Ήταν ξερή και στεγνή.
Εκεί στα τελευταία χρόνια, έρχεται ένας καθηγητής, που τον έλεγαν Βασίλη Μοσκόβη, ο οποίος ήταν λογοτέχνης και μας έκανε Όμηρο στη Δημοτική. Τι ήταν αυτό! Τι αποκάλυψη ήταν αυτή! Τι όνειρο ήταν αυτό! Βρέθηκα να γράφω εργασίες ερωτικές για αυτόν τον κύριο Μοσκόβη. Δηλαδή ξόδευα όλη την Κυριακή, πριν τη Δευτέρα που έπρεπε να πάμε για μαθήματα, απασχολημένος να γράφω. Το πρόσεξε αυτό. Κατάλαβε ότι κάτι γινόταν. Εγώ εντωμεταξύ είχα πάρει φόρα με αυτές τις εργασίες, περιγράφοντας σαν σε ποίημα τι λένε στη ραψωδία Α και τη ραψωδία Β. Το κεντούσα. Δεν το έκανα δηλαδή από υποχρέωση. Το έκανα επειδή μου άρεσε.
Στην τελευταία τάξη, έλαβα μέρος σε ένα διαγωνισμό που διάλεγες το θέμα που ήθελες να δώσεις. Έγραψα ένα κείμενο για έναν ζωγράφο στο Άγιο Όρος, τον οποίο τον περιέγραψα σαν να ήμουν εγώ. Περιέγραφα τη δουλειά του μέσα στο πρωτάτο. Ήταν ο Μανουήλ Πανσέληνος, αυτός ο πολύ σημαντικός ζωγράφος. Η εργασία μου αυτή πήρε το πρώτο βραβείο. Αυτό ήταν το πρώτο καμπανάκι. Μετά ήρθε το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο ήταν μία φοβερή δοκιμασία, μία τρομερή προσπάθεια να μπορέσει κάποιος να αποκτήσει όλα αυτά που χρειαζόταν. Ήρθε και ο στρατός, που βρέθηκα εντελώς απομονωμένος στα Δωδεκάνησα, σε τόπο που δεν υπάρχει στρατός, ντυμένος στα πολιτικά και να επιβλέπω κάτι έργα μόνος μου, χωρίς κανέναν στρατιωτικό γύρω μου. Είχα βέβαια απέραντη μοναξιά, μόνος μου.
Βρεθήκατε και στην Κάρπαθο;
Στη Ρόδο και την Κάρπαθο έκανα το στρατιωτικό μου. Έμενα στα Πηγάδια και επέβλεπα έργα που γίνονταν πάνω από το χωριό Μενετές.
Προς το τέλος της θητείας μου πήγα στην Όλυμπο. Εκεί τα έπαιξα! Πήγα στο πανηγύρι του Άι-Γιάννη με ένα φίλο μου, τον οποίο έπεισα να έρθει παρά τις ταλαιπωρίες στη μετακίνηση εκείνης της εποχής, και μαγεύτηκα. Και τελείωσα τη θητεία μου. Μόλις τελείωσα μπήκα στον Δοξιάδη. Έκανα τρία χρόνια στην Ελλάδα και τρία χρόνια στην Αμερική.
Στην Ελλάδα δεν ήταν εύκολο. Ήταν η πρώτη φορά που δούλευα σε ένα μεγάλο γραφείο, με όλα τα καλά και τα κακά ενός μεγάλου γραφείου. Ήταν όμως πρωτοφανές για την Ελλάδα ένα τέτοιο γραφείο και μία τέτοια εμπειρία, γιατί δεν υπήρχε καμία τέτοια οργάνωση αντίστοιχη. Και αυτό μου έδωσε το «εισιτήριο» για να πάω Αμερική.
1969 Ο Δημήτρης Φιλιππίδης παρουσιάζει χάρτες μελέτης του Ντητρόιτ του Γραφείου Δοξιάδη, Ντητρόιτ, Μίσιγκαν (φωτ. εταιρίας Detroit Edison Co.)
