Εν μέσω κρίσης και αντιμετωπίζοντας πολύ δύσκολες συγκυρίες, ο Πάνος Δραγώνας και η Άννα Σκιαδά συντονίστηκαν με το πνεύμα της φετινής Μπιενάλε για την αναζήτηση ενός κοινού εδάφους στην αρχιτεκτονική και παρουσίασαν στην Βενετία ένα περίπτερο το οποίο πρωτίστως έγινε αντιληπτό σαν το αποτέλεσμα μιας κοινής προσπάθειας. Επιμελητές και προσκεκλημένοι αρχιτέκτονες δούλεψαν μαζί, σαν μια ομάδα. Αυτό φαίνεται στην έκθεση, που λειτουργεί πολύ περισσότερο ως συλλογικό έργο, παρά ως παρουσίαση μεμονωμένων δημιουργών.
Οι επιμελητές υποστηρίζουν ότι μέσα στις ειδικές συνθήκες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της σύγχρονης Αθήνας, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάκτηση του κοινωνικού ρόλου της αρχιτεκτονικής. Η ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον Αθηναϊκό δημόσιο χώρο εντοπίζεται τόσο στις νέες στρατηγικές παρέμβασης, όσο και σε αντιπροσωπευτικά δείγματα της νέας κριτικής.
Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι ο David Chipperfield διευθυντής της φετινής Biennale, πέτυχε το στόχο που ο ίδιος έθεσε, να αναζητήσει δηλ. ένα ‘κοινό έδαφος’ για την αρχιτεκτονική;
Π.Δ.: Το Common Ground ήταν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματική, από τις καλύτερες που θυμάμαι να έχουν δοθεί στη Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η προσέγγιση του Chipperfield δημιουργούσε πολλά ερεθίσματα για νεωτερικές προσεγγίσεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής από μια, ιδιαίτερα επίκαιρη, κοινωνική σκοπιά. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι η συνολική έκθεση δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης θεματικής. Σίγουρα υπήρξαν αρκετές δυνατές στιγμές, απόλυτα συνεπείς με την ιδέα του «κοινού εδάφους», όπως η video εγκατάσταση του Foster, η έρευνα για τον Πύργο του David από το Urban Think Tank, ή το τραπέζι με τις αναφορές των αρχιτεκτόνων του Valerio Olgiati Υπήρξαν όμως και πολλά σημεία της έκθεσης, όπως πχ τα γλυπτά αντικείμενα της Zaha Hadid, τα οποία διέκοπταν τη συνοχή της συνολικής έκθεσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φετινή Biennale περιελάμβανε αρκετά θραύσματα κοινού εδάφους. Στο σύνολο της, όμως, παρέμεινε άνιση και τελικά δεν κατάφερε να περάσει ένα ισχυρό μήνυμα για το μέλλον της αρχιτεκτονικής και των πόλεων.
Α.Σ.: Η γενικότερη εικόνα της φετινής Biennale και ιδιαίτερα στο Arsenale που τα τελευταία χρόνια ήταν ο αποδέκτης των πάσης φύσης δημιουργιών των stars-architects και της διεθνής τους πελατείας, άλλαξε ριζικά. Παρουσιάστηκαν θέματα που αφορούσαν συνολικές παρεμβάσεις ευρύτερων περιοχών καθώς και οι αναζητήσεις και ο όγκος δουλειάς που κτίζεται καθημερινά από κάθε αρχιτέκτονα. Οι αρχιτέκτονες ήταν όλοι μεγάλης ηλικίας και πολύ λίγο στράφηκαν σε ευφάνταστες αναζητήσεις για το μέλλον. Η συνολική παρουσίαση είχε ένα χαρακτήρα παιδαγωγικό γύρω από την αρχιτεκτονική και πιστεύω ότι κατάφερε να επαναφέρει την σκέψη και τον διάλογο στα κοινά, σε αξίες και κοινές πρακτικές που αποτελούσαν δυνατή πηγή έμπνευσης στο παρελθόν και είχαν ξεχαστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ο διάλογος αυτός με τη σειρά του θα συμβάλλει στην επαναδιατύπωση της κοινής ιδεολογίας.
