Με αφορμή τη βράβευσή του στα Archisearch Lifetime Achievement Awards, στα πλαίσια της ημερίδας ΕΣΩ για το design και την αρχιτεκτονική, ο Μανόλης Κορρές μιλά με τη Δανάη Μακρή. Μεταβαίνει σε τόπους και χρόνους, με διάθεση εξερεύνησης και αποκάλυψης. Συζητά για την κλιματική κρίση υπό το πρίσμα του υπερπληθυσμού. Αναφέρεται στην Ακρόπολη, τη γλώσσα και τη διδασκαλία που αγαπά.
Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας για το ΕΣΩ 2024, εδώ!
Δανάη Mακρή: Ας ξεκινήσουμε από τα παιδικά σας χρόνια και την παλιά Αθήνα που γνωρίσατε.
Μανόλης Κορρές: Νομίζω ότι μόνο ο άνθρωποι της δικής μου ηλικίας μπορούν να ανατρέξουν σε εκείνη την εποχή. Για μερικές δεκαετίες ακόμη κάτι απέμενε, αλλά οι αλλαγές ήταν γοργές. Εκείνο τον καιρό στη γειτονιά, όλα γίνονταν με τα πόδια. Δεν χρειαζόταν να μπεις στο αυτοκίνητο για να πας να ψωνίσεις.
Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος των νεανικών μου χρόνων στην πλατεία Κυψέλης. Κι όταν ακόμη σπούδαζα, εκεί ήμουν. Ήταν η εποχή που σιγά-σιγά οι πολυκατοικίες έπαιρναν τη θέση των παλιών διώροφων σπιτιών, ο πληθυσμός γινόταν πυκνότερος, η συγκοινωνία ήταν βασισμένη κυρίως στα δημόσια μέσα, τρόλεϊ και λεωφορεία. Υπήρχαν και λίγα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Το σημαντικότερο ήταν ότι κατά μήκος της οδού, στις δύο πλευρές, υπήρχαν τα μαγαζάκια, τα καταστήματα και οι διάφοροι επιτηδευματίες, οι οποίοι σήμερα έχουν δώσει τη θέση τους σε μία τελείως διαφορετική εποχή.
Σήμερα στην πλατεία μπορεί να δει κανείς ταχυφαγεία και τράπεζες, ενώ τότε έβλεπες την παραγωγή: το καθαριστήριο, το παπλωματάδικο, το στεγνωτήριο, το ξυλουργείο, ο ωρολογοποιός, ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο επισκευαστής συσκευών, το ζαχαροπλαστείο. Τα μαγαζιά τους βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Υπήρχε και μία τράπεζα, αλλά αυτό που επικρατούσε ήταν η επαγγελματική στέγη και οι εργασίες των χεριών. Αυτό ήταν πολύ διδακτικό, γιατί το μικρό παιδί που πήγαινε στο σχολείο περπατώντας, έβλεπε να παρελαύνουν το ένα μετά το άλλο, όλα εκείνα τα μέρη, στα οποία οι εργαζόμενοι δούλευαν, έβγαζαν το μεροκάματο – τα προς το ζην.
Κι έτσι, ο κάθε μαθητής και η κάθε μαθήτρια, πηγαίνοντας στο σχολείο με τα πόδια και επιστρέφοντας με την τσαντούλα στο χέρι, είχε μία πανοραμική εικόνα της κοινωνίας σε συνεχή απασχόληση. Έβλεπε την αιτιακή σχέση ανάμεσα στην επιβίωση και το πρόγραμμα του καθενός.
Σήμερα, ιδίως στα προάστια – γιατί η πόλις έχει εξακτινιστεί προς όλες τις κατευθύνσεις και υπάρχουν προαστιακές περιοχές απέραντες – δεν είναι σπάνιο ένα παιδί να το πηγαίνουν και να το φέρνουν με το οικογενειακό αυτοκίνητο και να μην έχει καμία ιδέα για το πώς λειτουργεί η οικονομία και η κοινωνία. Όλα δεν είναι τόσο ευανάγνωστα, όπως ήταν τότε, μέσα στη ζωή της γειτονιάς, η οποία είχε μία συνοχή. Όπως και ο τρόπος που έμπαινε κανείς σε ωριμότητα. Τότε τελείωνε κανείς το γυμνάσιο όταν ήταν 18 ετών. Αν ήταν αγόρι θα πήγαινε στο στρατό, κι αν ήταν κορίτσι θα έκανε ίσως κάτι ακόμη. Αλλά κατά κανόνα ήταν πια σε ηλικία να φτιάξουν οικογένεια. Τη δεκαετία του ‘50, ήταν πολύ συνηθισμένο νέοι σε ηλικία των 25 και 27 ετών, να έχουν φτιάξει μία οικογένεια.
Η κοινωνία ήταν πιο καλά δομημένη. Υπήρχε μία διασύνδεση όλων με όλους. Ήταν γνωστοί. Δεν ήταν περαστικοί – που σήμερα έρχονται και φεύγουν στη γειτονιά. Στην πολυκατοικία δεν ξέρει κανείς ποιοι είναι οι συγκάτοικοι. Τότε στις πολυκατοικίες υπήρχε ένας θυρωρός και η συνέλευση των ιδιοκτητών και των ενοίκων συνέβαινε τακτικά. Υπήρχε διαχειριστής που ήταν φυσικό πρόσωπο, ένας από τους ιδιοκτήτες συνήθως, και όχι μία εταιρεία. Θα μπορούσε κανείς σήμερα, αν ήθελε να γίνει μεμψίμοιρος, να πει ότι όλα τα συστήματα είχαν τις αρνητικές τους πλευρές. Κάνεις δεν ένιωθε τελείως ελεύθερος – ήταν υπό παρατήρηση και κουτσομπολιό. Ένιωθε ότι έπρεπε η εικόνα του να εγκρίνεται από τη γειτονιά. Αλλά η ιστορία θα δείξει, αν είναι καλύτερο το τώρα που μπορεί να να φωνάζεις “βοήθεια”, να ακούν οι γείτονες από τον διπλανό τοίχο και να λένε “μην ανακατεύεσαι”. Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο. Ας βγάλουν συμπεράσματα μόνοι τους οι αναγνώστες.
Δ.Μ.: Η αρχιτεκτονική και η αρχαιολογία σας ενδιέφεραν εξίσου. Μέσα σε ποιο πλαίσιο γεννιέται η αγάπη σας;
Μ.Κ: Ήμουν παρατηρητικός και συνεχώς έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Αυτό επηρέαζε και την επιθυμία μου να τα μεταφέρω στο χαρτί. Ο πιο εύκολος τρόπος ήταν το σχέδιο, όπου είχα ταλέντο. Μπορεί να μου το καλλιέργησε η μητέρα μου, η οποία όταν ήμουν μικρό παιδί, συνόδευε το τάισμα με μικρά σκίτσα που σκάρωνε πάνω σε ένα χαρτί. Ίσως να σχεδίαζε, επειδή δεν είμαι πολύ του φαγητού, για να με παροτρύνει. Ήμουν και υπερκινητικός και ήθελα να ξεφύγω και να πάω πίσω στα παιχνίδια. Έλεγε ιστορίες και εικονογραφούσε κιόλας. Ίσως αυτό να με επηρέασε, γιατί συνέβαινε ήδη όταν ήμουν δύο και τριών ετών. Μπορεί να είναι και αυτό. Από την άλλη τυχαίνει και ο αδερφός μου να έχει το ίδιο χάρισμα. Είναι εξαιρετικός σχεδιαστής. Η αδερφή μου επίσης. Είμαστε τρία αδέρφια και εγώ είμαι ο μεσαίος.
Ήμουν παρατηρητικός και συνεχώς έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Αυτό επηρέαζε και την επιθυμία μου να τα μεταφέρω στο χαρτί.
Και οι τρεις είχαμε από την παιδική ηλικία μεγάλη κλίση στο σχέδιο. Μπορεί να είναι κάτι κληρονομικό, ή κάτι επίκτητο. Κανείς δεν ξέρει. Με ενδιέφερε πάρα πολύ και το δομημένο περιβάλλον. Μου άρεσε να εξερευνώ. Ήμουν ένας μικρός εξερευνητής. Επίσης τότε παίζαμε στους δρόμους. Τα τελευταία χρόνια τα παιδιά παίζουν μέσα στο σπίτι και έχουν και tablet. Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον, εικονικό. Εμείς ήμαστε συνέχεια στους δρόμους. Οι γονείς δεν ανησυχούσαν, γιατί επικρατούσε μία βεβαιότητα ότι τα παιδιά δεν κινδύνευαν. Οι μανάδες δηλαδή, γιατί συνήθως οι πατεράδες δούλευαν τόσες πολλές ώρες. Αυτά που σήμερα μπορεί κανείς να φανταστεί – απειλές από παντού, «μην αφήσεις ένα παιδί ανεπιτήρητο» – δεν υπήρχαν τότε. Έβλεπες παιδιά 5-6 χρόνων, που τα είχανε στείλει να φέρει ψωμί από το φούρνο. Η κοινωνία ήταν πεντακάθαρη. Και μπορεί να μην είχαν ακόμη στρώσει όλους τους δρόμους της Αθήνας με άσφαλτο, όπως είναι τώρα. Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν με χώμα. Και ο χωμάτινος δρόμος τότε ήταν πιο καθαρός από τον σημερινό ασφαλτόδρομο.
