«Ίσως, για να μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τη δημόσια προσβασιμότητα και την περιβαλλοντική σημασία της ακρογιαλιάς, πρέπει πρώτα να φανταστούμε εναλλακτικά προγράμματα για αυτές, πέρα από τις καλοκαιρινές βουτιές και την ηλιοθεραπεία.» | Συνέντευξη kyklàda press 

text in EN, GR

To Archisearch συνομίλησε με τον David Bergé, ιδρυτή και διευθυντή του kyklàda.press και τον George Papam, ανθρωπογεωγράφο, αρχιτέκτονα και συνεκδότη των «Islands After Tourism» και «The Beach Machine» για το kyklàda.press, το bookmaking, τις “μονοκαλλιέργειες του τουρισμού” και αν μπορούμε να φανταστούμε κάποια εναλλακτικά προγράμματα για τις ακτές του Αιγαίου «πέρα από καλοκαιρινές βουτιές και ηλιοθεραπεία».

*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά στο Archisearch The Paper Edition.

— συνέντευξη: Τίνα Μαρινάκη

Tο kyklàda.press αποτελεί ένα μικρό εκδοτικό οίκο ή ένα «εκδοτικό project» με έδρα την Αθήνα που ιδρύθηκε το 2020, και παρουσιάζει ήδη μια σειρά από 10 συμπαγή βιβλία στον ολοένα αυξανόμενο κατάλογό του.

Υπό τη διεύθυνση και καθοδήγηση του David Bergé το kyklàda.press είναι ένα πείραμα γραπτού λόγου που εμβαθύνει στα φαινόμενα του Αρχιπελάγους του Αιγαίου. Κάθε βιβλίο είναι συνυφασμένο με την ουσία της ζωής στα νησιά όπως η δημόσια υγεία, ο τουρισμός, η εξόρυξη, οι θεραπευτικές υποδομές, οι τοπογραφίες της παραλίας, η  παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η έκφραση του θρήνου και της στοργής.

DAVID BERGÉ, GEORGE PAPAM © NIKOS AKRITIDIS

ΤΜ: Πότε ξεκινήσατε το kyklàda.press; Ποια ήταν η ιδέα πίσω από αυτό; Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για την πολυεπιστημονική, συλλογική σας προσέγγιση;
DB: Ως καλλιτέχνης είμαι κυρίως γνωστός για το έργο μου Walk Pieces, ένα έργο που ανέπτυξα το 2008 και του οποίου η μορφή είναι βασισμένη στο χρόνο και στη συμμετοχή, καθοδηγώντας σιωπηλά μικρές ομάδες ανθρώπων στα αστικά κέντρα μέσα από συγκεκριμένες διαδρομές.

Αναζητώντας τρόπους να επεκτείνω και να υλοποιήσω διαφορετικά αυτή την πρακτική, άρχισα να πειραματίζομαι με τη γραφή στις αρχές του 2019. Γράφοντας για το χώρο με έναν υλικό και ενσώματο τρόπο, παρόμοιο με τους περιπάτους μου, όπου δεν εξηγώ λεκτικά το χώρο αλλά τον «περπατάω», σιωπηλά, σε συγκεκριμένο ρυθμό και σκηνική δραματουργία, αλληλοεπιδρώντας με ό,τι συμβαίνει στην πόλη ενώ τη διαπερνάμε, στο παρόν και ιστορικά.

Ήθελα αυτός ο γραπτός λόγος να διανεμηθεί σε φυσική μορφή και ήξερα ότι η δημιουργία βιβλίων κατά τη διάρκεια και μετά τον κορωνοϊό θα ήταν δύσκολη, δεδομένου του χρόνου που καταναλώναμε στην οθόνη, ένα φαινόμενο που αντιμετωπίζαμε και ολοένα αυξανόταν κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, καθώς και της τεχνητής νοημοσύνης που «περίμενε στη γωνία». Αυτά τα στοιχεία θα άλλαζαν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θα αντιμετώπιζαν την ανάγνωση, τα βιβλία ως αντικείμενα, τις μορφές γραφής που βασίζονται στη γνώση και τη δημοσίευση περιεχομένου. Έτσι αποφάσισα να φτιάξω ένα συμπαγές αντικείμενο, ελαφρύ και όχι περίπλοκο στη μεταφορά, μια σειρά βιβλίων με αναγνωρίσιμο σχέδιο εξωφύλλου, όπου το νερό, ο άνεμος και το αλάτι της παραλίας μπορούν να γίνουν μέρος της εμπειρίας ανάγνωσης αφήνοντας τα σημάδια τους στο μη πλαστικοποιημένα εξώφυλλό τους.

Ίδρυσα τις εκδόσεις kyklàda.press το 2020 για να διανείμω αυτά τα βιβλία και να βρουν το δρόμο τους προς τους αναγνώστες.

Κάθε βιβλίο kyklàda προκύπτει από ένα κεντρικό θέμα. Πέντε έως έξι συνεργάτες από διαφορετικές πρακτικές δημιουργούν κάθε βιβλίο μαζί, μεταδίδοντας γνώσεις από βιωμένες εμπειρίες σε νησιά: αρχαιολογίες των συναισθημάτων, εκφράσεις επιθυμίας και θλίψης, στοργής και πόνου, κατασκευασμένα τοπία, ανθρωπογεωγραφίες και ιστορικές (α)συνέχειες.

Το τοπίο του βιβλίου έχει αλλάξει τρομερά από το 2020. Σήμερα, βλέπετε πολλά περισσότερα μικρά βιβλία στην αγορά και ένα νέο είδος χώρου τέχνης: το κατάστημα βιβλίων τέχνης. Αυτός ο χώρος συγκεντρώνει πολλές ιδέες και αισθητικές, ενώ αντίθετα στις γκαλερί και τους πιο συμβατικούς χώρους τέχνης η εμπειρία που προτείνεται συχνά επικεντρώνεται γύρω από μία αισθητική. Τα βιβλία μεσαίου μεγέθους έχουν λάβει τη μορφή ηλεκτρονικής έκδοσης και οι μονογραφίες καλλιτεχνών και τα coffee table books αρχιτεκτονικής έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις από ό,τι πριν από το 2020.