Δηλαδή με έστειλε ο Δοξιάδης στην Αμερική, την εποχή που δούλευε εκεί ο ίδιος. Στα τρία χρόνια επάνω, παραιτήθηκα και μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Γιατί τώρα αυτό; Πάμε δύο βήματα πίσω. Όταν ήμουν στο Δοξιάδη στην Ελλάδα, έτυχε να κάνω παρέα με τρεις-τέσσερις άλλους ξένους συνομήλικους αρχιτέκτονες, που είχαν έρθει να δουλέψουν στο γραφείο στην Αθήνα. Κουβεντιάζοντας μαζί τους κατάλαβα ότι ο δικός μου κόσμος ήταν φοβερά περιορισμένος -οι γνώσεις μου, οι εμπειρίες μου, τα βιώματά μου. Ο ένας ήταν Νορβηγός, ο άλλος ήταν Ελβετός και ο άλλος Αμερικάνος. Ήταν από τελείως διαφορετικά μέρη, όμως είχαν τόσα πολλά πράγματα να πουν.
Ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε. Δεν μπορούσα να μείνω «σκέτος αρχιτέκτονας», έτσι όπως τελείωσα στην Ελλάδα. Και έτσι σταματάω το 1970. Εντωμεταξύ είχα παντρευτεί το 1966 και είχαμε κάνει δύο παιδιά. Παρόλα αυτά σταματάω το ’70 και μπαίνω στο πανεπιστήμιο στην Αμερική. Και κάνω Ανθρωπολογία, γιατί ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα και να κάνω μία διατριβή.
Ταλαντευόμουν ανάμεσα στην Κάρπαθο, που είχα γνωρίσει στο στρατιωτικό, και τη Σαντορίνη, που την είχα γνωρίσει αμέσως μετά.
Τελικά ασχοληθήκατε και με τους δύο αυτούς τόπους.
Με τη Σαντορίνη όμως δεν έκανα διατριβή. Η διατριβή μου έγινε με την Κάρπαθο. Αποφασίζω να πάω Κάρπαθο λοιπόν και τους το βάζω ως όρο στο Πανεπιστήμιο στην Αμερική. Αν με δεχτείτε, να ξέρετε ότι θα έρθω μόνο αν μου επιτραπεί να πάω στην Ελλάδα να κάνω τη διατριβή μου εκεί. Είχα καλή βοήθεια, έναν Ελληνοαμερικανό καθηγητή, τον Στέφανο τον Παρασκευόπουλο, καλή του η ώρα εκεί πάνω που είναι, ο όποιος με ενίσχυσε και με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε θάρρος. Τέλος πάντων, βρέθηκα στην Κάρπαθο. Άλλη περιπέτεια, άλλη τεράστια και φοβερή περιπέτεια!
Όλυμπος Καρπάθου, πίνακας που ζωγράφισε ο λαϊκός ζωγράφος / αρχιτέκτονας Βασίλης Χατζηβασίλης, από την Όλυμπο Καρπάθου, προς τιμήν του Δημήτρη Φιλιππίδη, στον οποίο και τον χάρισε.
Δεκαπέντε μήνες έμεινα επάνω στο χωριό, την Όλυμπο. Κατάφερα να νοικιάσω ένα μικρό σπιτάκι και τα δύο καλοκαίρια ήρθε η γυναίκα μου με τα παιδιά. Τον χειμώνα όμως τον πέρασα μόνος μου. Ούτε εγώ ξέρω πώς επέζησα εκεί πέρα.
Δεν είχε και ηλεκτρικό ακόμη στην Όλυμπο.
Δεν είχε ηλεκτρικό, δεν είχε νερό, δεν, δεν, δεν… Ήταν πολλά δεν. Όμως ήταν κάτι απίστευτο. Δηλαδή οι εμπειρίες, οι φιλίες, οι γνώσεις, που απέκτησα… Ήταν ένα σχολείο για μένα. Και έτσι γυρίζω στην Αμερική, τελειώνω τη διατριβή μου και επιστρέφω στην Ελλάδα στα τέλη του ‘73 με αρχές ‘74. Ήταν δύσκολη εποχή, είχαμε οικονομική κρίση, δεν μπορούσα να βρω πουθενά δουλειά. Πρώτα είχε επιστρέψει η γυναίκα μου με τα παιδιά, γιατί έπρεπε ο γιος μας να πάει πρώτη Δημοτικού. Η οικοσκευή ερχόταν χωριστά με καράβι. Συσκευασμένη, «έπλεε στον Ατλαντικό». Εγώ ήμουν άνεργος και απένταρος, γιατί ό,τι είχαμε, τα είχαμε φάει στην Αμερική. Τελευταία στιγμή πήγε η γυναίκα μου και δούλεψε λιγάκι για να αγοράσουμε κάποια βασικά πράγματα. Ευτυχώς βρίσκω δουλειά στο γραφείο του Γιάννη του Βικέλα. Έκατσα για έναν χρόνο. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Εκεί έβγαζα λεφτά που δεν είχα βγάλει ποτέ στη ζωή μου. Ούτε τότε, ούτε μετά. Ποτέ. Και τελείως συμπτωματικά έρχεται ένας παλιός γνώριμος από το Πολυτεχνείο και μου λέει ότι προκηρύχθηκε μία θέση εκεί και να πάω να δώσω τα χαρτιά μου.