Δ.Μ.: Νιώθω ότι αυτός ο κόσμος ήταν πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά ιδεώδη, τα οποία αγαπήσετε και γνωρίσατε καλά.
Μ.Κ: Ήταν πιο κοντά σε έναν κόσμο αρχαίο. Σήμερα, με την εμπειρία που έχω αποκτήσει μέσα από τις μελέτες και τη σφαιρική θεώρηση των πάντων στην ειδικότητά μου, όπως είναι η πόλη και το χωριό στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι οι αλλαγές που επήλθαν μέσα σε μόνο 50 χρόνια, είναι περισσότερες από όσες είχαν συντελεστεί τα προηγούμενα 2000 χρόνια. Ο δάσκαλός μας, Χαράλαμπος Μπούρας, μας το έλεγε και ήμαστε τότε πολύ νέοι ακόμα για να το συλλάβουμε. Σκεφτόμασταν τότε ότι μάλλον υπερέβαλε ο άνθρωπος. Λίγο πριν το ‘70, που μας δίδασκε την αρχαία και την ιστορική αρχιτεκτονική, έλεγε ότι “σήμερα ακόμα ζούμε μία φάση της ρωμαϊκής εποχής”.
Οι αλλαγές που επήλθαν μέσα σε μόνο 50 χρόνια, είναι περισσότερες από όσες είχαν συντελεστεί τα προηγούμενα 2000 χρόνια.
Δ.Μ.: Αυτή η ταχεία πρόοδος σας δημιουργεί κάποιες συγκεκριμένες σκέψεις και συναισθήματα για το μέλλον της ανθρωπότητας;
Μ.Κ: Ναι. Το ένα είναι βέβαια η κλιματική αλλαγή, που το ζούμε τώρα. Οι δύο τελευταίες χρονιές ήταν πολύ κακές. Δεν είχαμε καλούς χειμώνες και είχαμε λιγοστές καλές θερμοκρασίες. Χιόνια δεν είδαμε. Τα δύο τελευταία χρόνια, οι κάμπιες που τρώνε τα πεύκα έχουνε μία έξαρση απίστευτη. Μπορεί κανείς εύκολα να βρει το ντοκιμαντέρ από το Παρίσι, όπου ένα δάσος ολόκληρο το έφαγαν οι κάμπιες. Στη Βρετανία δεν φοβούνται γιατί μεσολαβεί η θάλασσα. Η υπόλοιπη Ευρώπη όμως μπορεί να το δει αυτό το φαινόμενο, αν δεν αλλάξει κάτι με την κλιματική αλλαγή.
Το χειρότερο, είναι ότι η κλιματική αλλαγή παρουσιάζεται ως φαινόμενο που συνδέεται μόνο με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τη διαχείριση του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Τις προηγούμενες δεκαετίες, όλο το αφήγημα για την κλιματική αλλαγή, έδειχνε σχεδόν απροκάλυπτα, ότι οι εμπλεκόμενοι στη συζήτηση εννοούσαν ως κλιματική αλλαγή, ό,τι μπορεί να προκύπτει από ανθρώπινες πράξεις ή παραλείψεις. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο πανάρχαιο που εξελίσσεται ερήμην του ανθρώπου. Σε εποχές που δεν υπήρχε καν ανθρώπινος πολιτισμός και δεν υπήρχε η τεχνολογία για να επιβαρύνει το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή συνέβαινε και μας απειλούσε. Οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή τους αρέσει να πολιτικολογούν, παραβλέπουν ή αποσιωπούν για αυτό το μείζον και μακροχρόνιο φαινόμενο, διότι δεν είναι πολιτικά εκμεταλλεύσιμο. Πολιτικά εκμεταλλεύσιμη είναι η κλιματική αλλαγή, για την οποία ευθύνεται ο άνθρωπος. Και έτσι το άλλο αποσιωπάται, ενώ στην πραγματικότητα είναι ορατό.
Η Σαχάρα είναι έρημος σήμερα. Αλλά πριν από λίγες χιλιάδες χρόνια είχε βλάστηση, ήταν κατοικημένη, υπήρχαν καλλιεργητές και στις απέραντες πρασινάδες της έβοσκαν καμηλοπαρδάλεις και αντιλόπες. Κι όλα αυτά τα βλέπει κανείς σε βραχογραφίες που σχεδιάστηκαν από ανθρώπους, σε μέρη που σήμερα είναι ακατοίκητα.
Πρέπει να έχεις στολή αστροναύτη για να αντέξεις σήμερα το λιοπύρι και την ερημότητα. Η Σαχάρα έγινε έτσι χωρίς να φταίνε οι άνθρωποι. Μέσα σε 5.000 χρόνια, τη θέση της μεγάλης σαβάνας και της πρασινάδες, την πήρε αυτή η έρημος. Έφταιγε η ανθρωπότητα για αυτό; Είναι μία τεράστια κλιματική αλλαγή. 10.000 χρόνια τώρα εξελίσσεται. Στην Αραβία, που υπήρχαν κάτι τεράστια φαράγγια σκαμμένα από ποταμούς, τώρα δεν πέφτει ούτε μία σταγόνα νερό.
Δ.Μ.: Ποια πυξίδα θα μας δείξει σήμερα τι πρέπει να κάνουμε για ένα καλύτερο μέλλον;
Μ.Κ: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποτρέψει αυτή την μείζονα κλιματική αλλαγή. Είναι παθητικός παρατηρητής. Έχει ευθύνη μόνο για το μέρος τις κλιματικής αλλαγής που συνδέεται με δικές του πράξεις ή παραλείψεις. Αυτό το μέρος σήμερα είναι αρκετά μεγάλο. Δεν είναι αμελητέο, όπως παλιά. Και ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις να συναγωνίζεται σε μέγεθος, αυτό που συμβαίνει από μόνο του. Αλλά η αντιμετώπιση του δεν είναι εύκολη. Παρά την μεγάλη και αξιέπαινη προσπάθεια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η αλλαγή δεν είναι αρκετή.
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι εύκολη. Παρά την μεγάλη και αξιέπαινη προσπάθεια για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η αλλαγή δεν είναι αρκετή.
Ωστόσο σε τελευταία ανάλυση, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο υπερπληθυσμός. Είναι με δύο τρόπους μεγάλο το πρόβλημα. Ο ένας τρόπος είναι ο αυτονόητος. «Στριμώχνονται» πολλοί άνθρωποι σε μικρές χώρες. Στην Αίγυπτο, ο Νείλος έχει μία στενή κοιλάδα, και τώρα που οι Αιγύπτιοι έχουν φτάσει τα 90 εκατομμύρια, αναγκάζονται να χτίζουν πάνω σε αγροτική γη. Μία αγροτική γη που κάποτε συντηρούσε 10 εκατομμύρια αρχαίους Αιγύπτιους, στην οποία κατοικούσαν σε ευτελείς οικίες που τις κατέστρεφε η πλημμύρα του Νείλου. Μετά από κάθε πλημμύρα της ξανάχτιζαν, διότι ήταν από χώμα τότε τα σπίτια. Πέτρινα ήταν μόνο τα ταφικά μνημεία και οι ναοί για τους θεούς. Ακόμη και τα παλάτια στην Αίγυπτο ήταν από χώμα. Και ο βασιλιάς ζούσε σε παλάτι φτιαγμένο από χώμα. Δεν υπήρχε εξαίρεση. Μόνο οι πυραμίδες, πού είναι για το αιώνιο, και οι ναοί, που είναι για τους θεούς, ήταν πέτρινοι.
Με τέτοια οικονομία λοιπόν στη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, αυτή η κοιλάδα και το δέλτα συντηρούσε 5-10 εκατομμύρια. Τώρα έχουν γίνει 90, χρησιμοποιούν πολύ μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, μηχανήματα, αυτοκίνητα και λοιπά. Μπορεί η Αίγυπτος να είναι περίπου 1 εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα, αλλά μόνο το ένα εικοστό αυτής της έκτασης είναι κατοικήσιμο. Άρα το κατοικήσιμο μέρος της Αιγύπτου είναι μικρότερο από την Ελλάδα. Αναγκάζονται λοιπόν και χτίζουν πάνω σε αγροτική γη. Και κάποτε ήταν το δώρο του Νείλου, διότι το Σουδάν ήταν ανύπαρκτο και η Αιθιοπία βρισκόταν σε εμβρυακή κατάσταση. Όλος ο Νείλος ήταν δικός τους. Τώρα πρέπει να τον μοιραστούν με τις δύο αυτές χώρες.