Μαζί με τον καλλιτέχνη Ant Hampton, ίδρυσα το 2023 τις Time Based Editions κάτω από την ίδια ομπρέλα, ας πούμε την queer αδελφή της kyklàda: Μια σειρά βιβλίων όπου σαρώνεις έναν κωδικό QR στο πίσω εξώφυλλο, το οποίο ενεργοποιεί ένα soundtrack στο τηλέφωνό σου , στο οποίο ένας καλλιτέχνης σε καθοδηγεί στο βιβλίο που αποτελείται κυρίως από οπτικό υλικό. Κατά την περιήγηση στο φυσικό βιβλίο, το soundtrack δημιουργεί μια εμπειρία που βασίζεται στο χρόνο. Το πρώτο βιβλίο έχει κυκλοφορήσει τώρα και αποτελείται από 77 λεπτά και 232 σελίδες.



ΤΜ: Ο κατάλογός σας μετράει ήδη 10 τίτλους. Πώς επιλέγετε κάθε θέμα;
DB: Και πάλι, ακούω και ανταποκρίνομαι στο χρόνο και τον τόπο, ακριβώς όπως με τα Walk Pieces μου. Μερικές φορές, περιγράφοντας κανείς με ακρίβεια ένα γεγονός στο παρελθόν, αφήνει τον αναγνώστη να κάνει τη σύνδεση με τον παρόντα χρόνο. Το 2020, εκδώσαμε το «Public Health in Crisis (Δημόσια Υγεία σε Κρίση)», ένα βιβλίο που επιμελήθηκε η Δήμητρα Κονδυλάτου και μιλάει για τα νησιά και τα μέτρα καραντίνας με επίκεντρο το πρώην λοιμοκαθαρτήριο Λαζαρέτων στη Σύρο. Ένα χρόνο αργότερα, δημοσιεύσαμε το «Architectures of Healing (Θεραπευτικές αρχιτεκτονικές)», εξετάζοντας πιο ολιστικές προσεγγίσεις για τη σωματική και ψυχική υγεία. Αυτό το βιβλίο, με συνεισφορές της Αντιγόνης Σαμέλλας και της Milica Ivić, που εκδόθηκε το 2021, εξερευνά αρχιτεκτονικές και βασικές μορφές φροντίδας και θεραπείας, ξεκινώντας από τα ασκληπιεία, τους αρχαίους θεραπευτικούς ναούς, προσπαθώντας να φανταστεί τι θα μπορούσαν να είναι αυτά τα μέρη σήμερα. Εκείνη την εποχή, στο δεύτερο lockdown, οι άνθρωποι επιθυμούσαν έντονα άλλες θεραπευτικές ιδέες. Αλλά κάναμε, επίσης, ένα βιβλίο για την «Εξόρυξη (Extractions)», με τη Λυδία Ξυνογαλά και την Aslı Özdoyuran, για τον τρόπο με τον οποίο ιστορικά τα ορυκτά στοιχεία παρήχθησαν, διαδόθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά στην περιοχή του Αιγαίου. Συχνά ξεκινώ και αναπτύσσω περαιτέρω το βιβλίο σε διάλογο με τους επιμελητές και συγγραφείς που συμμετέχουν.


Τα βιβλία συνδημιουργούνται από όλους όσους συνεισφέρουν σ’ αυτό, και ως τέτοια αποτελούν ένα πείραμα όπου η εξέλιξη της αρχικής ιδέας είναι δύσκολο να προβλεφθεί. 

ΤΜ: Η προσέγγισή σας επικεντρώνεται στην παραγωγή κειμένων εμπνευσμένων από τα νησιά των Κυκλάδων. Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τις Κυκλάδες; Τι κάνει αυτά τα νησιά σημαντικά για εσάς;
DB: Τα νησιά στο Αιγαίο είναι για μένα μια απίστευτη σύγκλιση ανθρώπινων πολιτισμών, ακραίων ετερογενών και τοπικών οικοσυστημάτων. Αυτό που κάνει την τοπογραφία κάθε νησιού συναρπαστική, είναι ότι πάνω από το μισό παραμένει κρυμμένο μέσα στη θάλασσα.

ΤΜ: Το The Beach Machine αναφέρεται στην παραλία ως μηχανή και μιλά για την εμβληματική χωρική τυπολογία της παραλίας. Θα μπορούσατε να περιγράψετε εν συντομία τον στόχο του βιβλίου και τη συλλογή κειμένων;
GP: Αν ο κλάδος της ελληνικής φιλοξενίας παρομοιάζεται ευρέως με «βιομηχανία», τότε ο κύριος «εργοστασιακός της χώρος» είναι η παραλία και ο παράκτιος χώρος. Αν και αυτό το σχήμα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, οι επιπτώσεις του λαμβάνουν αναλογικά λιγότερης προσοχής. Η παραλία γίνεται πιο συχνά αντιληπτή ως χώρος αναψυχής, παραμελώντας έτσι τις βασικές της ιδιότητες ως μέρος αυτού που ο Keller Easterling αποκαλεί «υποδομικό χώρο» (infrastructure space). Ως εκ τούτου, το βιβλίο, το οποίο επιμεληθήκαμε από κοινού με τον Φοίβο Καλλίτση και τον David, προσεγγίζει την παραλία ως ένα χωρικό παραπροϊόν το οποίο χαρακτηρίζεται μάλλον από τις τεχνικές του ιδιότητες και το οποίο πολλαπλασιάζεται σε όλη την παγκόσμια ζώνη του ήλιου. Τα περιεχόμενα του βιβλίου επιχειρούν να φωτίσουν αυτή την «επιχειρησιακή» και λειτουργιστική φύση της παραλίας: τα χωρικά πρωτόκολλα, τις διαδικασίες συντήρησης και τα τεχνητά τοπία που τη χαρακτηρίζουν. Από χαρτογραφήσεις  των μετακινήσεων της άμμου στο νησί της Λευκάδας, μέχρι τα μεταπολεμικά αναπτυξιακά πρότζεκτ στη Δήλο και τη Μύκονο, και από ιστορικές και σωματικές εξερευνήσεις της αθηναϊκής ριβιέρας, μέχρι τελετουργίες γύρω από τα σχέδια οικολογικής πιστοποίησης, τα κείμενα πλαισιώνουν την παραλία ως μια μηχανή με πρωτόκολλα λειτουργίας και μεταβολικές ανάγκες που καταλαμβάνουν γη και σώματα καθιερώνοντας παράλληλα μορφές περιβαλλοντικού ελέγχου.