Εξώφυλλο βιβλίου Πέντε δοκίμια για τον Α. Κωνσταντινίδη, 1997
Του είπα ότι δεν θέλω και ότι είμαι μία χαρά. Δεν ήθελα. Με παίρνει ξανά τηλέφωνο. «Έλα να τα δώσεις, δεν θα μετανιώσεις, είναι καλά». Και στέλνω τη γυναίκα μου με τους φακέλους. Δεν πήγα καν εγώ. Δεν πήγα να δω ούτε έναν από τους εκλέκτορες. Δεν πήγα ούτε να τους βρω για το εθιμοτυπικό. Και είχα ξεχάσει την ιστορία. Με παίρνει πάλι αυτός ο καλός ο φίλος εκ των υστέρων και μου λέει ότι πήρα τη θέση. Έτσι στο τρελό! Προσπάθησα να συνδυάσω τον Βικέλα με το Πολυτεχνείο, αλλά δεν δούλεψε αυτό. Όσο έμπαινα στο Πολυτεχνείο, τόσο περισσότερο ήθελα να δουλέψω και να έχω περισσότερες ώρες. Κάποια στιγμή, μετά από ένα χρόνο παραιτήθηκα. Τώρα ήμουν Πολυτεχνείο, ένα Πολυτεχνείο της μεταπολίτευσης. Κόλαση. Οι σπουδαστές ήταν ξεσηκωμένοι μετά από όλη αυτή την καταπίεση και τους διωγμούς. Το Πολυτεχνείο έβραζε σαν καζάνι. Δεν ήταν οι σπουδαστές το πρόβλημα. Ήταν οι συνάδελφοι, εντός εισαγωγικών. Ήταν ο τρόπος που ήταν οργανωμένη όλη αυτή η μικρή κοινωνία, τα γκρουπαρίσματα. Άσχημα πράγματα. Υπέφερα. Ήθελα να φύγω. Υπέβαλα την παραίτησή μου τρεις φορές και δεν έγινε δεκτή.
Σιγά-σιγά άρχισα όμως να συμβιβάζομαι, όχι να υποχωρώ. Άρχισα να βρίσκω τρόπους για να μη με τραυματίζουν και με ενοχλούν αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα. Δεν τα ήθελα. Στην Αμερική εγώ είχα μάθει όταν τελείωσα, έναν τελείως άλλο τρόπο συμπεριφοράς. Δηλαδή τη σχέση με το δάσκαλο, τη σχέση με τη γνώση.
Ποιες ήταν οι διαφορές ανάμεσα σε Ελλάδα και ΗΠΑ;
Ήταν τεράστιες. Αν σκεφτείς ότι πριν φύγω για Αμερική, η έννοια βιβλιοθήκη στο Πολυτεχνείο ήταν ένα μικρό δωμάτιο με πάγκους στενούς, όπου σου έφερναν το τεύχος με τις σημειώσεις του καθηγητή, που ήταν χειρόγραφο κιόλας, και έπρεπε εκεί να το διαβάσεις και να κρατήσεις σημειώσεις για το μάθημα.