Ο άλλος τρόπος με τον οποίο ο πληθυσμός απειλεί την επιβίωση είναι αυτός, που δεν τον σκέφτεται κανείς: Σε παλαιούς καιρούς, χιλιετίες πριν, η κλιματική αλλαγή υπήρχε. Τότε όμως οι μικρότεροι πληθυσμοί μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να μεταβούν σε άλλη περιοχή, όταν η δική τους καθίστατο αφιλόξενη. Διότι η γη ήταν απέραντη αναλογικά με τον πληθυσμό των ανθρώπινων κοινωνιών. Όταν ξαφνικά άρχισε να ζεσταίνεται πάρα πολύ η κεντρική περιοχή, η διακεκαυμένη ζώνη όπως ονομάστηκε αργότερα, αυτοί ήδη τα είχαν «μαζέψει» και ταξίδευαν σε βορειότερες περιοχές που βρίσκονταν χλωρές πεδιάδες. Κι έτσι εξαπλώθηκαν σε άλλα μέρη που παλαιότερα ήταν ακατοίκητα. Η Βρετανία, εκείνη την εποχή, ήταν σκεπασμένη με παγόπλακες. Οι παγόπλακες υποχώρησαν μέσα σε δύο-τρεις χιλιετίες. Και καθώς υποχωρούσε το μέτωπο από νότο προς βορρά, το μέρος που έμενε πίσω, το κατακτούσε η βλάστηση. Φύτρωναν δάση και πολύ σύντομα ήρθαν και οι πρώτοι κάτοικοι αυτής της ιστορικής φάσης. Γιατί είχαν προηγηθεί και παλαιολιθικοί κάτοικοι. Έρχονταν, έβαζαν φωτιά στα δάση, και μετέτρεπαν στα υπέροχα λιβάδια της Μεγάλης Βρετανίας. Έτσι δημιουργήθηκαν αυτές οι μεγάλες ευρωπαϊκές κατοικημένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Δ.Μ.: Θα τολμούσατε μία πρόβλεψη για το μέλλον των ευρωπαϊκών και των ελληνικών κατοικημένων εκτάσεων;
Μ.Κ: Όσο συνεχίζεται αυτή η νοοτροπία, ακόμη κι αν θέλαμε να εξαφανιστούμε και να παραδώσουμε όλη την Ευρώπη στους λαούς άλλων ηπείρων, οι οποίοι δεν θέλουν να πάψουν να πολλαπλασιάζονται, το πιο πολύ είναι να πάρουν παράταση 10 ετών. Αλλά κι αν χάριζε κανείς μία ρέπλικα της γης ακριβώς δίπλα, το όφελος θα ήταν απλώς μία αναβολή 50 ετών. Διότι με τους ρυθμούς που γίνονται σήμερα οι αυξήσεις, μπορεί μία μισοκατοικημένη έκταση να μετατραπεί σε υπερπυκνοκατοικημένη, μέσα σε 50 χρόνια. Αφού η γη τριπλασίασε τον πληθυσμό της μέσα σε 70 χρόνια, αυτό σημαίνει ότι και να τους δώσεις έναν ολοκαίνουργιο πλανήτη, τελείως ακατοίκητο, μέσα σε άλλα 60 χρόνια, πάλι δεν θα τους χωράει.
Δ.Μ.: Υπάρχει η άποψη ότι η Ελλάδα δεν έχει χτιστεί και δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη αρκετά. Συμφωνείτε; Θα ήθελα να μου δώσετε και την άποψή σας, σε σχέση με τα μεγέθη και την δυναμική της αρχαίας πόλης.
Μ.Κ: Αν χτίσει κάνεις σε μία χώρα, βρει πολύ υψηλή τεχνολογία, καλλιεργήσει πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις, ισοπεδώσει βουνά, χτίσει περισσότερες πόλεις και την κάνει να χωράει 30 εκατομμύρια, αυτό θα δώσει μεγαλύτερη ευτυχία στο κατοίκους;
Πότε είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος; Όταν έχει αρκετή φύση γύρω του και ελεύθερο χώρο να κινείται, ή όταν στριμώχνεται περισσότερο; Ποιον εξυπηρετεί αυτό;
Δ.Μ.: Ας γυρίσουμε πίσω στο 1975 και τις εμπειρίες σας από την συνεργασία σας με την υπηρεσία συντήρησης μνημείων της Ακρόπολης.
Μ.Κ: Μόλις είχε πέσει η χούντα. Διαρκούσης της δικτατορίας κάποιοι είχαν ανησυχήσει για τα μνημεία. Από πριν ακόμη, στην δεκαετία του ‘50, ο παλιός έφορος, ο Μηλιάδης, είχε παρατηρήσει προβλήματα. Ακόμη και ο Μπαλάνος, ο λεγόμενος «κακός» Μπαλάνος, ο ίδιος είχε ομολογήσει ότι οι αναστηλώσεις που έκανε προπολεμικά, δεν ήταν για πάντα και ότι θα έπρεπε να συντηρούνται, διότι τα σίδερα θα σκουριάζουν και μπορούν να προκαλέσουν ζημιά στα μνημεία. Όλα αυτά, επί επταετίας, δεν υπήρχαν – κανείς δεν τολμούσε να τα θίξει, για να μην γίνει “αντεθνικός” και μπλέξει με το κράτος.
Όταν έπεσε η χούντα, ένα από τα πρώτα που έγιναν στην Ελλάδα, ήταν η φροντίδα για τα μνημεία. Αναγνωρίστηκαν τα προβλήματα.Όλα αυτά που είχαν συγκαλυφθεί, δεν ήθελε κανείς να τα θίξει. Κι έτσι το 1975, ιδρύεται από τον πρώτο τότε μεταπολιτευτικό υπουργό, Κωνσταντίνο Τρυπάνη, η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, ανταποκρινόμενη σε νέες ιδέες που επικρατούσαν σε όλη την Ευρώπη.
Η υπόθεση των μνημείων δεν είναι προσωπική, δεν είναι μίας ειδικότητας, αλλά είναι διακλαδική, διεπιστημονική. Τα μνημεία είναι κοινωνικό αγαθό, είναι αναντικατάστατα, δεν είναι ανανεώσιμα, η ευθύνη είναι πολύ μεγάλη και άρα χρειάζεται ένα επίπεδο διαχείρισης με υψηλή ευθύνη και ειδικευμένοι επιστήμονες να αναλάβουν τη συντήρησή τους.
Όλοι τότε ήταν νέοι οι καθηγητές που ανέλαβαν. Ο αρχιτέκτονας Χαράλαμπος Μπούρας, ο πολιτικός μηχανικός Σωκράτης Αγγελίδης, ο χημικός μηχανικός Σκουλικίδης, ο οποίος είχε μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση φαινομένων διάβρωσης. Υπήρχαν και αρχαιολόγοι από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού.
Άρχισε εργώδης προσπάθεια. Αν περνούσαν μερικοί μήνες και δεν είχε γίνει κάτι, νιώθαμε ενοχές ότι πάμε αργά. Μας είδαν που μείναμε πολύ πίσω. Παρόλο που ήμαστε και νέοι, είχαμε μία αίσθηση πιέζοντoς χρόνου. Φοβόμασταν ότι δεν θα προλαβαίναμε τη φθορά. Σιγά-σιγά οι υπηρεσίες μεγάλωσαν. Το Υπουργείο Πολιτισμού είχε ολίγιστους αρχαιολόγους και μηχανικούς. Καθώς περνούσε ο καιρός, ολοένα και περισσότερο μεγάλωναν οι υπηρεσίες. Ο αριθμός των αρχιτεκτόνων και των αρχαιολόγων μεγάλωσε πάρα πολύ. Όταν πήγα για πρώτη φορά υπήρχαν μόνο 2-3 αρχιτέκτονες στο Υπουργείο. Ήδη με έναν διαγωνισμό που πήραν μέρος 200 άνθρωποι, εισήχθησαν αμέσως 20. Υπήρχαν και επιλαχόντες. Από μία στιγμή και μετά χάσαμε τον λογαριασμό.
Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε ποιος είναι ο αριθμός των επιστημόνων, των πτυχιούχων αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών σε όλες αυτές τις περιοχές. Και το έργο που παράγουν βέβαια είναι πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά είναι βέβαιο ότι η παραγωγικότητα δεν είναι εκείνη του παλαιού καιρού Δεν θέλω να εντοπίσω το λόγο στο ότι τότε ήμαστε πιθανώς καλύτεροι. Θα ήταν αταίριαστο. Αλλά ίσως ολιγάνθρωπες ομάδες ήταν πιο ευκίνητες και πιο αποδοτικές. Επίσης είμαστε πιο νέοι. Αυτό παίζει ρόλο. Όπως είπα, καθηγητές και όλοι αυτοί που απάρτιζαν την επιτροπή, ήταν 45άρηδες.
Δ.Μ.: Πώς ήταν τότε η ζωή του αρχιτέκτονα και του αρχαιολόγου και πώς είναι σήμερα;
Μ.Κ: Ήταν πιο απλή. Ήταν μία ζωή, η οποία ακολουθεί τύπους, κανόνες. Αυτό ήταν πάντοτε. Αλλά πολλοί από τους κανόνες ήταν άγραφοι στις παλιές κοινωνίες Ήταν θεσμοί, ήθη και έθιμα. Και τηρούνταν από μία φυσική αποδοχή, μέσα από την εμπειρία είχαν δοκιμαστεί και έτσι συνέβαινε. Σιγά-σιγά όλο αυτά έχουν δώσει τη θέση τους σε μία κανονιστική νομοθεσία που φροντίζει τα πάντα να πηγαίνουν καλά, ασχέτως αν οι άνθρωποι είναι καλοί ή κακοί. Να λειτουργεί δηλαδή το ρολόι βάσει επιβεβλημένων νόμων, και όχι βάσει εμπιστοσύνης στο αίσθημα ευθύνης που έχει κανείς ως άτομο.
Δ.Μ.: Σαν να λέμε, οι διαδικασίες πάνω από τον άνθρωπο.