ΤΜ: Στο βιβλίο σας The Beach Machine αναφέρετε «Η παραλία ως αμφισβητούμενος χώρος και η Γαλάζια Σημαία ως επιτελεστική χωρική επιγραφή και πρωτόκολλο μιας τυποποιημένης ανθρωποκεντρικής εμπειρίας του τόπου».
GP: Με βάση την παραπάνω μεταφορά, ο «εργοστασιακός χώρος» της παραλίας δεν θα μπορούσε παρά να έχει και τα δικά του πρωτόκολλα τυποποίησης.
H λεγόμενη «Γαλάζια Σημαία»  στην Ελλάδα, υποτίθεται ότι επιβραβεύει τη βιώσιμη μεταχείριση των ακτών. Αλλά σε αντίθεση με άλλα πιστοποιητικά και σήματα τυποποίησης, η Γαλάζια Σημαία συνοδεύεται από ετήσιους συμβολικούς εορτασμούς που μερικές φορές λαμβάνουν τη μορφή περίτεχνων τελετουργιών: η σημαία φέρεται, υψώνεται και τιμάται με ένα σχεδόν θρησκευτικό τρόπο. Στην έρευνά μου μελέτησα αυτές τις τελετουργίες για να υποστηρίξω ότι το πλούσιο συμβολικό και υποδομικό έργο της Γαλάζιας Σημαίας  διαμορφώνει περιβαλλοντικά υποκείμενα, ενώ παράλληλα τυποποιεί την περιβαλλοντική εμπειρία. 

Κρίσιμο, ωστόσο, είναι ότι οι αναφορές στο περιβάλλον αποσυνδέονται στην πράξη από τη βιογεωφυσική υλικότητα και στηρίζονται μάλλον σε αντιλήψεις για το περιβάλλον ως εθνικό-πολιτιστικό τοπίο και ως μέρος των προσφερόμενων υπηρεσιών φιλοξενίας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το συμβολικό έργο γύρω από τη Σημαία είναι κενό ή ανειλικρινές, αλλά μάλλον δείχνει ότιη έννοια του περιβάλλοντος λειτουργεί περισσότερο ως μέσο αφηγηματικό παρά ως υλικό.

ΤΜ: «Το Κυκλαδικό Τοπίο είναι και αγροτικό και αστικό» αναφέρετε στην ιστοσελίδα σας.
DB: Στο kyklàda.press πιστεύουμε ότι τα νησιά δεν είναι εξωτικές οντότητες απομονωμένες μέσα στη θάλασσα. Τα νησιά παραμένουν αλληλένδετα με την ηπειρωτική χώρα και μεταξύ τους, από την κορυφή των βουνών μέχρι τις κρυφές τοπογραφίες του βυθού της θάλασσας: μια πληθώρα πλασμάτων και μη οργανικής ύλης που ζει σε συνεχή συμβίωση με το νερό, τις τεκτονικές πλάκες, τους αγωγούς ορυκτών καυσίμων και τα καλώδια δεδομένων. Αν κοιτάξουμε τη βλάστηση στους λόφους της πόλης της Αθήνας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρουσιάζουν μια κάπως κυκλαδίτικη συνέχεια.

GP: Η ιδιόμορφη αστική φύση του αρχιπελάγους του Αιγαίου έχει συζητηθεί από γεωγράφους, κοινωνιολόγους και αρχιτέκτονες/πολεοδόμους ένα περιεκτικό παράδειγμα είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στη 10η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, με τίτλοΤο Αιγαίο: Μια Διάσπαρτη Πόλη The dispersed urbanity of the Aegean Archipelago»). Αυτή η εκτεταμένη αστικοποίηση εκφράζεται χωρικά όχι τόσο σε πληθυσμιακές συγκεντρώσεις, αλλά σε λειτουργίες, υποδομικές εξάρσεις και προγραμματικές πυκνότητες, με τις οποίες φορτίζονται εποχιακά τα νησιά. Ταυτόχρονα, ειδικά σε ό,τι αφορά τις Κυκλάδες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταπολεμικές ανθρώπινες και πολιτιστικές γεωγραφίες τους συνδυάζονται με αυτές της Αθήνας (από γειτονιές νησιωτικών κοινοτήτων στην Αθήνα μέχρι εργατικό δυναμικό και ροές κεφαλαίων μεταξύ των δύο κ.λπ.).



“Xρειαζόμαστε μια ριζική επανεξέταση του τι θέλουμε να κάνουμε στις ακτές.”