Ποιο εθνικό περίπτερο ξεχωρίσατε, με ποιο πιστεύετε ότι έχετε κοινά σημεία αναφοράς ή συγγενείς προσεγγίσεις και πως είδατε την βράβευση του Toyo Ito για το περίπτερο της Ιαπωνίας;
Π.Δ.: Κατά την άποψη μου το περίπτερο που ξεχώρισε ήταν αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανταποκρίθηκε με επιτυχία στη θεματική της έκθεσης και παρουσίασε πρωτότυπες ιδέες για την πόλη και τον δημόσιο χώρο. Αν πάντως ζήλεψα μια εγκατάσταση, αυτή δεν ήταν άλλη από το περίπτερο του Μπαχρέιν. Οι μεγάλες video προβολές που κάλυπταν τα παράθυρα του Arsenale εισήγαγαν το τοπίο του Μπαχρέιν στον χώρο της Μπιενάλε με έναν μαγικό –σχεδόν υπνωτικό- τρόπο.
Συνάντησα πολύ λιγότερες συγγενείς προσεγγίσεις με το δικό μας περίπτερο από ό,τι περίμενα. Η εγκατάσταση “Spain mon amour” του Louis Fernandez Galiano αντιμετώπισε μια αντίστοιχη προβληματική με το ελληνικό περίπτερο ακολουθώντας έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Οι ντυμένοι στα λευκά –σαν άγγελοι- φοιτητές αρχιτεκτονικής παρουσίαζαν στον επισκέπτη μακέτες έργων από την περίοδο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Επίσης η εγκατάσταση Facecity του Fulvio Irace για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική του Μιλάνο παρουσίασε αρκετές συγγένειες με τη δική μας προσέγγιση της αθηναϊκής πολυκατοικίας.
Α.Σ.: Προσωπικά ξεχώρισα το περίπτερο της Χιλής. Δεν θα έλεγα ότι είχαμε κοινά σημεία αναφοράς εκτός ίσως από το γεγονός ότι παρουσιάζονταν πολλαπλές θεματικές τόσο κτηρίων μαζικής κατοίκησης όσο και δημόσιων κτηρίων και ελεύθερων χώρων. Ο λιτός τρόπος παρουσίασης με ανάρτηση ημιδιάφανων κύβων όπου επάνω στις όψεις τους ήταν τυπωμένες φωτογραφίες σχέδια και οι πληροφορίες για κάθε αρχιτεκτονική παρέμβαση, ο χαμηλός φωτισμός και το δάπεδο από χοντρό αλάτι που σε υποχρέωνε να πατήσεις προσεχτικά, ελαφριά, αναδύοντας μία μυρωδιά θαλασσινή δημιουργούσαν το περιβάλλον του κοινού τόπου, όπου εξελίσσονταν οι αρχιτεκτονικές προτάσεις.
Περιγράφετε την εγκατάσταση στο Ελληνικό Περίπτερο σαν ένα τρισδιάστατο μωσαϊκό που υλοποιήθηκε μέσα από τη συνεργασία σας με τις οκτώ ομάδες αρχιτεκτόνων.
Σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο μετασχηματίστηκε το concept που είχατε ως επιμελητές μέσα από τη διαδικασία δημιουργίας ενός – όπως εσείς αναφέρεστε σ’ αυτό – συλλογικού έργου;
Π.Δ.: Το concept της έκθεσης στο ελληνικό περίπτερο δεν αφορούσε τόσο στη μορφή της εγκατάστασης όσο στη διαδικασία σχεδιασμού της. Ξεκινήσαμε με ένα ευέλικτο σύστημα, ένα είδος κανάβου, το οποίο μπορούσε να υποδεχθεί διαφορετικές ιδέες από τους συμμετέχοντες αρχιτέκτονες. Ωθήσαμε ορισμένους από τους συμμετέχοντες να μην καταλάβουν κάποια συγκεκριμένη γωνία του περιπτέρου αλλά να διασκορπίσουν τα έργα τους στον ευρύτερο χώρο του περιπτέρου. Στην αρχή οι περισσότεροι ήταν διστακτικοί. Από τη στιγμή όμως που ορισμένα έργα βρήκαν τη θέση τους στον χώρο –όπως ο δρόμος των Point Supreme, ο «σταυρός» των Area και η διπλή video εγκατάσταση του Αγγελιδάκη- η βασική διάταξη είχε πλέον ξεκαθαρίσει. Στην κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η ιδέα των Buerger Katsota για το «δίκτυο» των παιδικών χαρών. Ενώ τα υπνοδωμάτια των Deca πρόσθεσαν, στην κυριολεξία, την τελευταία πινελιά, ελάχιστες ημέρες προτού φύγουμε για Βενετία.