Μ.Κ: Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει ανθρώπους λιγότερο ηθικά υπεύθυνους. Γιατί δεν είναι οι ίδιοι πλέον που γίνονται τηρητές νόμων συχνά άγραφων, αλλά είναι ίδιοι που ξέρουν ότι τους παρακολουθούν, τους παρατηρούν, υπάρχουν κάμερες, ψηφιακά αρχεία. Πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους όλες οι πράξεις. Κι έτσι δημιουργείται μία μηχανή που λειτουργεί βάσει μηχανισμών, που είναι έξω από τη συνείδηση και το αίσθημα ευθύνης, την επιθυμία και την βούληση του ατόμου.
Δ.Μ.: Θεωρείτε ότι η εποχή μας παράγει διανοούμενους;
Μ.Κ: Βεβαίως. Πότε στην ανθρώπινη ιστορία δεν συνυπήρξαν ταυτόχρονα τόσο πολυάριθμοι μορφωμένοι άνθρωποι. Κι ανάμεσα τους τόσοι πτυχιούχοι. Αντιστοίχως, κι ένα ποσοστό σοφών είναι μεγαλύτερο από ποτέ. Ποτέ δεν υπήρξαν τόσοι.
Όμως ποτέ δεν υπήρχε μία τέτοια δυσαναλογία, ανάμεσα στην πνευματική ανάπτυξη και την υλικη-τεχνολογική ανάπτυξη.
Αν σήμερα έχουμε 10 Αϊνστάιν κι άλλους 10 σαν τον Πλάτωνα, η γνώση και η πληροφορία μέσα στις τάξεις της κοινωνίας είναι πολύ μεγαλύτερη. Όμως, ασυγκρίτως πολύ μεγαλύτερη είναι η διόγκωση της τεχνολογίας και όλων αυτών των συστημάτων που ξοδεύουν και κατασπαταλούν ενέργεια. Θα φέρω ένα παράδειγμα που θα σας συγκλονίσει. Τρομάζω και που το σκέφτομαι, αλλά είναι αλήθεια. Δύο τρεις φίλοι μπαίνουν σε ένα ΙΧ και ξεκινάνε από τον Πειραιά να πάνε στη Ραφήνα, γιατί έχουν ακούσει ότι εκεί υπάρχει μία ψαροταβέρνα με πολύ καλή κουζίνα. Και επιστρέφουν με το ΙΧ. Η ενέργεια που θα ξοδέψει αυτή η μετακίνηση, η μετάβαση στη Ραφήνα μετ’ επιστροφής, είναι όση θα ήταν αρκετή για να σηκωθούν τα επιστήλια του Παρθενώνα από το έδαφος και να τοποθετηθούν στη θέση τους, στη βόρεια πλευρά. Πράγμα που έγινε πριν από 2500 χρόνια μόνο με σωματική εργασία.
Δ.Μ.: Πώς το μετράτε αυτό;
Μ.Κ: Είναι πάρα πολύ απλό. Παίρνετε ένα αυτοκίνητο με τους επιβάτες, 1400 κιλά, υπολογίζετε την απόσταση, την αντίσταση του αέρος και υπολογίζετε και τις υψομετρικές διαφορές. Μέχρι να ανέβει από την Καλλιθέα στον Γέρακα, θα υπερβεί τα 150 μέτρα υψόμετρο, θα κατεβεί, θα περάσει λοφώδεις εκτάσεις, θα ξαναπεράσει στο επίπεδο της θάλασσας και στην επιστροφή θα κάνει πάλι το ίδιο, αν πολλαπλασιάσετε τις υψομετρικές διαφορές, τη δύναμη του αέρος και τη μηχανή. Ο άλλος τρόπος είναι επίσης απλός. Πόσα λίτρα βενζίνη έκαψε το αυτοκίνητο; Αν υπολογίσετε πόσες θερμίδες έχει το κάθε λίτρο και τη συγκρίνεται με τις θερμίδες που χρειάζονται 10 γεροί άντρες για να σηκώσουν με τα χέρια, με σκοινιά και τροχαλίες αυτά τα μάρμαρα, τότε θα δείτε ότι είναι περισσότερη θερμότητα που είναι εγκλωβισμένη μέσα σε αυτή τη βενζίνη. Στην πραγματικότητα είναι ηλιακή ενέργεια. Διότι ο ήλιος κάποτε, μέσω της φωτοσύνθεσης φόρτιζε με την ενέργεια του τη βλάστηση, από την οποία μετά, με μία φυσική βιολογική διαδικασία προήλθε το πετρέλαιο.
Δ.Μ.: Η Ακρόπολη είναι ένα σημαίνον με αμέτρητα σημαινόμενα. Πώς την αντιλαμβάνεται ο κόσμος;
Μ.Κ: Κατ’ εμέ, ο κόσμος έχει μία φαντασιακή σχέση. Όπως με τα περισσότερα, η σχέση των ανθρώπων είναι φαντασιακή. Μπορεί κανείς να έχει πολλές πληροφορίες, αλλά να μην είναι οργανωμένες. Οργανωμένες σημαίνει να είναι όλες μεταξύ τους συνδεδεμένες, με έγκυρες ερμηνείες, με σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Αν κανείς δεν τα έχει αυτά καλά ενωμένα στο μυαλό του, μένει πολύ μεγάλο περιθώριο για αυθαίρετες μορφές κατανόησης, οι οποίες έχουν δόσεις φαντασίας και ιδεολογίας. Δεν θέλω να πω ότι ένας που γυμνώνει όλη αυτή την πραγματικότητα από αυτή τη σκόνη, δεν έχει και ο ίδιος μία ιδεολογία. Γιατί έχει αποκτήσει ιδεολογικές κλίσεις πριν γίνει επιστήμονας. Στην οικογένεια, στο σπίτι. Είναι θρησκευτικές και κοινωνικές. Και διαστρεβλώνουν βέβαια την εικόνα.
Μπορεί κανείς να έχει πολλές πληροφορίες, αλλά να μην είναι οργανωμένες. Οργανωμένες σημαίνει να είναι όλες μεταξύ τους συνδεδεμένες, με έγκυρες ερμηνείες, με σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Αν κανείς δεν τα έχει αυτά καλά ενωμένα στο μυαλό του, μένει πολύ μεγάλο περιθώριο για αυθαίρετες μορφές κατανόησης, οι οποίες έχουν δόσεις φαντασίας και ιδεολογίας.
Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που προσπαθούν συνεχώς να εξυγιάνουν αυτή την εικόνα και να έχουν μία κατά το δυνατόν αντικειμενική. Μία αντικειμενική εικόνα περιέχει και αρκετή αναγνώριση του αγνώστου. Είναι προτιμότερο να πεις ότι δεν ξέρεις κάτι, παρά να φαίνεται ότι ξέρεις για όλα. Είναι πολύ ύποπτο αυτό. Άλλοι λένε ότι ήταν θεϊκοί οι άνθρωποι που έχτισαν την Ακρόπολη. Κι άλλοι θα πουν απαξιωτικά ότι είχαν δούλους. Έχουν ανικανότητα να αντιληφθούν ότι αυτό είναι ένα έργο τεχνικό και πνευματικό. Και είναι άσχετο αν γίνεται με μηχανές που καίνε βενζίνη, με δούλους ή με εθελοντές. Διότι και στις τρεις περιπτώσεις πρέπει να ξέρει κανείς να το σχεδιάσει και να το κατασκευάσει. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες και προσχήματα, για να κρύψουμε την άγνοια μας.
Είναι καλύτερο να πει κανείς λοιπόν ότι είναι θαυμαστό και μοναδικό, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν και πολλά τέτοια στον πλανήτη. Είναι σπάνιο, μιας και στον πλανήτη οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν πολλές φορές να δημιουργήσουν κάτι τέτοιο. Άρα δεν μπορεί κανείς να το υποτιμά. Είναι άδικο. Από την άλλη, αποδίδοντάς το στη μοναδικότητα ενός έθνους, στο οποίο πιστεύει και ο ίδιος, εισπράττει εξ αντανακλάσεως από την αίγλη και ο ίδιος. Όλα αυτά είναι γελοία. Όταν κανείς βλέπει την Ακρόπολη, μπορεί να σκέφτεται πολλά τέτοια κατορθώματα σε όλον τον πλανήτη. Μερικά μπορεί να είναι πιο σημαντικά. Κι άλλα, ανάλογα με τα μέτρα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν, να είναι σχετικώς μικρά. Αλλά υπήρξαν σπουδαία για κάποιες άλλες κοινωνίες.
Δ.Μ.: Όπως;
Μ.Κ: Στη Νορβηγία πχ, οι ξύλινες εκκλησίες που έγιναν πριν από 800 χρόνια. Να σκεφτεί κανείς το Stonehenge στη Μεγάλη Βρετανία, ένα έργο προϊστορικό, μεγαλιθικό, που δεν είναι σαν τον Παρθενώνα βέβαια. Αλλά αν κανείς είναι αρκετά ευφυής και παρατηρητικός, σκύβει πάνω στην ιστορία και μελετάει και αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά υπήρξαν ξεχωριστά για τις κοινωνίες που τα δημιούργησαν. Και το σημαντικότερο, ότι υπηρετούσαν ένα πνευματικό σκοπό. Δεν είχαν το υλιστικό στοιχείο. Ακόμη και οι πυραμίδες στην Αίγυπτο.