ΤΜ: Το Islands After Tourism αναφέρεται στη συζήτηση για τον υπερτουρισμό που άρχισε να εμφανίζεται, αλλά επιμένει στην ανάγκη να ξεφύγουμε από τη «μονοκαλλιέργεια του τουρισμού» αντί των «πρόσφατων προσπαθειών για την αποκατάσταση ενός προηγούμενου status quo που είχε αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα» «μέσα στις κοσμολογίες του τουρισμού». Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα;
GP: Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ενθαρρυντικό το ότι είδαμε την ανησυχία για τον υπερτουρισμό να αποτελεί θέμα συζήτησης στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και ακόμα πιο ενθαρρυντικό το ότι είδαμε κοινότητες από τα κάτω να οργανώνουν τις δικές τους μορφές αντίστασης. Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες αποκαλύπτουν ανησυχίες μάλλον διαχειριστικής λογικής, και όχι τόσο την επιθυμία να ξεφύγουμε πλήρως από την κυριαρχία του τουρισμού. Στην πραγματικότητα πολλές εκφάνσεις του δημόσιου διαλόγου, όπως π.χ. οι διάφορες μορφές «έκφρασης για την αειφορία», αποσκοπούν στην επίλυση των αντιφάσεων που είναι αλληλένδετες με τα περιβαλλοντικά προβλήματα, το κεφάλαιο, τις οικονομίες κλίμακας και την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη, ενώ ουσιαστικά διατηρούν —για να μην πω διαφυλάσσουν– τις τρέχουσες μονοκαλλιέργειες του τουρισμού. Θέλω να επιμείνω ότι λέγοντας αυτό δεν έχω σκοπό να υποβαθμίσω τη σημασία των διαφόρων μορφών αντίστασης που είδαμε τα προηγούμενα καλοκαίρια, αλλά μάλλον να προτείνει, όπως κάνει το βιβλίο στο σύνολό του, ότι χρειαζόμαστε περισσότερα: χρειαζόμαστε μια ριζική επανεξέταση του τι θέλουμε να κάνουμε στις ακτές.

Ίσως, για να μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τη δημόσια προσβασιμότητα και την περιβαλλοντική σημασία της ακρογιαλιάς, πρέπει πρώτα να φανταστούμε εναλλακτικά προγράμματα για αυτές, πέρα από τις καλοκαιρινές βουτιές και την ηλιοθεραπεία.

ΤΜ: Ο ρόλος του τουρισμού και η αρχιτεκτονική του τουρισμού έχουν στερεοτυπικά θεωρηθεί ως όχημα εκσυγχρονισμού της Ελλάδας μέσω της ανάδειξης κατασκευασμένων τουριστικών τοπίων (ξενοδοχεία και θέρετρα, οργανωμένες παραλίες, αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία, σχεδιασμός δημόσιων χώρων και υποδομές). Πώς ο τουρισμός έχει αναδιαμορφώσει την ελληνική εθνική ταυτότητα;
GP: Πράγματι, ο τουρισμός έχει χρησιμεύσει ως όχημα εκσυγχρονισμού για πολλά νησιωτικά και παράκτια έθνη σε όλο τον κόσμο. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση και υπάρχουν πολλές μελέτες για αυτές τις ιστορίες, ειδικά γύρω από τις μεταπολεμικές προσπάθειες ανοικοδόμησης της χώρας. Μια πτυχή που έχει μελετηθεί λιγότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο αναδιαμορφώνεται η ταυτότητα των οικοδεσποτών από τις συνεχιζόμενες περιβαλλοντικές ανησυχίες και την «πράσινη στροφή» της βιομηχανίας της φιλοξενίας. Στην έρευνά μου, η οποία συνεχιζόταν παράλληλα με την προετοιμασία του βιβλίου, διαπίστωσα ότι διάφοροι φορείς στον κλάδο της φιλοξενίας αυτοπροσδιορίζονται όλο και περισσότερο ως διαχειριστές και προστάτες ή «φροντιστές» του βιογεωφυσικού περιβάλλοντος, θεωρώντας το ως την κρίσιμη υποδομή που εξ ορισμού προσδίδει γοητεία στην βιομηχανία τους.

Αυτό συνεπάγεται μια διαδικασία κατά την οποία οι κοινωνικοτεχνικοί μηχανισμοί της τουριστικής βιομηχανίας αναπροσαρμόζονται ως πρακτικές φροντίδας για τα τοπία που αποτελούν τις «υποδομές του καλοκαιριού». Η δομή αυτής της σχετικά νέας και εξελισσόμενης σχέσης, που εμπεριέχει όχι μόνο ξενοδοχεία, operators και τουρίστες, αλλά και δήμους, ΜΚΟ, ενώσεις πολιτών, ερευνητικά ινστιτούτα, ακτιβιστές, βραβεία, πρότυπα και νέες τεχνολογίες, είναι αυτό που αποκαλώ «σύμπλεγμα επιστασίας-φιλοξενίας» (stewardship-hospitality complex). Στην Ελλάδα, μια χώρα όπου περισσότερο από το ένα πέμπτο του ενεργού πληθυσμού αναλαμβάνει τον ρόλο του «οικοδεσπότη» με τη μια ιδιότητα ή την άλλη, η διαχείριση της περιβαλλοντικής εμπειρίας που προσφέρεται είναι συνδεδεμένη με τη φιλοξενία, σε ένα είδος μεγάλης κλίμακας «housekeeping». Η περιβαλλοντική διαχείριση συναρτάται στους μηχανισμούς του τουρισμού και ως εκ τούτου, τόσο τα υποκείμενα ως «οικοδεσπότες» όσο και η επικράτειά τους αναδιαμορφώνονται.