Ο Δημήτρης Φιλιππίδης στη γραφομηχανή, γράφοντας στο Ann Arbor τη διατριβή του στο U of Michigan
Δεν το δανειζόσουν, δεν μπορούσες να το αγοράσεις. Αυτό κάτι λέει από μόνο του. Μετά, ήταν η επαφή με τον καθηγητή, ο οποίος ήταν εκεί πάνω. Αυτός κανόνιζε αν θα ζήσεις ή όχι. Ζωή ή θάνατος. Και ενώ υπήρχε μία συντροφικότητα μέσα στην τάξη ανάμεσά μας, υπήρχε μία ζωντάνια, διότι Έλληνες είμαστε έχουμε αυτό το πάρε-δώσε –και είμαι ευγνώμων που έζησα τέτοιες συνθήκες- όλο το υπόλοιπο ήταν ένα απαρχαιωμένο σύστημα.
Ήταν τρομακτικά ιεραρχημένο, με τον καθηγητή και από πίσω να έρχονται οι βοηθοί του. Φαντάσου ότι υπήρχαν βοηθοί, οι οποίοι ήταν εντελώς άμισθοι, οι οποίοι ήλπιζαν ότι κάποτε ο καθηγητής θα τους έκανε βοηθούς που θα πληρώνονταν. Αυτοί ακολουθούσαν από πίσω με την τσάντα του και βοηθούσαν για να σβήσουν τον πίνακα και τέτοια πράγματα.
Έχει αλλάξει αυτή η νοοτροπία σήμερα;
Βέβαια, σε τεράστιο βαθμό. Βρέθηκα λοιπόν μέσα σε αυτό και ήθελα να εφαρμόσω αυτά που είχα μάθει και ήξερα πόσο σημαντικά ήταν. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Γιατί και πάλι το Πολυτεχνείο ήταν ένα σύστημα ιεραρχημένο, συντηρητικό, κολλημένο σε όλες αυτές τις παραδόσεις των παλιών και πίσω από αυτό να κρύβονται αυτοί που δεν ήθελαν να γίνει καμία αλλαγή. Είναι γνωστά πράγματα. Όλα αυτά τα έφαγα στα μούτρα, ώσπου άρχισα και εγώ να παίζω ένα άλλο παιχνίδι, να κρύβω πράγματα, να μην τα λέω όλα, να μην ανοίγομαι, να τους αφήνω να υποψιάζονται πράγματα.
Ο Δημήτρης Φιλιππίδης μέσα στην τάξη της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ πριν αρχίσει το μάθημα, 1977
Και από την άλλη μεριά, όταν απευθυνόμουν στα παιδιά έγινα φοβερά δημοφιλής. Δηλαδή αγάπησαν τη διδασκαλία, που δεν το περίμενα. Μέχρι τότε η μόνη εμπειρία από τη διδασκαλία ήταν όταν είχα κάνει κάποια μαθήματα στην Αμερική, για να συμπληρώσω τα δίδακτρά μου.
Εδώ, βρισκόμουν μέσα στην τάξη, έβλεπα τους φοιτητές από κάτω και ήξερα ότι περιμένουν από μένα και εγώ πρέπει να τους προσφέρω κάτι. Όχι ρουτίνα, όχι κονσέρβα, αλλά να φανεί ότι ενδιαφέρομαι για αυτούς.
Αυτό ήταν για μένα μία φοβερή πρόκληση. Αυτό που κατάφερα, ήταν να πείσω ότι δεν είναι ρουτίνα αυτό που κάνω. «Εγώ αγωνίζομαι μαζί σας και εσείς με τσιγκλάτε και με βάζετε να μάθω πράγματα για να σας φέρω να σας τα δείξω».
O Δημήτρης Φιλιππίδης φωτογραφίζεται με παιδιά της τάξης στα σκαλιά του πρόπυλου της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, 1995
Όταν αναγκάστηκα να φύγω λόγω ηλικίας το 2005, ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο. Δηλαδή ένα χρόνο έκλαιγα. Ένα χρόνο θρηνούσα το ότι θα φύγω.
Εντωμεταξύ είχε μπει η συγγραφή στη ζωή σας.
Εντωμεταξύ, είχα ξεκινήσει να γράφω κιόλας. Δηλαδή όπως σας είπα μπήκα στο Πολυτεχνείο το ‘75, και ήδη το ‘77, μέσα σε δύο χρόνια με όλες αυτές τις δυσκολίες και τα μπερδέματα, είχα αρχίσει ήδη να γράφω το πρώτο μου μεγάλο βιβλίο, το οποίο θεωρήθηκε το πιο σημαντικό από όλα. Με τίτλο «Η Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», βγήκε το ’84-’85 και ήταν το θεμέλιο της φήμης μου. Άρχισα να γράφω σαν τρελός, ήδη σε συνεργασία με το Δουμάνη για άρθρα και για βιβλία.