Από τις πυραμίδες ούτε φαγητό θα κερδίσεις, ούτε μπορείς να προβλέψεις ότι μετά από 5000 χρόνια θα σου φέρουν τουρισμό. Ήταν μία εντελώς αντιπαραγωγική προσπάθεια.
Δ.Μ.: Σε τι ωφελεί μία αντιπαραγωγική προσπάθεια; Και τότε και τώρα ενδεχομένως.
Μ.Κ: Ο άνθρωπος νιώθει πολύ πιο ελεύθερος, ότι επιτέλους δεν τα κάνει όλα για την επιβίωση και το κέρδος. Ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα που γίνονται χωρίς οικονομική προσδοκία.
Δ.Μ.: Σαν να ερχόμαστε σε επαφή με το θείο, εν ζωή.
Μ.Κ: Βέβαια. Τουλάχιστον τον παλιό καιρό έλεγαν ότι μία ερωτική έλξη δεν βασιζόταν σε προσδοκία προίκας. Τι χρησιμότητα έχει; Να επιθυμήσει ένας μία κοπέλα, υπολογίζοντας την προίκα που έχει να πάρει από τον πατέρα της. Αυτό δεν μπορεί να είναι καθαρή ερωτική σχέση, όταν βασίζεται σε υπολογισμούς. Πρέπει να είναι αφιλοκερδής. Για αυτόν τον λόγο την υμνεί ο ποιητής. Δεν θα ασχοληθεί ένας ποιητής να υμνήσει μία σχέση, που βασίζεται σε ακριβείς υπολογισμούς καριέρας και προίκας. Έτσι δεν είναι;
Για ποιο λόγο σήμερα να αξιολογούμε τα επιτεύγματα με το πόσο κερδοφόρα είναι;
Δ.Μ.: Μόνο ένας κωμικός ποιητής θα έπρεπε να το κάνει αυτό. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μου κάποιες λιγότερο γνωστές πληροφορίες, για να μην πω «τα μυστικά» της Ακρόπολης;
Μ.Κ: Έχει τόσα μυστικά, όσα και πολλές άλλες ακροπόλεις. Δεν εννοώ ότι είναι ακροπόλεις κυριολεκτικά, αλλά διαφορετικά μνημειακά επιτεύγματα. Επειδή ασχολούμαι με μία ποικιλία θεμάτων, θα έλεγα ότι μυστικά μπορεί να υπάρχουν παντού, ακόμη και στα πιο ταπεινά πράγματα. Αν κανείς αρχίσει και αναλύει και μπαίνει στις λεπτομέρειες, το δέος είναι τεράστιο. Ας πούμε μία άμαξα με ένα κάρο ξύλινο. Με τροχούς, με ακτίνες, με άξονες ξύλινους. Πόσα μυστικά έχει αυτό για να γίνει, να λειτουργεί και να μη διαλύεται, όταν κινείται σε ανώμαλους δρόμους με λακκούβες και σαμαράκια; Τα μυστικά αυτού του επαγγέλματος ήταν τόσα πολλά, πού ήθελε κανείς 20 χρόνια χωρίς να σηκώσει κεφάλι, για να μπορεί να τα μάθει. Και σήμερα βλέπετε ότι στους οικοδόμους πάει οποιοσδήποτε ανειδίκευτος, μπαίνει σε μία οικοδομή χωρίς να έχει πάει σε καμία σχολή και την άλλη μέρα είναι και αυτός ένας από αυτούς που εκτελούν. Υπάρχουν κάποιοι μηχανικοί ημιμαθείς, οι οποίοι έχουν ένα πτυχίο και ξέρουν κάποια μαθηματικά που εξυπηρετούν τους υπολογισμούς για τις δυνάμεις ισορροπίας. Ή κάποιοι αρχιτέκτονες που θέλουν να υπολογίσουν το φωτισμό και πόσες λάμπες χρειάζονται μέσα, για μία εντυπωσιακή εμφάνιση. Το λεγόμενο styling. Πώς είναι ένα καλοραμμένο ρούχο που είναι και της μόδας. Είναι όλοι σε κάτι τέτοιο, απασχολούν και ανειδίκευτους, οι οποίοι σιγά-σιγά μαθαίνουν την ίδια τη δουλειά. Αυτό δεν συγκρίνεται με το άλλο που περιέγραψα, στο οποίο έμπαινε κανείς σε ηλικία 12 και 15 ετών. Η μαθητεία ήτανε πολύ σκληρή και δεν ήταν προδιαγεγραμμένο ότι σε 20 χρόνια θα είναι κάποιος πχ αμαξοποιός. Δεν ήταν δεδομένο, διότι ήταν τόσα πολλά τα μυστικά που έπρεπε να κατανοήσει, ώστε το πιθανότερο ήταν να έμενε σε όλη του τη ζωή βοηθός. Ήταν πολύ μεγάλες οι απαιτήσεις. Δεν σημαίνει ότι οποιοσδήποτε πάρει ένα απολυτήριο γυμνασίου μπορεί να γίνει γιατρός. Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι.
Δ.Μ.: Εσείς πώς διαχειριστήκατε τη δική σας καμπύλη μόρφωσης;
Μ.Κ: Έβλεπα πάντοτε ότι υπήρχαν μυστικά. Όταν έβλεπα σχέδια που είχαν γίνει από τους μετρ, ήξερα ότι εκεί μέσα είναι τόσα πολλά μυστικά, που πιθανώς η παρατηρητικότητά μου και η υπομονή μου δεν ήταν αρκετά προσόντα, για να ξεκλειδώσω και να ξεσκεπάσω αυτά τα μυστικά. Ήξερα ότι μερικά πρέπει να στα δείξει ο ίδιος, πώς τα έχει κάνει. Μια φορά βρέθηκα στην Δανία με έναν παλαιότερό μου, που θαύμαζα τα σχέδιά του. Ο Ερρίκος Χάνσεν – συνωνυμία με τους γνωστούς Χάνσεν. Ο συνάδελφος ήταν 25 χρόνια μεγαλύτερος από εμένα και μου έδειξε μία φορά πώς σχεδίαζε. Αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου, πώς κρατάει τον κοντυλοφόρο, πόσο μελάνι βάζει στην άκρη της πένας, πώς κινείται το χέρι, από πού πέφτει το φως, ποια στάση έχει το σώμα, δεν νομίζω ότι είναι κάτι που θα μπορούσα να το μάθω από μόνος μου. Και να το καταφέρει κάποιος αυτό, θα του πάρει μερικά χρόνια. Και το βλέπεις εσύ έτοιμο.
Τα μυστικά της δουλειάς είναι μία πολύ μεγάλη ιστορία, με τεράστιο μέγεθος, και είναι το δημιούργημα γενεών ανθρώπων.
Επίσης συνειδητοποίησα πολύ νωρίς ότι μπορεί κάθε γενιά να δημιουργεί ένα τεράστιο θησαυρό γνώσεων, αλλά την ίδια στιγμή, κάθε γενιά που φεύγει παίρνει μαζί της ανεπιστρεπτί, έναν τέτοιο θησαυρό γνώσεων.
Δ.Μ.: Ποια θα πρέπει να είναι κατά την άποψή σας η συνεργασία μεταξύ των γενεών, για να πετύχουν μία καλύτερη μέρα για την ανθρωπότητα;
Μ.Κ: Είναι αδύνατον. Είναι μοιραίο. Το λεξιλόγιο είναι ένα θέμα. Η νέα γενιά ακούει τους παλαιότερους να έχουν ένα κατά κανόνα πολύ πλουσιότερο λεξιλόγιο. Ολίγιστοι από τους νέους αισθάνονται την ανάγκη να κατακτήσουν αυτό το λεξιλόγιο. Στις καθημερινές τους συναναστροφές αρκεί το πρόχειρο λεξιλόγιο, στο οποίο τελευταία έχουν εισχωρήσει και πάρα πολλές αγγλικές λέξεις. Αυτές οι λέξεις δημιουργούν την ψευδαίσθηση της γλωσσικής επάρκειας, ενώ στην πραγματικότητα αποδεικνύουν την απουσία αντίστοιχων λέξεων στη μητρική γλώσσα. Το άτομο που καταφεύγει εύκολα σε ξενισμούς και ορολογία πρόχειρη, η οποία είναι συνήθως και αδόκιμη, έχει την εντύπωση ότι έχει οργανώσει καλά τη σκέψη του, αλλά στην πραγματικότητα έχει κενό, επειδή του λείπουν πάρα πολλές λέξεις, που έχουν σημασία για την καλή οργάνωση της σκέψης. Παράδειγμα, ο πληροφορικός λέει “σειριακός αριθμός”. Είναι σειραϊκός αριθμός.
Δ.Μ.: Μεταγράφεται όμως η ορολογία μέσα από το λάθος.
Μ.Κ: Ναι, επειδή είναι serial. Έτσι είναι στην Αγγλία. Το γλωσσικό αίσθημα του βρετανού δεν θα πάθει βλάβη, αν το πεις σειραϊκό. O Βρετανός το σκέφτεται ως σειραϊκό αριθμό, αν κάναμε τη μετάφραση. Δηλαδή δεν έχει παραβιάσει τους κανόνες της δικής του γλώσσας, οι οποίοι είναι προσδιορισμένοι από τους μελετητές της. Ενώ ο δικός μας, χωρίς να σκέφτεται σε ποια γλώσσα μεταφέρει αυτόν τον ξένο όρο, το χρησιμοποιεί χωρίς να νιώθει ότι έχει ευθύνη για τον τρόπο που φέρνει αυτή την λέξη.