ΤΜ: Πιστεύετε ότι έχουμε «κολλήσει με τον τουρισμό»; Μπορεί να φανταστεί κανείς ένα εναλλακτικό μέλλον έξω από τη «μονοκαλλιέργεια του τουρισμού»; Πώς θα ήταν ένα εναλλακτικό πρόγραμμα του παραλιακού μετώπου;
GP: Προσπαθούμε να προσεγγίσουμε κάποια από αυτά τα ερωτήματα στην έρευνα που κάναμε στα πλαίσια του προγράμματος Environmental Humanities του πανεπιστημίου Yale, μέρος του οποίου είναι και το βιβλίο Islands After Tourism. Θα έλεγα ότι αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται με σκοπόνα απαντηθούν οριστικά, αλλά για να προτείνουν κάποιους τρόπους να σκεφτόμαστε γύρω απ’ αυτά. Έρευνες έχουν δείξει ότι πολλές πτυχές των παράκτιων γεωγραφιών της Ελλάδας έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, με τρόπους που δημιουργούν έντονες εξαρτήσεις. Αυτές οι επιρροές μπορεί να αναφέρονται σε κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Μεσσηνία, όπου ένας πολύ μεγάλης κλίμακας οργανισμός φιλοξενίας απασχολεί σημαντικό αριθμό ντόπιων και αλλάζει τη δομή της εδαφικής ιδιοκτησίας (από μικροϊδιοκτησίες στην ενοποίηση γης), δημιουργώντας εξαρτήσεις και στη συνέχεια διαμορφώνοντας αναπτυξιακές προτεραιότητες για ολόκληρη την περιοχή. Επιπλέον, υποστηρίζω ότι το σύμπλεγμα επιστασίας-φιλοξενίας επαυξάνει αυτές τις εξαρτήσεις. Η σύζευξη τουρισμού και περιβαλλοντικής διαχείρισης –ως μια σύζευξη ανάγκης για λόγους χρηματοδότησης και ως πιθανή σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα– φαίνεται φαινομενικά τόσο ιδανική που ενισχύει ταυτόχρονα την ισχύ του πρώτου, και την εξάρτηση της δεύτερης.

Η παρουσίαση εναλλακτικών προγραμμάτων είναι μια επιδίωξη πιο σύνθετη απ’ ό,τι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε μεμονωμένο βιβλίο–πόσο μάλλον αυτής κλίμακας–, και είναι μια επιδίωξη που δε μπορεί παρά να είναι μια ομαδική προσπάθεια. Από την πλευρά μας, ας πούμε απλώς ότι συγκεντρώνουμε κάποιες ιδέες που θεωρούμε ότι έχουν ορισμένη δυναμική.

Στο βιβλίο The Beach Machine, η Ελένη Γράψα αναπολεί παλαιότερες δραστηριότητες συλλογής και ψαρέματος θαλάσσιων οστράκων, ενώ στο βιβλίο Islands After Tourism, ο Άγγελος Βαρβαρούσης στοχάζεται πάνω στην εμπειρία του από τη Γαύδο για να αφηγηθεί έναν διαφορετικό τρόπο να κατοικηθεί το παράκτιο τοπίο εκτός των σημερινών μοντέλων ιδιοκτησίας γης, και ο Γιώργος Εύχαρις αναφέρεται στη χρήση των ακτών ως υποδομές για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Στο δικό μου κείμενο, προσπαθώ να σκεφτώ τι θα σήμαινε να αντιστρέψουμε τη «μηχανή» της βιομηχανίας φιλοξενίας στην Ελλάδα. Η βιομηχανία της φιλοξενίας με ενδιαφέρει ως υποδομή που καθιστά δυνατές τις μετακινήσεις ανεξαρτήτως της κατεύθυνσης των ροών. Αναγνωρίζοντας τη βία και τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν αυτή την υποδομή, η απάντηση δε χρειάζεται να είναι η εξουδετέρωσή της. Αντίθετα, η αναπροσαρμογή της ενδέχεται να μπορεί να επιτρέψει ροές από την Ανατολή προς τη Δύση, όπως εδώ και δεκαετίες φιλοξενούσε ροές από τη Δύση προς την Ανατολή. Αν αυτό ακούγεται υπερβολικά συγκεκριμένο και ταυτόχρονα μη ρεαλιστικό, το βιβλίο προτείνει ότι χρειαζόμαστε ακριβώς αυτή τη μέθοδο σκέψης ούτως ώστε να πετύχουμε μια μεγαλύτερη προγραμματική διαφοροποίηση που θα καταπολεμήσει τις μονοκαλλιέργειες του τουρισμού: χρειαζόμαστε ιδέες τολμηρές, όσο και παράλογες. 

DB: Για αυτό αξίζει να αγοράσετε το βιβλίο!

Tο βιβλίο προτείνει ότι χρειαζόμαστε ακριβώς αυτή τη μέθοδο σκέψης ούτως ώστε να πετύχουμε μια μεγαλύτερη προγραμματική διαφοροποίηση που θα καταπολεμήσει τις μονοκαλλιέργειες του τουρισμού: χρειαζόμαστε ιδέες τολμηρές, όσο και παράλογες. 



Σύντομα βιογραφικά

George Papam
Ο George Papam είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Περιβαλλοντικών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Yale, ενώπαλαιότερα σπούδασε Εφαρμοσμένη Γεωγραφία στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ στην Αθήνα. Το 2019 ήταν υπότροφος στο Strelka Institute for Media, Architecture, and Design. Η τρέχουσα έρευνά του αφορά τα σημεία σύγκλισης μεταξύ της περιβαλλοντικής διαχείρισης και της βιομηχανίας της φιλοξενίας. Ενδιαφέρεται ευρύτερα για τη μελέτη των υποδομών, των γεωγραφικών μέσων, της αστικοποίησης της υπαίθρου και της κοινωνικής κατασκευής της περιβαλλοντικής γνώσης. Για το kyklàda.press, ο George συν-επιμελήθηκε το The Beach Machine: Making and Operating the Mediterranean Coastline (2022) και το Islands After Tourism, Escaping the Monocultures of Leisure (2023). Είναι επίσης ο επιμελητής του επερχόμενου Stanley Tigerman: Drawing on the Ineffable, που θα εκδοθεί από τις εκδόσεις Yale University Press στα τέλη του 2024. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά όπως τα Footprint, Šum, Log, Clog, Cartha και Paprika.