Εξώφυλλο, Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, 2006
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, απέκτησα ένα καινούριο πάθος, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Αυτό δεν μου το ζήτησε κανένας, μόνος μου το έκανα. Το τι έχει τραβήξει η οικογένειά μου, δεν λέγεται. Τους έβαλα όλους στο αυτοκίνητο, τρέχαμε στα βουνά τα Σαββατοκύριακα και μετρούσα, φωτογράφιζα και μελετούσα τα πάντα.
Γιατί κέρδισε το ενδιαφέρον σας η παραδοσιακή αρχιτεκτονική;
Φυσικά, έχει να κάνει με τη διατριβή μου.
Έχει να κάνει με την αίσθηση ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν κοιτάς μόνο αυτό που είναι χτισμένο, αλλά κάτω από ποιες συνθήκες έγινε, ποιοι το κατοίκησαν, ποια ήταν η κοινωνική τους οργάνωση, ποιες ήταν οι αξίες τους.
Όλα αυτά είχαν βγει μέσα από τη διατριβή μου, δουλεύοντας στην Κάρπαθο. Και αυτό που έκανα ήταν ότι έχοντας την αίσθηση ότι όλα αυτά θα χαθούν, αυτό με ψυχοπλάκωνε. Έβλεπα γύρω μου όλα να καταστρέφονται, να αλλοιώνονται, γιατί κανείς δεν ήξερε πώς να τους φερθεί. Ήθελα να μπορέσω να δω όσο μπορώ περισσότερα. Από το ’75-’76 αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη Σαντορίνη. Εκεί πέρα είχαμε ένα σπίτι στην Οία, το οποίο δεν το είχα αγοράσει εγώ, αλλά η αδερφή μου.
Ο Δημήτρης Φιλιππίδης διαβάζει καθισμένος στο σπίτι τους στην Οία Σαντορίνης, όπου έμεναν τα καλοκαίρια, 1990
Εκείνη όμως κάποια στιγμή μου είπε ότι δεν το ήθελε και ότι δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Μου το έκανε πάσα. Και έτσι πηγαίναμε τα καλοκαίρια εκεί πέρα. Μέναμε σε ένα σπίτι, ένα παλιό υπόσκαφο, το οποίο είχε στέρνα για νερό απέξω. Δεν είχε ηλεκτρικό, είχε ένα μικρό WC που είχε χτιστεί απέξω. Και εκεί ζήσαμε 20 χρόνια, ενώ γύρω μας γινόταν ο χαμός στην Οία, γιατί ήταν πάνω στην καλντέρα προς τα μέσα. Στο ηφαίστειο δηλαδή.
Και κατάφερα να πείσω την οικογένειά μου να ζήσουμε εκεί για 20 χρόνια, με κεριά, με φακούς, με νερό που βγάζαμε με κουβάδες από τη στέρνα και να περνάμε και καλά. Αυτό λοιπόν ήταν ένα μάθημα. Αυτό που πίστευα το εφάρμοσα στον εαυτό μου. Δεν ήταν θεωρητικό, χωριστά από το πρακτικό.
Έκανα λοιπόν αυτές τις δουλειές και βρέθηκα πάλι συμπτωματικά μπλεγμένος με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τους οχτώ τόμους που έγραψα μέσα σε μία διάρκεια δέκα ετών. Έτσι, βρέθηκα να βάζω και πράγματα που είχα κάνει και εγώ, αλλά και να στρατολογώ και απέξω διαφορές μελέτες. Είναι και αυτός ένας μεγάλος τομέας ενδιαφέροντος.
Γιατί πιστεύετε ότι αγαπήθηκε τόσο πολύ το πρώτο σας βιβλίο; Είπατε πριν ότι οφείλετε τη φήμη σας σε αυτό.