Να φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Λέξεις εκλαμβάνονται ως συνώνυμα. Μόνο συνώνυμα δεν είναι. Βαθύτερα καμία λέξη δεν έχει συνώνυμο. Όλες έχουν μία μικρή διαφορά. Αλλά για κάποιον που χρησιμοποιεί πολύ λίγες λέξεις, δεν κάνει μεγάλη διαφορά, αν αντί για «εφάμιλλος» βάλεις «ισότιμος». Ας πάρουμε την αναλογία που θα καταλάβει κανείς καλύτερα, το εργαστήριο. Στο εργαστήριο που δουλεύουν αυτοί που διαλύουν μηχανήματα και τα συναρμολογούν, παλιά στους τοίχους υπήρχε μία μεγάλη τάβλα, συνήθως πράσινη ή μαύρη, στην οποία υπήρχαν καρφάκια και στερέωναν επάνω όλα τα εργαλεία. Τανάλιες, πένσες, παπαγάλους, καβουρόκλειδα, γαλλικά κλειδιά, λαβίδες, αλυσίδες, σκαρπέλα, κατσαβίδια, σταυροκατσάβιδα, καρυδάκια. Εκεί συνήθως τα είχαν και ζωγραφισμένα, αν το θυμάστε, ώστε αυτός που το χρησιμοποιεί να βλέπει την εικόνα και να ξαναβάζει την πένσα εκεί που ήταν.
Ένας ερασιτέχνης που δεν έχει εξοικειωθεί με το μεγάλο πλήθος των εργαλείων, μπορεί να επέμβει σε ένα απλό εξάρτημα, θέλει να ξεβιδώσει ένα παξιμάδι, και επειδή δεν αναγνωρίζει το γαλλικό κλειδί, πού είναι ακριβώς ταιριαστό, παίρνει μία πένσα. Προφανώς με μία πένσα μπορείς να πιάσεις το παξιμάδι και να το ξεβιδώσεις. Αλλά η πένσα θα αφήσει σημάδια στο παξιμάδι, αν το παξιμάδι αντιστέκεται. Εν πάση περιπτώσει, για κάποιον που ξέρει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία, αυτός είναι ο δόκιμος τρόπος. Κι αν σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων πάει κανείς να πάρει μία πένσα για να βγάλει ένα παξιμάδι, θα φάει σφαλιάρα από τους παλαιούς. Αλλά όταν μιλάει κάθε μέρα ακόμη και στη Βουλή, μπορεί να χρησιμοποιήσει με μεγάλη ανευθυνότητα μία λέξη, η οποία δεν αρμόζει στην περίπτωση.
Δ.Μ.: Κύριε Κορρέ, θυμάστε κάποιο περιστατικό στην καριέρα σας, που να σας δυσκόλεψε πάρα πολύ;
Μ.Κ: Στην καριέρα μας δυσκολεύουν και τα δικά μας, αυτά που είναι εγγενή ή εσωτερικά, αλλά και τα εξωτερικά. Εξωτερικά είναι αυτά που έρχονται από άλλους. Κι αν είναι ανθρωπογενή, μπορεί να είναι και αγκυλώσεις, αναπoφασιστικότητα, εχθρικότητα, γραφειοκρατία, τρικλοποδιές, φθόνοι. Όλα αυτά μπορεί να υπάρχουν. Υπάρχουν όμως και αίτια που είναι εξωτερικά, αλλά δεν οφείλονται σε ανθρώπους. Είναι εκ της φύσεως των πραγμάτων. Μελετάς μία πέτρα, αναζητάς ίχνη από την αρχαία μορφή της, αλλά η διάβρωση και ο χρόνος που πέρασε τα έχει καταστήσει αυτά τα ίχνη της δυσδιάκριτα. Και περνάς ώρες μεγάλης έντασης προσπαθώντας να δεις κάτι που ακόμη δεν έχει διαφύγει και δεν έχει διαβρωθεί. Είναι δύο κόκκοι μαρμάρου ακόμα. Εκεί σου σφίγγεται το στομάχι και δεν φταίει κανείς. Είναι εξωτερικό.
Μετά έρχονται τα εσωτερικά. Εσωτερικά είναι είτε εκεί που θα μπορούσε άλλος να σου βάλει τρικλοποδιά, να το κάνεις στον εαυτό σου μόνος σου, από μία νοοτροπία, η οποία δεν είναι καλά εναρμονισμένη με την πραγματικότητα. Πολλές εμμονές που έχουν διάφοροι άνθρωποι και θέλουν να τους βγει ένα αποτέλεσμα. Στο τέλος είναι αρνητικοί, αν το αποτέλεσμα δεν επιβεβαιώνει μία δική τους απόφαση. Αυτά είναι εσωτερικά προβλήματα. Και εσωτερικά επίσης είναι όταν η ίδια μας η ευφυΐα δεν είναι αρκετή. Ασχέτως εμμονών, ακόμη κι αν μπορέσουμε να απαλλαγούμε πότε από τις εμμονές, προφανώς δεν μπορούμε να προβλέψουμε την τέταρτη κίνηση σε μία σκακιστική παρτίδα του Κασπάροφ. Δεν έχουμε όλοι την ίδια ευφυΐα. Είναι όλων των επιπέδων προβλήματα.
Και επομένως, αν κανείς έχει ξεπεράσει τις κακομοιριές και τις μικρότητες, στο τέλος επικεντρώνεται στον εσωτερικό αντίπαλο, πού είναι το ίδιο το πρόβλημα, οι δυσκολίες που έχει το πρόβλημα, που απαιτούν περισσότερη προσπάθεια, μέθοδο, ευφυΐα και τύχη.
Από την μία είναι η δύναμη του επεξεργαστή, και από την άλλη είναι ορισμένα ελαττωματικά προγράμματα που έχει μέσα του. Γιατί μπορεί να έχεις πολύ καλό επεξεργαστή, αλλά να έχεις φορτώσει ελαττωματικά προγράμματα και να μην είναι αποτελεσματικά.
Δ.Μ.: Διορθώστε με αν το λέω λάθος, κατά τον δαίμονα εαυτού.
Μ.Κ: Ακριβώς. Οι κακομοιριές είναι για μέτριους. Αν κανείς δεν είναι σε αυτή την κατάσταση, έχει ακόμη την επιθυμία για βήματα. Από μία στιγμή και μετά δεν πρέπει να είναι καν φιλοδοξία. Και αυτό φαίνεται καταρχάς με πράγματα που δεν έχει παρουσιάσει ποτέ σε κανέναν. Δεν είναι μικρά κατορθώματα που δημοσιεύονται και ανακοινώνονται. Μένουν αδημοσίευτα σε ένα συρτάρι και έχουν την ίδια και πολυετή συχνά προσπάθεια. Εκεί πια, η μόνη απάντηση είναι ότι το κίνητρο ήταν καθαρά προσωπικό, η ικανοποίηση μιας περιέργειας πάνω σε ένα επιστημονικό ερώτημα.
Δ.Μ.: Ποια ήταν η μεγαλύτερη δική σας περιέργεια;
Μ.Κ: Όταν άρχισα ήταν όλα σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο. Ήμουν περίεργος και οι απαντήσεις ήταν ανάλογα με την προσπάθεια και την εργασία. Δυστυχώς ή ευτυχώς και τα ίδια ακόμη προβλήματα μερικές φορές τα ξαναβλέπω μπροστά μου και ανακαλύπτω ότι δεν είναι λιγότερο συναρπαστικά, έστω και αν θυμάμαι ότι κάποτε υπήρχαν απαντήσεις.
Δ.Μ.: Ποιος είναι ο ρόλος της διδασκαλίας στη ζωή σας;
Μ.Κ: Επισήμως έγινα δάσκαλος, όταν με εξέλεξαν στο Πολυτεχνείο, το 1999. Δεν ανήκα σε εκείνους που έγιναν δάσκαλοι απλώς ακολουθώντας το πτυχίο, μετά μεταπτυχιακά στο εξωτερικό και μετά στο Πολυτεχνείο, όπως άτομα που διδάσκουν από νεαρά ηλικία. Έκανα μία επαγγελματική καριέρα που δεν περιείχε τίποτα από όλα αυτά. Μπήκα δηλαδή στην εργασία από πολύ νέος. Δούλευα από νέος φοιτητής. Από το καλοκαίρι του πρώτου έτους δούλεψα πωλήσεις συστηματικά. Μάλιστα το πρώτο καλοκαίρι, έχοντας τελειώσει τα μαθήματα του πρώτου έτους, εργάστηκα τρεις μήνες στην Πτολεμαΐδα, στα έργα της ΔΕΗ. Δεν ήταν αρχιτεκτονικό. Ήταν περισσότερο οικοδομική τεχνολογία και κατασκευές. Το έβρισκα πολύ πιο συναρπαστικό από το να πάω σε ένα γραφείο και να ασχολούμαι με αρχιτεκτονικές ομορφιές. Επιφάνειες δηλαδή, χωρίς να έχει σημασία τι υπάρχει από κάτω. Κι έκτοτε εργαζόμουν σε διάφορες κατευθύνσεις. Εργάστηκα βέβαια και στο καλλιτεχνικό της αρχιτεκτονικής, σε ένα άλλο γραφείο. Σε διαγωνισμούς που έπρεπε να παράγονται εντυπωσιακά σχέδια, επειδή ήμουν πάρα πολύ καλός σχεδιαστής, με απασχολούσαν και με καλοπλήρωναν. Ήμουν φοιτητής ακόμη. Αλλά ένιωθα σχεδόν ενοχή, να βγάζω τόσο εύκολα χρήματα για πράγματα που σιγά-σιγά είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι είναι ρηχά. Αυτή ήταν η ιστορία. Κι έτσι έφτασα 50 και πλέον χρονών όταν έγινα καθηγητής. Είχα εργαστεί πολύ εντατικά. Παλιά δουλεύαμε και τα Σάββατα εννοείται. Αργότερα που έγινε το πενθήμερο και το Σάββατο ήταν ελεύθερο, εγώ εξακολουθούσα να δουλεύω τα Σάββατα και τις Κυριακές. Δεν έχει καμία διαφορά. Ούτε και το αναφέρω ως καμία θυσία. Επειδή βασικά ήταν το πιο ευχάριστο πράγμα που μπορούσα να κάνω. Ήταν η επέκταση των παιδικών ελεύθερων ενασχολήσεων.