Α.Σ.: Τρισδιάστατο μωσαϊκό λόγω πολυπλοκότητας της ίδιας της πόλης μας. Οι οκτώ ομάδες αρχιτεκτόνων τοποθετήθηκαν επιλέγοντας τις θέσεις τους σε ένα υπόβαθρο επεξεργασμένο από εμάς και προσπάθησαν να συνομιλήσουν με τα εκθέματα της νησίδας τους, η οποία παρέπεμπε σε ένα τυχαίο οικοδομικό τετράγωνο της πόλης. Οι επί μέρους τροποποιήσεις δεν διαφοροποίησαν σημαντικά την βασική αρχική μας ιδέα. Κάποιοι αρχιτέκτονες εντάχτηκαν με ιδανική διάχυση των παρεμβάσεων τους στο περιβάλλον των νησίδων αναγνωρίζοντας και εξυπηρετώντας με τον καλύτερο τρόπο τον «κοινό τόπο», κάποιοι άλλοι παρέμειναν αυτούσιοι μέσα στο ευρύτερο περιβάλλον του υπόβαθρου της πόλης . Τα ιδιαίτερα και επί μέρους στοιχεία κάθε νησίδας αποτέλεσαν στο τέλος αυτό που αποκαλείτε συλλογικό έργο.
Ποιος ήταν ο αντίκτυπος που είχε το ‘Made in Athens’, στον διεθνή και τοπικό τύπο. Πως αντέδρασε το κοινό της biennale στην εγκατάσταση στο Ελληνικό Περίπτερο και ποιος είναι ο δικός σας απολογισμός τώρα που η εμπειρία κατακτήθηκε και η biennale πλησιάζει στο τέλος της.
Π.Δ.: Κύριος στόχος της ελληνικής συμμετοχής στην 13η Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής ήταν η προβολή μιας νέας προσέγγισης της αρχιτεκτονικής η οποία γεννάται μέσα από τις συγκεκριμένες, δύσκολες, συνθήκες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Θεωρούμε ότι ο στόχος αυτός πέτυχε σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Ειδικά ο ιταλικός τύπος έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη προσέγγιση με αναλυτικές παρουσιάσεις και συνεντεύξεις σε έντυπα και ιστοσελίδες, όπως το Domus Web και το AT Casa (το αρχιτεκτονικό περιοδικό της Corriere de la Serra). Πολύ θετικές παρουσιάσεις έγιναν επίσης από δύο νέα, πολύ ενδιαφέροντα, έντυπα: το Portal 9 και το Uncube. Στον ελληνικό τύπο γράφτηκαν πάρα πολλά, έγιναν πολυάριθμες παρουσιάσεις οι οποίες δυστυχώς παρέμειναν στην επιφάνεια, αποφεύγοντας να θίξουν σε βάθος το περιεχόμενο της έκθεσης.
Α.Σ.: Οι κριτικές στον διεθνή τύπο αλλά και στον Ελληνικό για την γενική εικόνα ήταν εξαιρετικά θετικές. Η πολλαπλή ανάγνωση της πόλης της Αθήνας προκάλεσε το ενδιαφέρον των ξένων ανταποκριτών οι οποίοι πολλές φορές ξεχώρισαν στην παρουσίαση τους αυτοτελή τμήματα παρουσιάζοντας τις ιδιαιτερότητες ή και σημαντικές πτυχές της ζωής και της εξέλιξης της πόλης μας. Η προσέλευση ήταν μεγάλη. Το “Made in Athens” κέντρισε το ενδιαφέρον είτε για μια γρήγορη ματιά του συνόλου είτε για μια ιδιαίτερη προσεκτική μελέτη των εκθεμάτων.
Και ο απολογισμός μας.
Θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να αναφερθεί κανείς στην Αθήνα του σήμερα. Το “Made in Athens” προσπάθησε να εκφράσει την πολυπλοκότητα των στοιχείων που συνθέτουν την πόλη μας, προτείνοντας μία πολυεπίπεδη ανάγνωση και θεωρώ ότι το πέτυχε. Βέβαια τα συσσωρευμένα προβλήματα είναι πολλά και πολλές οι κριτικές τοποθετήσεις. Πιστεύω ότι αυτό διαβάζεται και στο χώρο της έκθεσης ενώ ορισμένες προτάσεις – διεκδικήσεις συλλογικού χαρακτήρα μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε για το μέλλον. Επίσης να πω ότι πάντα όταν κάτι τελειώνει, προσωπικά σκέπτομαι και πως αλλιώς θα μπορούσα να το είχα παρουσιάσει. READ ALSO: ANTONIO ORTIZ INTERVIEW TO STAVROS MARTINOS