Είχε πλάκα. Στην αρχή, γυρίζοντας από την Αμερική, έβλεπα γύρω μου τα πράγματα όπως θα τα έβλεπε ίσως ένας ξένος. Γιατί είναι αυτό έτσι π.χ.; Γιατί στην Ελλάδα η Αρχιτεκτονική είναι έτσι και δεν είναι διαφορετική; Επειδή ερχόμουν απ’ έξω. Αν είχα μείνει εδώ, δεν θα τα έβαζα αυτά τα ερωτήματα. Άρα, η απορία ήταν το γιατί είναι έτσι τα πράγματα. Όσοι είχαν γράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και δεν ήταν τόσοι πολλοί, ήταν ελάχιστοι, είχαν γράψει για κομμάτια. Ο Κώστας ο Μύρης είχε γράψει για τα νεοκλασικά για παράδειγμα. Άλλοι είχαν γράψει άρθρα. Και ο Δουμάνης είχε γράψει. Αλλά ήταν για κομμάτια, ενώ εγώ ήθελα τη γενική εικόνα. Και για να γίνει όλη αυτή η γενική εικόνα, έπρεπε να το τρέξω όλο από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να ψάξω και να βρω υλικό εκεί πέρα που κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε. Οι βιβλιοθήκες και οι γνώσεις ήταν ελάχιστες.
Εορτή στη «Μεγάλη Βρετανία» , οργανωμένη από τον εκδ. οίκο «Μέλισσα», για να τιμηθεί η ολοκλήρωση του πολύτομου έργου Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, 1991
Άρχισα να γυρίζω στην Αθήνα με τη μηχανή κρεμασμένη μπροστά μου. Και όπου μπορούσα σταματούσα και τραβούσα φωτογραφίες. Έτσι απέκτησα ένα σώμα φωτογραφικού υλικού, το οποίο δεν μπορούσα να βρω πουθενά αλλού. Ήταν μία καλή σκέψη να κάνω κάτι που δεν υπήρχε πριν στην Ελλάδα, να καλύψει αυτό το κενό. Και φυσικά να κερδίσω και εγώ μία απάντηση στα ερωτήματα που έβαζα.
Ποιες ήταν οι βασικότερες απαντήσεις που νιώσατε ότι πήρατε τότε;
Η βασική μου υπόθεση ήταν ότι υπάρχει ένα νήμα που συνδέει όλα όσα γίνονται στην Ελλάδα στην Αρχιτεκτονική, ασχέτως των μορφολογικών αλλαγών που συμβαίνουν από εποχή σε εποχή. Και αυτό το νήμα έχει να κάνει με τη σχέση μας με τον τόπο. Αυτό που μερικές στιγμές το είπαν ελληνικότητα.
Σε σχέση με αυτά που έχουμε γύρω μας, τη φύση, το κλίμα, αυτά που είπε και ο Κωνσταντινίδης και ο Γιαννόπουλος πιο παλιά, ότι ζούμε σε έναν τόπο κοινό για εμάς και τους προγόνους μας. Εδώ που περπατάμε εμείς, περπατούσαν και εκείνοι πριν. Είναι αυτή η αίσθηση ότι αυτό δεν σταμάτησε κάποια στιγμή, αλλά πήγαινε συνέχεια. Και επειδή πήγαινε συνέχεια, έφτανε να χρωματίζει το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι, σχεδίαζαν και έχτιζαν.
Εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Φιλιππίδη: “Για την ελληνική πόλη”. Μεταπολεμική πορεία και προοπτικές, 1990
Αυτό δεν ήταν το ίδιο έντονο συνέχεια. Είχε και τα πάνω και τα κάτω του. Υπήρχαν εποχές που επικρατούσαν διεθνείς συνθήκες. Από ένα σημείο και ύστερα, όλες οι μόδες, οι τάσεις και τα λοιπά έρχονταν απέξω. Και έπρεπε να γίνει εδώ η αφομοίωση, η προσαρμογή, η αντιγραφή, όλα αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά παίζουν με το μοντέλο που είπα. Ένα μοντέλο στο οποίο είμαστε εμείς, έχουμε αίσθηση ότι είμαστε διαφορετικοί από αυτούς που είναι απέξω, αλλά επηρεαζόμαστε γιατί θέλουμε να τους μοιράσουμε. Υπήρχε αυτός ο μεγάλος καημός να τους φτάσουμε μετά από το 1830. Ήταν πώς θα συγχρονιστούμε, πώς θα εκμοντερνιστούμε και πώς θα εξευρωπαϊστούμε. Και αυτά συνεχίζουν και δεν σταματούν ποτέ.