Όταν είσαι παιδί είσαι ελεύθερος να διαχειρίζεσαι το χρόνο σου όπως θες. Αυτό έκανα σε όλη μου τη ζωή και έτσι κάποια στιγμή έγινα καθηγητής στο Πολυτεχνείο. Δεν ήταν κάτι που είχα επιδιώξει. Και στο Πολυτεχνείο και στην Ακαδημία μου το ζήτησαν να γίνω καθηγητής. Δεν ήμουνα από αυτούς που βλέπουν τι ανακοινώνεται και να τρέχω να βλέπω τις προκηρύξεις για να υποβάλλω. Ήρθαν και μου το ζήτησαν. Επέμεναν κιόλας να με μεταπείσουν. Όταν τελικά με εξέλεξαν στο Πολυτεχνείο, μου είπε ο διευθυντής της γραμματείας της Πρυτανείας, “κύριε Κορρέ επειδή είναι πολύ μεγάλη απόφαση, μπορείτε αν θέλετε να μείνετε και στον Παρθενώνα διευθυντής και να είστε καθηγητής. Υπάρχουν κάποιες διατυπώσεις με μικρές μισθολογικές επιπτώσεις. Έχετε 15 μέρες να έρθετε να μας πείτε αν θέλετε να είστε πλήρους απασχόλησης, ή να είστε μερικής και να έχετε και την Ακρόπολη”.
Πήγα πίσω σε μία γωνία μπροστά από την τζαμαρία, όπου υπήρχαν κάποια πλατύφυλλα κι ένα σαλονάκι, κάθισα για λίγο, σκέφτηκα και μετά από 5 λεπτά πήγα και του είπα “πλήρους απασχόλησης. Θα διαγραφώ από την Ακρόπολη”. Για μένα ήταν σαφές. Η μία σταδιοδρομία ήταν κάτι τελείως καινούργιο, που θα άξιζε να το φροντίσω πάρα πολύ, και οι άλλοι ήταν κάτι που το είχα γνωρίσει καλά και θα παρέμενε εκεί. Ήξερα μετά ότι θα με ήθελαν και θα ήμουν διαθέσιμος. Οι γνώσεις μου ήταν στη διάθεσή τους, όπως είναι και σήμερα. Αυτή είναι η διδασκαλία. Είχα όμως μία κλήση προς τη διδασκαλία. Διότι τον καιρό που ήμουν σε συνεργεία και δούλευα σε οικοδομές, συχνά εκμεταλλευόμουν τη φάση που χαλάρωνε λίγο η δουλειά και κάποιος μπορεί να έλεγε κάτι, που να περιείχε ή μία εξήγηση ή ένα ερώτημα. Γιατί αυτή η μπρίζα, ας πούμε, μπαίνει σε αυτό το ύψος; Γιατί με αυτόν τον τρόπο λογαριάζουμε πού θα περάσει από το ταβάνι κάτι; Πώς θα γίνουν οι μεντεσέδες; Άκουγα και όταν έβρισκα την κατάλληλη στιγμή, τους έκανα μία μικρή διάλεξη 5 λεπτών. Και μετά με κοιτούσαν και μου έλεγαν ότι δεν τα είχαν σκεφτεί αυτά.
Ήταν κάτι που συνέχεια γύριζε μέσα στη σκέψη μου. Μία οργανωμένη εξήγηση για το ένα ή για το άλλο. Πώς γίνεται αυτό; Ποια είναι η σειρά κάποιων εργασιών; Γιατί έχουμε αυτή τη σειρά και όχι κάποια άλλη;
Τα ξέρουν οι τεχνίτες που δουλεύουν. Το θεωρούν αυτονόητο. Αλλά υπάρχει απόσταση από τον θεωρούμε αυτονόητη τη σειρά και να μπορούμε να την εξηγήσουμε. Και να δώσουμε δηλαδή σε ένα πεντάλεπτο μέσα στο εργοτάξιο, το επίπεδο μίας, μέτριου επιπέδου, θεωρητικής συζήτησης. Αυτό λοιπόν ήταν έτσι και αυτό θυμάμαι μία φορά που κάναμε μία στερέωση ενός φρουρίου στη Θράκη, πού ήταν αγρότες το προσωπικό. Αυτά ήταν τον καιρό της επιστράτευσης του 1974. Οι άνθρωποι μάλιστα κοίταζαν προς το μέρος της Τουρκίας, γιατί είχαν αρχίσει να έρχονται τα άρματα μάχης. Ήταν εκείνη η περίσταση. Δουλεύαμε όλες τις ώρες. Και με ρωτούσανε π.χ. γιατί τις σφήνες, που τους είχα δώσει παραγγελία να κόψουν σφήνες από οξιά, πώς υπολόγιζα τις γωνίες, τι είχα σκεφτεί και λοιπά. Τους μάζευα λοιπόν και είχε γίνει κάτι σαν σχολείο. Και έτσι για περίπου 15 ημέρες, ήταν ένα σχολείο στο οποίο όλοι αυτοί αγρότες που ήταν σε ηλικία του πατέρα μου, με θεωρούσαν ως το δάσκαλό τους.
Δ.Μ.: Υπέροχο.
Μ.Κ: Ναι. Από τότε έμπλεξα. Επίσης και στην Ακρόπολη στα συνεργεία, από άτυπη συνήθεια είχε γίνει σχεδόν συνηθισμένο, το Σάββατο λίγο πριν το σχόλασμα, να μαζεύονται και να μου ζητάνε να τους πω για ένα θέμα. “Γιατί οι αρχαίοι έφτιαξαν έτσι το κιονόκρανο;” Και τους έλεγα πράγματα που ούτε οι καθηγητές του πανεπιστημίου ήταν ποτέ σε θέση να φανταστούν.
Δ.Μ.: Τι συμπέρασμα βγάζετε από αυτό λοιπόν;
Μ.Κ: Είχα μία κλίση προφανώς. Είναι αυτοτελής η απάντηση σε ένα ερώτημα; Είναι ικανοποίηση της προσωπικής περιέργειας; Ή υποκρύπτεται η φιλοδοξία σε κάποιον άλλον; Είναι και τα δύο. Δεν μπορεί κανείς να το μάθει. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που σκαλίζω κάτι, γιατί μόνο εμένα με ενδιαφέρει και δεν με νοιάζει καν να το πω σε κανέναν. Και υπάρχουν και άλλες φορές που νιώθω ότι είναι πολύ ενδιαφέρον και θα ήθελα πολύ να το μεταδώσω. Πολλοί λένε να το μοιραστώ.
Η λέξη μοιραστώ προσπαθεί να δείξει ότι είναι λιγότερο εγωιστική η σχέση. Ότι είναι μία κοινοκτημοσύνη. Στην έκφραση “να το μοιραστώ”, εμπεριέχεται ένας προβληματισμός στον οποίο οι άλλοι θα συμβάλλουν.
Άρα αφορά σπάνιες περιπτώσεις με λιγοστούς συνομιλητές που πράγματι θα συμβάλλουν. Αλλιώς είναι υποκρισία να λες ότι θα μοιραστείς, όταν ξέρεις ότι αυτοί που σε ακούν δεν θα καταλάβουν τα μισά.
Δ.Μ.: Δίκαιη διάκριση. Αν υπήρχε ένα μήνυμα που θα θέλατε να δώσετε στους φοιτητές σας, σαν τρόπο σκέψης πρωτίστως, ποιο θα ήταν αυτό;
Μ.Κ: Η αναλυτικότητα της σκέψης. Αυτό που τους έλεγα πάντοτε, να υπάρχει αυτοσυγκράτηση στη διατύπωση ερωτημάτων που αρχίζουν με το γιατί.
Στις καλλιτεχνικές σχολές, το γιατί παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Ενώ ένας καλός επιστήμων δεν ρωτάει ποτέ το γιατί. Ρωτάει πρώτα-πρώτα το τι. Τι είναι αυτό; Μετά είναι το πώς. Πώς γίνεται αυτό; Συνέχεια ερωτήματα.