David Bergé
Στο έργο του David Bergé, το κοινό βιώνει ένα ταξίδι μέσω υβριδικών και μεταψηφιακών μορφών, συμπεριλαμβανομένων installations που βασίζονται στον χρόνο, παρεμβάσεων για συγκεκριμένους τόπους και κειμένων, τόσο σε προφορική όσο και έντυπη μορφή. Αλλά ο Bergé είναι περισσότερο γνωστός για τα Walk Pieces του, στα οποία καθοδηγεί μικρές ομάδες ανθρώπων σε έναν σιωπηλό περίπατο, εξερευνώντας την αίσθηση των φυσικών και κλιματικών συνθηκών του δομημένου περιβάλλοντος. Πρόσφατες αναθέσεις και παρουσιάσεις του περιλαμβάνουν το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας (MHKA), το Staatliche Kunstsammlungen Dresden (SKD), το MOMus Thessaloniki και το Amado Art Space στη Σεούλ. Προσκλήθηκε ως καλλιτέχνης σε residency στο Pivô στο Σάο Πάολο, στο Cape Cod Modern House Trust στο Wellfleet των ΗΠΑ και στο Beta-Local στο San Juan του Πουέρτο Ρίκο. Δημοσίευσε βιβλία μεταξύ άλλων με τους Spector Books, Jap Sam Books και MER.  Paper Kunsthalle. Στην Αθήνα ίδρυσε τη PHOTOGRAPHIC EXPANDED PUBLISHING ATHENS ως πλατφόρμα υλικών και ενσωματωμένων μορφών γραφής, η οποία σήμερα έχει δύο αποτυπώσεις: το kyklàda.press και το Time Based Editions.
www.davidberge.info

Τα βιβλία του kyklàda.press μπορούν να αγοραστούν online καθώς και σε ένα δίκτυο 88 επιλεγμένων βιβλιοπωλείων και καταστημάτων μουσείων σε όλη την Ελλάδα, την Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Βόρεια Αμερική. Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα τους: www.kyklada.press 


Archisearch talked with David Bergé, founder and director of kyklàda.press, and George Papam, human geographer, architect and co-editor of “Islands After Tourism” and “The Beach Machine” about kyklàda.press, bookmaking,  the  monocultures of tourism and whether we can imagine any alternative programs for the aegean coasts “beyond summer plunges and sunbathing”.

*The interview was first published on Archisearch The Paper Edition.
— interview by Tina Marinaki


kyklàda.press, an Athens-based publishing project established in 2020, presents a diverse array of 10 compact books within its growing catalogue.
Born under the guidance of David Bergé, kyklàda.press is a writing experiment  immersing itself  with phenomena of the Aegean Archipelago. Each book is  intertwined with the essence of life on the islands such as public health, tourism, extraction, healing infrastructures, beach topographies, vernacular architecture and the expression of lament and affection


Tina Marinaki: When did you start kyklàda.press? What was the idea behind it ? Could you tell us a few words about your multidisciplinary, collective approach?

David Bergé: As an artist I am primarily known for my Walk Pieces, a time-based and participative format I developed in 2008 in which I have been taking small groups of people in silence through precise trajectories in urban centers. In looking for ways to extend and materialize this practice differently, I started experimenting with writing in early 2019. Writing about space in material and embodied ways, similar to my Walk Pieces, where I don’t verbally explain space but walk through it, in silence, over a specific rhythm and set dramaturgy, interacting with what’s happening in the city while we pass, presently and historically. 

I wanted this writing to be distributed in physical form, and I knew making books during and post-covid was going to be challenging given the amount of screentime we were facing and growing into during the first lockdown, as well as AI lingering around the corner. These elements would radically transform how people would deal with reading, books as objects, knowledge-based forms of writing, and content publishing. So I decided to make a compact object, light to ship and uncomplicated to take with you, a series with a recognizable cover design, where water, wind, and salt of the beach can become part of the reading experience by leaving their marks on our unlaminated covers. 

I founded the imprint kyklàda.press in 2020 to distribute these books and find their way to readers.

Each kyklàda book emerges from one central theme. Five to six contributors from different practices craft each book together, relaying knowledge from lived experiences on islands: archaeologies of moods, expressions of desire and grief, affection and pain, constructed landscapes, human geographies, and historical (dis)continuities.

The book landscape has changed tremendously since 2020; today, you see many more small books on the market and a new sort of art space: the art book store. This space brings together many ideas and aesthetics, whereas in galleries and more conventional art spaces, the experience proposed is often centered around one aesthetic. Medium-sized books have taken the form of e-publishing, and artist monographs and architecture coffee tables have taken larger proportions than before 2020.

Together with performance artist Ant Hampton, I have in 2023 founded Time Based Editions, another imprint under the same umbrella, let’s say kyklàda’s queer sister: A series of books where you scan a QR-code on the back cover activating a soundtrack on your phone, in which an artist guides you through the book, mainly consisting of visual materials. While browsing the physical book, the soundtrack sets a time-based experience in place. The first book is out now, consisting of 77 minutes and 232 pages. 