Εγώ θα ήθελα να σας ρωτήσω αν αυτό το συνεχές παραμένει αδιατάρακτο.
Ναι, το πιστεύω, παρόλο που τώρα δεν χρειάζεται να κάνεις αντιγραφή λαϊκής αρχιτεκτονικής για να θεωρηθείς Έλληνας αρχιτέκτονας. Έχουν αλλάξει τα κριτήρια. Έχουν αλλάξει οι όροι και τα κριτήρια, αλλά νομίζω ότι υπάρχει ένα κοινό κλίμα που κάπου τους συνδέει όλους. Δηλαδή εντάξει οι διεθνείς τάσεις και η παγκοσμιοποίηση, αλλά πάντα υπάρχει ένας πυρήνας από αυτό που κάτι έχει περισσέψει.
Τεύχος έρευνας: “Η κατοικία στην Αθήνα τη δεκαετία του ’30”, Δ. Φιλιππίδης (επιστ. υπεύθ.), Η. Κωνσταντόπουλος, Μ. Μαρμαράς, Β. Τσούτσουρα και Η. Χριστοφιλόπουλος. Μετά την αποχώρηση των 2 τελευταίων, προστέθηκε ο Π. Νικολαΐδης (πολυγραφημένο).
Αυτά τα πάνω-κάτω, τα σκαμπανεβάσματα, οι ισορροπίες, οι υπερβολές, η γενιά του ‘30 που προσπαθούσε να συνδυάσει τα ελληνικά στοιχεία με τα μοντέρνα, τα εξωτερικά, αυτό είναι ένα κομμάτι καλά τεκμηριωμένο. Το ίδιο έγινε όμως και μετά τον πόλεμο. Και τώρα το ζούμε κάτω από άλλες συνθήκες πάλι. Ήθελα να είμαι ο ουδέτερος και να μην πω ότι προτιμώ κάτι συγκεκριμένο, αν και λάτρευα την απολυτότητα του μοντέρνου του ‘30.
Kαι για αυτό ήθελα να σας ρωτήσω αν αγαπήσατε το μοντέρνο κίνημα. Η ουδετερότητα με ξένισε κάπως.
Nαι, αλλά από την άλλη μεριά προσπαθούσα κάπως να το ελέγξω, να μη φανεί ότι θεωρώ ότι είναι αυτό και τίποτα άλλο.
Tι σας άρεσε;
Mου άρεσε γιατί είχε μία καθαρότητα γραμμής, είχε μία αφαιρετικότητα, πού πιστεύω ότι χρειάζεται στην Αρχιτεκτονική. Η Αρχιτεκτονική δεν μπορεί να γίνει κυριολεκτική. Όχι μόνο δεν μπορείς να αντιγράψεις, αλλά δεν μπορείς ούτε να κάνεις πράγματα τα οποία είναι πληθωρικά και φορτωμένα.
Αυτά είναι πράγματα, τα οποία τα βλέπω κάπως από απόσταση. Άρα προτιμούσα το απλό, το σεμνό, το καθαρό, το καλά επεξεργασμένο και τέλος πάντων νομίζω ότι εκείνη την εποχή το πετύχαμε. Θαύμαζα τον Νίκο τον Μητσάκη, ο οποίος πέθανε άδοξα το ‘42, γυρίζοντας από τον πόλεμο. Ο Νίκος ο Μητσάκης, αν ζούσε, θα ήταν ο πιο σπουδαίος αρχιτέκτονας. Φοβερό ταλέντο. Γνώριζε και όσα γίνονταν με τον Πικιώνη από τη μία μεριά. Και από την άλλη μεριά έκανε συνθέσεις καθαρά σε μοντέρνο ύφος, ανώτερες από οτιδήποτε άλλο. Ανώτερες και από του Καραντινού. Ο Καραντινός εμένα ποτέ δεν μου γέμιζε το μάτι.
