Διδάσκει στην Accademia di Architettura στο Mendrisio της Ελβετίας και στο μεταπτυχιακό τμήμα της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Βόλου. Διατηρεί αρχιτεκτονικό γραφείο στο Lugano της Ελβετίας και στην Αθήνα και, πραγματικά, ζει και εργάζεται σαν πολίτης του κόσμου.

Είναι «αμερικανοτραφής», αφού σπούδασε στα πανεπιστήμια Cornell, New York University (NY, USA), Columbia και στην Cooper Union στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος: «Δεν έμεινα στην Αμερική. Στέριωσα πιο πολύ στην Ελβετία και απέκτησα μια άλλη αρχιτεκτονική παιδεία». Το διδακτικό του έργο ξεκίνησε πολύ νωρίς: «Μετρώ πια 26 χρόνια στην εκπαίδευση, η οποία μου αρέσει πολύ. Ο αρχιτέκτων που διδάσκει έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με θέματα που εμπλουτίζουν τη γνώση και την έρευνά του, τα οποία δεν θα προσέγγιζε εύκολα αν δούλευε μόνο στο γραφείο του. Για μένα, λοιπόν, η διδασκαλία είναι έρευνα. Μέσω αυτής μεταδίδω αυτά που ξέρω και ταυτόχρονα μαθαίνω».

Τα workshops αρχιτεκτονικής που διοργανώσατε πέρυσι στην Αθήνα, σε ποιο πλαίσιο δραστηριοτήτων σας θα τα εντάσσατε; Είναι μια εναλλακτική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής παιδείας. Τα workshops γεννούν αρχιτεκτονικό διάλογο κι επειδή σε αυτά συμμετέχει κόσμος από το εξωτερικό, ο διάλογος αυτός αποκτά διεθνή απόηχο. Αντικείμενό τους είναι η ανίχνευση του αποτυπώματος του ανθρώπου στην πόλη. Π.χ. μελετήσαμε την περιοχή του λεγόμενου «νεοκλασικού τριγώνου», που ορίζεται από τις «κορυφές»: Σύνταγμα – Αρχαίο Νεκροταφείο του Κεραμεικού – Ομόνοια. Όταν αυτό δημιουργήθηκε κατά το 19ο αι., ο σταθμός Λαρίσης βρισκόταν εκτός των ορίων του. Ήταν, δηλαδή, στην άκρη της πόλης – μια «πύλη» την οποία διάβαινες και έλεγες «έφτασα στην Αθήνα». Σήμερα ο σταθμός βρίσκεται σε κεντρικό σημείο, ώστε να έχεις αυτή την αίσθηση «εισόδου στην πόλη». Αν λοιπόν οι γραμμές του τρένου μετατρέπονταν σε υπόγειες εντός του αστικού ιστού (όπως σε άλλες μητροπόλεις), ο επιβάτης που θα εξέρχεται στην επιφάνεια μετά την υπόγεια διαδρομή θα εκλαμβάνει ξανά τον Σταθμό ως μια «πύλη» της πόλης. Συγχρόνως, αν φανταστούμε αυτή την «υπογειοποίηση» κατά μήκος της Κωνσταντινουπόλεως, ας πούμε τουλάχιστον μέχρι το ύψος της Ιεράς Οδού, στην τωρινή θέση των γραμμών θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα καταπληκτικό γραμμικό πάρκο, πλάτους ανάλογου με εκείνου της Rambla στη Βαρκελώνη. Πιστεύω ότι οι όποιες αλλαγές επέλθουν άμεσα θα συμβούν στη δυτική πλευρά της Αθήνας, στον Ελαιώνα, στο ποτάμι κ.λπ. Έτσι θα «μάθουμε» και την όψη του Παρθενώνα από εκεί, που αποτελεί μια εικόνα μαγική. Εντελώς διαφορετική από εκείνη που διαμορφώθηκε την εποχή που η πόλη επεκτεινόταν προς το βορρά. Η δυτική άποψη του Παρθενώνα, λοιπόν, είναι σήμερα η «φρέσκια». Να ένα παράδειγμα ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής παρέμβασης: η δημιουργία νέων δημόσιων χώρων που θα προσφέρουν στον κάτοικο της πόλης μια άλλη άποψη του συμβόλου της. Δημόσιοι χώροι που θα ορίζουν μια νέα (γεωγραφική) θέση του ανθρώπου στην πόλη. Και αυτή, με τη σειρά της, θα του αποκαλύπτει μια άλλη –παραμελημένη ως τώρα– όψη της Αθήνας, η οποία είναι συνδεδεμένη με την ιστορία και τη γεωγραφία της. Είναι αυτονόητο ότι το ίδιο θα μπορούσε να γίνει με τον Λυκαβηττό, τον Υμηττό κ.λπ.