ΤΜ: Your catalogue already counts 10 titles. How do you choose each topic?
DB: Again, I listen to and respond to our time and place, just like with a Walk Piece. Sometimes, by precisely describing an event in the past, you let the reader make the connection to the present tense themselves. In 2020, we came out with “Public Health in Crisis,” a book edited by Dimitra Kondylatou, speaking about islands and quarantine measurements centered around the lazaretti in Syros. A year later, we published “Architectures of Healing,” looking into more holistic approaches to bodily and mental health; this book, with contributions by Antigone Samellas and Milica Ivić, published in 2021, explores architectures and elementary forms of care and healing, starting at the asklepieia, the ancient healing temples, trying to imagine what these places could be today. At that time, well into the second lockdown, people were craving other healing ideas. But we also did a book on Extraction, with Lydia Xynogala and Aslı Özdoyuran, on how mineral evidence was historically produced, disseminated, and capitalized upon in the Aegean region. I often initiate and further develop the book in dialogue with the editors and contributing writers. 

Books get crafted together; it’s an experiment where the unfolding of an initial idea is hard to foresee until it’s there. 

ΤΜ: Your approach focuses on the production of texts inspired by the Cycladic islands. How did your engagement with the cyclades begin? What makes these islands important to you?
DB: The islands in the Aegean sea are to me an incredible convergence of human civilizations, extreme heterogenous and local ecosystems. What makes the island topography fascinating, is that more than half of it remains hidden inside the sea. 

ΤΜ: “The Beach Machine” frames the beach as a machine and talks about the iconic spatial typology of the beach. Could you briefly describe the aim of the book and the collection of texts?
George Papam: If the greek hospitality sector is widely likened to an industry, then its main factory floor is the beach and the coastal space more generally. While this is not a contested framing, its impacts are less appreciated. The beach is more often understood as a leisurely space, thus neglecting its defining qualities as part of what Keller Easterling has called infrastructure space. Therefore, the book, which we co-edited with Phevos Kallitsis and David, approaches the beach as a spatial product, one that is configured logistically and is multiplied throughout the global sunbelt. It is this operational nature and its attributes that the contents attempt to shed light to: the spatial protocols, material maintenance, and engineered landscapes. From traces of moving sands in Lefkada island, to mirror postwar developments in Delos and Mykonos, and from historic and bodily explorations of the Athenian riviera, to rituals surrounding eco-certification schemes, the texts frame the beach as a machine with protocols of operation and metabolic needs that direct the capture of land and bodies while establishing forms of environmental control.

ΤΜ: In your book “The beach machine” you mention “The beach as a contested space and the Blue Flag as a performative spatial inscription and a “protocol of a standardized human-centered experience of place””.
GP: Building upon the metaphor above, the factory space of the beach could only have its own standardization protocols. Well known in Greece, the so-called “Blue Flag” is a scheme that rewards the sustainable treatment of coasts. Unlike other certificates and standardization badges that often remain “mundane” background protocols, in Greece the Blue Flag is accompanied by yearly celebrations that sometimes take the form of elaborate performative rituals: the flag is carried, hoisted, and celebrated in quasi-religious and often televised processions. In my research I read these patterned performances as a cultural text to argue that the rich symbolic work of the Blue Flag is essentially a process of shaping environmental subjects while capturing the terrain and standardizing a type of environmental experience.

The Blue Flag provides a mechanism for managerial control of and governance over the bounded space of the beach

Crucially, however, the references to the environment are in practice decoupled from the biogeophysical materiality and are rather underpinned by understandings of the environment as a national-cultural landscape and a part of the hospitality services on offer. This does not mean that the symbolic work at play around the Flag is empty or disingenuous, but rather points to how the “environment” is functioning as a discursive narrative device more than a material one.


ΤΜ:“The Cycladic Landscape is both rural and urban” you state on your website. 
DB: At kyklàda.press we believe that Islands are not exotic entities alone in the sea waters. Islands remain interconnected with the mainland and each other, from the top of the mountains to the hidden topographies of the sea bed: a myriad of creatures and non-organic matter which lives in constant symbiosis with water; tectonic plates, fossil fuel pipes, and data cables. If you look at the vegetation on the city hills of Athens, they’re quite a cycladic continuation.

GP: The peculiar urban nature of the Aegean archipelago has been discussed by geographers, sociologists, and architects/urbanists—an encompassing example being Greece’s participation in the 10th Venice Biennale of Architecture, with a catalog titled The dispersed urbanity of the Aegean Archipelago. This is an extended urbanization expressed spatially not so much in “cities,” but in operations, infrastructural intensities, and programmatic densities, that the islands in the global sunbelt are charged with seasonally. At the same time, especially with regards to the Cyclades, we should not forget that their postwar human and cultural geographies are co-constructed with those of Athens’s (from neighborhood clustering of islander communities in Athens to the workforce and capital flows between the two etc).


ΤΜ:“Islands after tourism” addresses the discussion on overtourism that started to emerge, but insists on escaping the “monoculture of tourism” instead of the “recent efforts towards the restoration of a previous status quo that had developed unchecked” “within the cosmologies of tourism”. Could you tell us more?
GP: In the past couple of years it has been encouraging to see the concerns on overtourism being discussed in mainstream media, and even more encouraging to see communities organizing their own forms of resistance. However, these efforts reveal a rather administrative concern over tourism and its impacts, and not so much a desire to fully escape its grip. Actually, in many instances of the popular discourse, the various forms of “sustainability talk” are intended to resolve frictions inherent in problems of environmental impacts, capital intensity, project scale, and geographic unevenness, while essentially preserving—if not altogether safeguarding—the current monocultures of tourism. Again, this is not meant to downplay the importance of the various forms of resistance in discourse and practice we saw in the previous summers, but rather to suggest, as the book does, that we also need some radical rethinking of what we want to do at the shores and the coasts.

Perhaps, in order to be able to defend the public accessibility and environmental significance of our coasts, it’s first necessary to imagine alternative programs for them, beyond summer plunges and sunbathing.