Το πού και το πότε μπορεί να είναι και αυτά ερωτήματα, αν είναι κάτι ιστορικό. Ή αν δεν ξέρουμε που έγινε. Το τι και το πώς είναι υποχρεωτικά ερωτήματα. Το πού και το πότε είναι ενδεχόμενα ερωτήματα. Αν είναι κάτι παλιό που το βρίσκουμε στη γη, θέλουμε να ξέρουμε πότε έγινε και που έγινε. Το τελευταίο ερώτημα είναι το γιατί. Δηλαδή, τι είναι ο Παρθενώνας; Είναι ένα κτίριο, έχει αυτές τις διαστάσεις, είναι με αυτό το υλικό, έχει γίνει με αυτόν τον τρόπο και άλλα. Γιατί το έκτισαν; Ο καθένας θα βγάλει μία θεωρία, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι είναι ο Παρθενώνας. Έτσι δεν είναι;
Δ.Μ.: Πολύ σωστά. Πραγματοποιούμε ένα λογικό άλμα.
Μ.Κ: Ναι. Πρέπει κανείς να ξέρει πάρα πολύ καλά τα πραγματολογικά, να ξέρει την εποχή, να ξέρει την κοινωνία. Και ταυτοχρόνως να ξέρει ψυχολογία, κοινωνιολογία, να γνωρίζει ποια είναι η φύση του ανθρώπου, ακόμη και να ξέρει και ιατρική. Να έχει ακούσει τους ιατρούς που λένε για τη φυσιολογία της όρασης και όλα αυτά. Όλα αυτά μαζί μπορεί να είναι πολύτιμα. Βεβαίως εάν μιλάς για ένα έργο που δεν είναι τόσο αρχαίο, όπως ο Παρθενώνας… Τον καιρό που έχτιζαν τον Παρθενώνα υπήρχε λίγη θεωρία από πίσω. Ή αν θέλουμε να πάμε στο Stonehenge, ακόμα λιγότερη θεωρία. Όσο πιο πίσω πας, τόσο λιγότερη. Γιατί για τον Παρθενώνα θα μπορούσε κανείς να έχει μία γνώμη για το γιατί. Γιατί έχτιζαν τέτοιους ναούς πιο πριν; Βέβαια αυτό είναι μετάθεση του ερωτήματος. Και γιατί έχτισαν τους πρώτους ναούς. Θα πεις για τους θεούς. Αλλά δεν είσαι βέβαιος, γιατί δεν έζησες με τους ανθρώπους για να ξέρεις. Θεωρείς πολύ πιθανόν ότι είναι έτσι, γιατί και σήμερα είναι κάτι τέτοιο. Αν όμως θέσεις το αντίστοιχο ερώτημα για ένα σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο, πίσω από το οποίο υπάρχουν χιλιάδες χρόνια καλλιτεχνικής παράδοσης, και φαινομένων ανθρωπολογικών, δεν μπορείς να πεις για ποιον λόγο τάδε ζωγράφος ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα. Ρισκάρεις ένα 50% της αλήθειας, αν προσπαθήσεις να απαντήσεις στο γιατί έχτισαν τον Παρθενώνα. Αλλά αν πεις για ένα σημερινό έργο, ακόμη και ο ίδιος ο καλλιτέχνης αν ερωτηθεί, μπορεί να πει ψέματα.
Δ.Μ.: Μπορεί να εφεύρει μία προσωρινή απάντηση.
Μ.Κ: Μία ικανοποιητική απάντηση.
Δ.Μ.: Θέλετε να προτείνετε κάποια βιβλία, τα οποία θα βοηθούσαν τους ανθρώπους να καταλάβουν καλύτερα τους ανθρώπους;
Μ.Κ: Πολύ δύσκολο. Οι χαρακτήρες του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος ήταν ο διάδοχος του Αριστοτέλη. Στο Λύκειο έγραψε πολλά βιβλία και αυτός, όπως και ο Αριστοτέλης. Το ένα λέγεται “Περί Χαρακτήρων”. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Μετά μπορεί κάποιος να διαβάσει του Λασκαράτου. Ανδρέας Λασκαράτος, “Ιδού ο Άνθρωπος”. Πάλι για χαρακτήρες. Και έτσι μπορεί να βρει κανείς ομοιότητες, διαφορές, συμπληρώσεις των δύο βιβλίων. Ένας απλός τρόπος, θα έλεγα και ψυχαγωγικός και με την έννοια λίγο διασκεδαστικός, αν κανείς ας πούμε ανέχεται τον εαυτό του, μπορεί να βρει και τον εαυτό του εκεί μέσα και μπορεί και να γελάει.
Είναι δύσκολο. Το να κατανοήσει κανείς τους ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο.
Με τη σύζυγό μου συζητάμε συχνά για τα κίνητρα της διαγωγής των γατιών. Και δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε για τα ίδια τα ζώα. Τα θαυμάζουμε βέβαια, γιατί είναι το αντίθετο από το πρόβλημα που μιλούσαμε πριν. Το οικολογικό και ο υπερπληθυσμός, η κατασπατάληση ενέργειας, τα τεράστια σπίτια, τα αυτοκίνητα, πονάμε πολύ, θεωρούμε τραγικό το θάνατο και την κηδεία. Και βλέπεις ότι αυτά τα ζώα έχουνε μία αξιοπρέπεια. Έρχονται στη ζωή και δεν ξοδεύουν τίποτα. Φεύγουν και δεν αφήνουν κανένα αποτύπωμα. Δεν έχουν ξοδέψει τίποτα από το περιβάλλον, από τη φύση, από το σύμπαν. Έχουν μία ταπεινή ύπαρξη. Αν πονάνε και είναι άρρωστα, δεν τα ακούς. Δεν απασχολούν κανέναν. Από αυτήν την άποψη, νιώθει κανείς ντροπή όταν βλέπει τα ζώα ως άνθρωπος. Πρέπει να είμαστε ασυγκρίτως ευφυέστεροι, ασυγκρίτως δημιουργικότεροι. Ταυτοχρόνως όμως δεν έχουμε μπορέσει, και ίσως να είναι άλυτο το πρόβλημα, να είμαστε ακίνδυνοι για το περιβάλλον. Είμαστε επικίνδυνοι και αν αυτό δεν το συνειδητοποιήσουμε, μας κάνει να νιώθουμε ντροπή.
Ακούστε επίσης το podcast “Μανόλης Κορρές: Ταξιδεύοντας από το Μόναχο μέχρι τη Νάπολη με τρένο”, εδώ!
Στο πλαίσιο της ΕΣΩ 2024 έρχεται και η έκτη διοργάνωση των βραβείων Archisearch Lifetime Achievement Awards, τα οποία, από το 2018 που καθιερώθηκαν, τιμούν σημαντικές προσωπικότητες της εγχώριας σκηνής για τη συνολική συνεισφορά τους στην ελληνική αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική θεωρία και πράξη. Η φετινή διοργάνωση θα αναδείξει και θα τιμήσει το έργο και την προσωπικότητα των Τάσου Μπίρη (ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ και μεγάλου δασκάλου), Μανόλη Κορρέ (επικεφαλής της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ) και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2017) και της κορυφαίας Ελληνίδας Κεραμοπλάστριας Ελένης Βερναδάκη.
Ο αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Δρ Παναγιώτης Πάγκαλος βραβεύει τους Τάσο Μαίρη και Ελένη Βερναδάκη, ενώ ο αρχιτέκτονας και Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ Δρ Ανδρέας Κούρκουλας βραβεύει τον Μανόλη Κορρέ.
Tα βραβεία συνολικής προσφοράς του Archisearch και της Design Ambassador είναι ήδη 7 ετών.
Στοιχεία διοργάνωσης
Τίτλος ημερίδας ΕΣΩ 2024 – ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΓΗ
Τυπολογία Συνέδριο, Ημερίδα Αρχιτεκτονικής & Σχεδιασμού
Τοποθεσία Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Ημερομηνία Τετάρτη 22 Μαίου 2024
Χορηγοί
ΠΛΑΤΙΝΕΝΙΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ GLM OUTDOOR SOLUTIONS
ΧΡΥΣΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ORAMA MINIMAL FRAMES
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ EUROPA
ΧΑΛΚΙΝΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ ELVIAL
ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΧΟΡΗΓΟΣ LAFARGE
ΜΕΓΑΛΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ ELTOP, ΚΕΒΕ, TEXTURES AND TILES, SIFAKIS GLASS CONSTRUCTIONS, ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ, KIMISOO, FRANKE, STO INTERNATIONAL, BRATTI, VERNOLIN DEFTEREOS, ARCHITEXTURE, BENJAMIN MOORE, NEOKEM, FURNITURE GALLERY, GRUPPO CUCINE, ISOMAT, MARMOURIS, SATO, STORMY SA, NAFPLIOTIS GLASS, URBI ET ORBI, MOLESKINE, ETHIMO, KLEEMANN, KALOTARANIS, AVE, TECHNOGYM, THE GREEN OFFICE.
Δημιουργία Περιεχομένου & Χορηγός Επικοινωνίας Archisearch.gr
Διεύθυνση Παραγωγής & Καλλιτεχνική Επιμέλεια Design Ambassador
Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας για το ΕΣΩ 2024, εδώ!
READ ALSO: Erieta Attali at Moments magazine