Όλα αυτά όσο αφορά την πόλη ως τόπο αναψυχής. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι παρεμβάσεις ώστε να νιώθουμε ανάλογη απόλαυση στις πιο καθημερινές πτυχές της ζωής στην πόλη; Νομίζω ότι αυτό είναι ζήτημα της πολιτείας. Εννοώ το να προκηρύσσει τακτικά διαγωνισμούς ιδεών για την ανάπτυξη τέτοιων προτάσεων και κυρίως να αποζητά πρωτότυπες ιδέες. Να γλιτώσουμε δηλαδή από τις «αυθεντίες» με τα πτυχία ανώτερης μελετητικής τάξεως, που θα προτείνουν για μία ακόμα φορά ένα οδόστρωμα από κυβόλιθους και τρεις ζαρντινιέρες. Γενικότερα, νομίζω ότι δεν θα έπρεπε το κράτος ή ο εκάστοτε αγωνοθέτης να ορίζει τι θέλει να κάνει. Αντίθετα, θα έπρεπε να αναζητά την πιο ενδιαφέρουσα και αναπάντεχη ιδέα μεταξύ των προτάσεων που θα λάβει.

Πώς θα ήταν η Αθήνα που ονειρεύεστε; Η βασική επιδίωξη θα ήταν η τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στην ιστορία και τη γεωγραφία του τόπου, χάρη στο δημόσιο χώρο που θα δημιουργηθεί. Αυτό είναι κάτι που θα απαιτούσε πολλή δουλειά, θάρρος και στήριξη από εκείνους που παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις. Από την πλευρά των αρχιτεκτόνων θα χρειάζονταν κυρίως απλές, πρωτότυπες ιδέες. Η απλότητα είναι η ζητούμενη βάση για όλα.

Tι θα προτείνατε σ’ έναν τουρίστα να παρατηρήσει σχετικά με τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της Αθήνας; Την ιστορία που αναδύεται και τη γεωγραφία που υψώνεται. Αν τα παρατηρήσει αυτά, δεν θα μπερδέψει ποτέ την πόλη μας με τη Βηρυτό ή το Βουκουρέστι.

Ποιος είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του έργου σας «Κατοικία στην περιοχή Παπάγου», που του έχει χαρίσει τόση αίγλη στους κύκλους της αρχιτεκτονικής; Το κτίριο αυτό χαρακτηρίζεται από μια εναλλαγή όγκων και κενών. Δεν πρόκειται για «ντιζαϊνιά», που έγινε για να προκύψει κάτι το εντυπωσιακό, αλλά για μια ιδέα η οποία βασίζεται στο εξής δίπολο: εκεί που υπάρχει ένας πλήρης όγκος, το κτίριο προβάλλεται προς την πόλη, ενώ εκεί όπου υπάρχει κενό το κτίριο αφήνει την πόλη να εισέλθει μέσα του. Το ζητούμενο είναι αυτός ο διάλογος που αναπτύσσεται. Μια οικία είναι ένα κτίριο εξωστρεφές. Ορίζει το εγώ του κατοίκου του, σε σχέση με την πόλη που τον περιβάλλει.

Ποιο από τα έργα σας αγαπάτε περισσότερο; Ένα σπίτι στη Σάμο, που βρίσκεται μπροστά στη θάλασσα, το πρώτο στο οποίο αποπειράθηκα να αναπτύξω το διάλογο με τη γεωγραφία. Αγαπώ επίσης ένα από τα πρώτα κτίρια που έκανα σε περιοχή που βρίσκονταν πάνω σε κεντρικούς οδικούς άξονες, κατά μήκος των οποίων προελαύνει η πόλη. Άρα, και η εικόνα του κτιρίου που προσλαμβάνει κάποιος επηρεάζεται από την ταχύτητα με την οποία αυτός κινείται πάνω στον άξονα. Έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και βρίσκεται κοντά στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ήταν ένα γυάλινο κουτί που περιείχε εσωτερικά ένα άλλο κτίριο, χτιστό, και αποτέλεσε την αρχή για μια σειρά κτιρίων πάνω σε τέτοιους άξονες. Με αφορμή αυτό, θα μπορούσα να πω ότι η αρχιτεκτονική μου πορεία είναι γραμμική. Δεν είμαι εκλεκτικιστής στα θέματα που προσεγγίζω. Δεν μεταπηδώ από το ένα στο άλλο. Η έρευνά μου είναι συνεχής πάνω σε ορισμένα ζητήματα που με απασχολούν.
Θεωρώ, επίσης, ότι αυτά που κάνω είναι λίγο μονολιθικά. Διακρίνονται από μια απλότητα και φαίνεται πάντα ο φέρων οργανισμός του κτιρίου, είναι μέρος της αισθητικής του. Και αυτό νομίζω ότι συντάσσεται με την αρχαία άποψη για το ζήτημα και όχι με την άλλοτε επικρατούσα αντίληψη που ήθελε τον αρχιτέκτονα να σχεδιάζει καταρχάς ένα χώρο, που στη συνέχεια θα στερεωνόταν από έναν πολιτικό μηχανικό.

Αν κάποιος σας έλεγε ότι δεν χρειάζεται πια να δουλεύετε για τα χρήματα, παρά μόνο για την ευχαρίστησή σας, τι θα σχεδιάζατε; Αυτό το έχω ήδη κατακτήσει στο πλαίσιο του διδακτικού μου έργου. Το ζήτημα είναι τι θα έκανα, αν έπρεπε για κάποιο λόγο να αλλάξω επάγγελμα. Πιθανότατα θα επέλεγα την πιο απλή απασχόληση, προκειμένου να έχω το περιθώριο να συνεχίσω να σκέφτομαι… 
 
Συνέντευξη στον Γιάννη Κωνσταντινίδη, για το περιοδικό HOME by Athens Voice 
 

RELATED ARTICLES