ΤΜ: The role of tourism the architectures of tourism have stereotypically been thought of as a vehicle of modernization of Greece through the emergence of constructed tourism landscapes (hotels and resorts, organized beaches, archaeological sites and museums, public space designs and infrastructure facilities). How has tourism reshaped the Greek national identity? 
GP: Indeed, tourism has served as a vehicle of modernization for many island and coastal nations around the world. Greece is no exception and there is excellent scholarship giving comprehensive accounts of these stories, especially around the country’s postwar reconstruction efforts. One aspect that is less explored is how the identity of the hosts is reshaped by the ongoing environmental anxieties and “green turns” of the hospitality sector. In my research, which was ongoing in parallel to the preparation of the book, I found that various stakeholders in the hospitality industry increasingly position themselves as stewards and guardians of the biogeophysical environment, seeing it as the critical infrastructure that makes their industry seductive in the first place. This implies a process in which the socio-technical mechanisms of the tourism industry are reoriented and conveniently reframed as practices of care for the landscapes that constitute the ‘infrastructures of the summer.’ The apparatus of this relatively novel and evolving relationship, one that involves not only hotels, operators, and tourists, but also municipalities, NGOs, civilian associations, research institutes, activists, awards, standards, and new technologies, is what I call the stewardship-hospitality complex. In Greece, a country where more than one fifth of the working population takes the role of the “host,” at least in some capacity, the management of the environmental experience on offer is tethered to the project of hospitality, in a sort of large-scale “coastal housekeeping.” Environmental stewardship becomes a function of the apparatus of tourism and thereby, both the subjects as “the hosts” and their territory are remade.


ΤΜ: Do you think we have been “stuck with tourism”? Can an alternative future outside of the “monoculture of tourism” be imagined? What would an alternative program of the coastal front look like?
GP: These are concerns we have been exploring in the context of a research fellowship at the Yale Environmental Humanities program, of which the book is a part. I would say that these questions are not there to be answered definitively, but to suggest certain frames of thinking. Received research has shown that many aspects of Greece’s coastal geographies have been heavily conditioned by tourism, in ways that create dependencies that are difficult to escape from. These influences may refer to socioeconomic factors, as for example happens in Messinia, where a very large scale hospitality organization employs a significant number of locals and alters the structure of territorial ownership (from smallholders to land consolidation), creating dependencies and subsequently shaping development priorities for the entire region. On top of that, I would argue, the stewardship-hospitality complex doubles down on these dependencies.

The pairing of tourism and environmental management—as a pairing of necessity with funding and as a possible public-private partnership—ostensibly appears so ideal that it strengthens the staying power of the first, while making the second dependent on it.

Articulating alternative programs is a more complex pursuit that any one book can address, and also needs to be a plural endeavor. For our part, let’s just say we bring together some seeds with potential. In the Beach Machine book, Eleni Grapsa recalls past activities of sea shells collecting and fishing, while in the Islands After Tourism book, Angelos Varvaroussis draws on Gavdos to narrate a different way to inhabit the coastal landscape outside current land ownership models, and Yorgos Efharis is quoted to refer toa coast used as infrastructure for climate change mitigation. In my text, I try to think of what it would mean to put the hospitality machine in reverse. I am interested in hospitality as the apparatus that makes mobilities possible. An infrastructural inversion of this apparatus foregrounds a huge reserve with the capacity of hosting, independent of any particular flows. Putting this machine in reverse, after acknowledging its weaknesses, violence, and injustices, is not about stopping it: it is about showing that, at least in the context of the Eastern Mediterranean, it can accommodate mobilities from the East to the West, as well as it has for decades accommodated flows from the West to East. This may sound too specific a proposition, but in any case, what the book argues for is programs that pluralize the current monocultures of tourism, following an anti-anti-utopian habit of mind, one that needs to be bold as it will be absurd.

DB: That’s what you’d have to buy the book for!

What the book argues for is programs that pluralize the current monocultures of tourism, following an anti-anti-utopian habit of mind, one that needs to be bold as it will be absurd.

About George Papam
George Papam holds a Master of environmental studies from Yale University and previously studied applied geography at Harokopio University and architecture at NTUA in Athens. In 2019 he was a fellow at the Strelka Institute for Media, Architecture, and Design. His current research project focuses on the overlaps between environmental management and the hospitality industry, but he is interested more broadly in the study of infrastructures, geographic media, the urbanization of the countryside, and the social construction of environmental knowledge. For kyklàda.press, George co-edited The Beach Machine: Making and Operating the Mediterranean Coastline (2022) and Islands After Tourism, Escaping the Monocultures of Leisure (2023). He is the editor of the upcoming Stanley Tigerman: Drawing on the Ineffable, to be published by Yale University Press in late 2024, and has contributed in journals and periodicals such as Footprint, Šum, Log, Clog, Cartha, and Paprika!.

About David Bergé
In the work of David Bergé, audiences experience a journey through hybrid and post-digital formats, including time-based installations, site-specific interventions, and text pieces, both spoken and printed. But Bergé is best known for his Walk Pieces, in which he guides small groups of people on a silent walk, exploring the sensation of the physical and climatic conditions of the built environment. Recent commissions and presentations include the Museum Of Contemporary Art Antwerp (M HKA), Staatliche Kunstsammlungen Dresden (SKD), MOMus Thessaloniki, and Amado Art Space in Seoul. He was invited as an artist in residency at Pivô in São Paulo, The Cape Cod Modern House Trust in Wellfleet, USA, and Beta-Local in San Juan, Puerto Rico. He published books with among others Spector Books, Jap Sam Books and MER. Paper Kunsthalle. In Athens, he founded PHOTOGRAPHIC EXPANDED  PUBLISHING ATHENS as a platform for material and embodied forms of writing, which currently has two imprints: kyklàda.press and Time Based Editions.
www.davidberge.info

kyklàda.press books can be purchased online as well as in a network of 88 selected bookshops and museum shops all over Greece, Europe, the UK and North America
More info on their website: www.kyklada.press 






RELATED ARTICLES