Ο Δημήτρης Φιλιππίδης στην Οία Σαντορίνης, όπου έμεναν τα καλοκαίρια, 1990
Και το λέω αυτό γιατί ο Καραντινός κατάφερε να σφετεριστεί τη θέση του, διότι είχε αναλάβει να μαζέψει υλικό για να βγει το περίφημο λεύκωμα, και τελικά εκεί μέσα έχωσε όλες τις δικές σου δουλειές. Υπήρχαν άλλοι που θα μπορούσε να τους είχε προβάλλει εξίσου. Δεν ήταν αντικειμενικός. Δεν είναι μεγάλη αμαρτία, πολλοί το κάνουν. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Ο Μητσάκης για μένα είχε ποιότητες που δεν είχε κανένας άλλος και ήταν μοντέρνος. Έκανε κάτι προσχέδια για το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τα οποία δεν έγιναν ποτέ βέβαια. Ήταν άχρονα. Ήταν εκτός χρόνου. Δεν λες ότι αυτό είναι το τάδε, της τάδε εποχής. Ήταν μία αρχιτεκτονική που ξεπερνάει τα χρονικά όρια. Για μένα είναι θαυμάσια αυτά.
Θεωρείτε ότι πιο πριν και ο νεοκλασικισμός είχε αγγίξει το άχρονο;
Ο νεοκλασικισμός ήταν πάλι ένα προκλητικό θέμα συζήτησης, γιατί τη μεταχείρισή του σε συνδυασμό με την παράδοση, την ταύτιση με τους προγόνους και όλα αυτά δεν τα άντεχα καθόλου. Ο κλασικισμός ήταν μία ηρωική χειρονομία, σε μία Ελλάδα η οποία μόλις έβγαινε από φοβερές συνθήκες. Ήταν κατεστραμμένη και ρημαγμένη. Ίσως ήταν σε πρώτη φάση κάτι φρέσκο, κάτι καινούριο, κάτι γεμάτο ζωή. Όπως ήταν και οι πρώτες πόλεις που φτιάχτηκαν εκείνη την εποχή. Μετά ο νεοκλασικισμός έγινε συμβατικός, έγινε το κατεστημένο, έγινε η επίσημη Αρχιτεκτονική. Μοιραίο είναι να περάσει αυτά τα στάδια. Και ο νεοκλασικισμός ζει ακόμη και σήμερα. Προχθές ήμασταν στο Ψυχικό και περπατούσαμε, κάναμε βόλτες με τη γυναίκα μου και είδαμε κάποια νεοκλασικά που δεν τα είχαμε προσέξει παλιά. Και λέγαμε, «α, να ένα καινούριο νεοκλασικό».
Εξώφυλλο, Προάστια και εξοχές της Αθήνας του ’30, 2006
Είναι μία μίμηση όμως αυτό.
Ναι εντάξει, αλλά ο πελάτης ή ο αρχιτέκτονας αυτό θέλει. Δεν πεθαίνει ο νεοκλασικισμός. Μάλλον ο κλασικισμός και όχι ο νεοκλασικισμός, κλασικισμός είναι κάτι ευρύτερο. Ο κλασικισμός είναι ένα ιδανικό, το οποίο όπως είπε ο Πορφύριος δεν είναι καν στιλ. Έχει δίκιο.
Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα και να βάζεις μία τάξη, μία οργάνωση και μία ισορροπία. Αυτό είναι κλασικισμός. Ο οποίος μάλιστα ανατρέπεται από το μοντέρνο κίνημα και ξαναστήνεται με το μοντέρνο κίνημα. Αυτά είναι τα ωραία και τα αντίστροφα που συμβαίνουν.
Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης της Δανάης Μακρή με το Δημήτρη Φιλιππίδη έρχεται σύντομα.
Κλείστε τα εισιτήρια σας για τη φετινή διοργάνωση ΕΣΩ εδώ!
ESW Sponsors
Platinum Sponsor: ALUMIL
Gold Sponsor: ORAMA MINIMAL FRAMES
Silver Sponsor: ELVIAL
Bronze Sponsor: EUROPA
Distinctive Sponsor: ALUMINCO
Grand Sponsors: BENJAMIN MOORE, BLUM, FURNITURE GALLERY, GRUPPO CUCINE, LAFARGE, MARMYK, MARMOURIS, MOCKUP SPACES, NEOKEM, SATO, TSIALOS, URBI ET ORBI
Creative Sponsor: NAFPLIOTIS
READ ALSO: ΕΣΩ 2023 Meet the speakers | Kristian Villadsen, GEHL Architects