Γνώρισα τον Αλέξη Ευσταθόπουλο πρώτα με την ιδιότητά του ως βιβλιόφιλου, νομίζω κάπου το 2013 μέσα από την Ιματιοθήκη της Νιλέτας Κοτσίκου. Ύστερα, τον ξαναπέτυχα στο Instagram, ως έναν τύπο που κατέγραφε τελετουργικά και με προφανές ταλέντο στην φωτογραφία τα πεταμένα παιχνίδια αυτής της πόλης.
Πριν λίγους μήνες, από το ίδιο μέσο, διαπίστωσα ότι ο Αλέξης κάθε Κυριακή ξαναζωντάνευε ασπρόμαυρους επισκέπτες σε μέρη της Αθήνας που μου φαίνονταν γνώριμα. Κι εκεί αναδύθηκε η άλλη του πλευρά, αυτή του αρχαιολόγου, που ανασκάπτει την νεότερη ιστορία αυτής της πόλης, σκαλίζοντας δρόμους και κατώφλια, ανακατεύοντας μυρωδιές και ήχους, αλφαδιασμένα μουστάκια και υπαινικτικά καρέ, μουσελίνες και καπέλα με γείσα. Αυτοί είναι οι #Sunday_Vistors, για τους οποίους μιλήσαμε. κι είναι όλοι τους υπέροχοι.
Αλέξη, γεια σου. Θα ήθελα κατ`αρχάς να μάθω πώς έγινε η μετάβαση από το #DeadToysSociety στους #Sunday_Vistors; Και τα δύο έργα έχουν ως κοινές συνισταμένες την νοσταλγία και την πρότερη ζωή και παρουσιάζουν μια κοινή φόρμα. Τί σε ώθησε όμως στους Κυριακάτικους επισκέπτες;
Ήταν μία φυσική εξέλιξη. Από τα πεταμένα παιχνίδια στις πεταμένες φωτογραφίες. Φωτογραφίζοντας ένα παιχνίδι έξω από έναν σκουπιδοντενεκέ βρήκα ένα πακέτο με παλιές φωτογραφίες. Χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένη ιδέα ή να ξέρω τι ακριβώς θα τις έκανα, τις μάζεψα και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι sunday_visitors. Εκ των υστέρων θα έλεγα ότι τόσο τα dead toys όσο και οι sunday_visitors σχετίζονται απόλυτα με το επάγγελμά μου, αυτό του αρχαιολόγου.
Γιατί την Κυριακή;
Αποφάσισα να ανεβάζω στο ίνσταγκραμ μία φωτογραφία κάθε Κυριακή, γιατί αυτή η διαδικασία του να πρέπει να ολοκληρώσεις κάτι μέσα σε 7 μέρες είναι δημιουργική και εμπεριέχει και το στοιχείο της πρόκλησης. Σαν επιλογή, η Κυριακή ταιριάζει απόλυτα νομίζω με τον πνεύμα των φωτογραφιών. Η πόλη και οι δρόμοι είναι άδειοι και υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία, από όταν ακόμα πηγαίναμε σχολείο και ξέραμε ότι το σαββατοκύριακο είχε ουσιαστικά τελειώσει. Οι Κυριακές είναι νομίζω η ιδανική μέρα για φαντάσματα.
Πώς ακριβώς φτιάχνεται κάθε μία απ` τις εικόνες; Από πού αντλείς τις φωτογραφίες των επισκεπτών και με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή και η τοποθεσία τους; Συχνά η ματιά σου και οι λεζάντες σου υπονοούν εκτεταμένη ταξινόμηση και δουλειά στο αρχείο.
Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιώ ανήκουν όλες στην προσωπική μου συλλογή. Είναι φωτογραφίες από μακρινούς μου συγγενείς, όπως για παράδειγμα, το άλμπουμ της θείας Διαμάντως που ζούσε στην Αμερική, φωτογραφίες που έχω βρει πεταμένες στους δρόμους ή σε πάγκους μικροπωλητών.
Ο τρόπος που συνδυάζω τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τις έγχρωμες δικές μου είναι αυθαίρετος. Ουσιαστικά, γίνεται ενστικτωδώς και με αποκλειστικό κριτήριο το αισθητικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές όμως οδηγούμαι σε περίεργες συμπτώσεις που δεν είναι πάντα εύκολο να ερμηνεύσω.
Στα αρχεία ανατρέχω όταν θέλω να χρονολογήσω κάποια φωτογραφία. Παλιότερα συνήθιζαν να σημειώνουν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας την χρονιά που τραβήχτηκε και έτσι τις περισσότερες φορές δεν έχω πρόβλημα. Οι φωτογραφίες όμως από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι γνωστές carde de visite, δεν αναφέρουν ποτέ χρονολογίες, αναγράφεται όμως σχεδόν πάντα ο φωτογράφος και έτσι μπορώ να κοιτάξω στα διάφορα αρχεία (το Ε.Λ.Ι.Α. έχει μία πολύ καλή συλλογή) και να τις χρονολογήσω με σχετική ακρίβεια.
Πώς αλλάζει η πόλη στα μάτια σου μέσα απ` τις ιστορίες που αφηγείσαι; Αλλάζουν τα αγαπημένα σου μέρη, σκέφτεσαι αλλιώς περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας;
Από την στιγμή που φωτογραφίζεις, αναγκαστικά αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα, ακόμα και ο τρόπος που κινείσαι στην πόλη. Αρχικά περπατάς. Επιλέγεις διαδρομές, όχι επειδή είναι ο πιο σύντομος δρόμος, αλλά γιατί πιστεύεις ότι εκεί μπορεί να συναντήσεις ενδιαφέρουσες καταστάσεις. Ψάχνεις συνέχεια εικόνες, πολλές φορές σε βαθμό εμμονής. Φωτογραφίζεις ακόμα και όταν δεν έχεις μαζί σου φωτογραφική μηχανή. Οι φίλοι σου δυσκολεύονται να περπατήσουν μαζί σου, βαριούνται να σε περιμένουν και γκρινιάζουν. Οπότε αναγκαστικά περπατάς μόνος σου.
Υπάρχει κάποια ιστορία ή κάποιος επισκέπτης που να αγάπησες ιδιαιτέρως;
Κάθε επισκέπτης έχει την ιδιαιτερότητά του. Ακόμα και αυτοί που δεν μπορώ ούτε να χρονολογήσω και έτσι οι μοναδικές πληροφορίες που έχω για αυτούς είναι η ίδια η εικόνα τους. Η μία και μοναδική φωτογραφία τους. Αυτό όμως που με εντυπωσιάζει πραγματικά είναι τα σύντομα κείμενα στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, αφού πολλές από αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί ως καρτ ποστάλ.
Τα κείμενα αυτά είναι σύντομα, λόγω του περιορισμένου χώρου, αλλά πάντοτε εντυπωσιακά. Διακρίνεις την προσπάθεια των εικονιζόμενων να αποδώσουν αυτά που τους απασχολούν, τις σκέψεις τους και τις ανησυχίες τους, όσο το δυνατόν πιο λιτά και περιεκτικά. Έχουν μια τρομερή λακωνικότητα. Τις περισσότερες φορές είναι ανορθόγραφα και ασύντακτα, πολλές φορές ο γραφικός χαρακτήρας σχεδόν πλήρως δυσανάγνωστος, αλλά οι μικρές αυτές ιστορίες, σε συνδυασμό με την φωτογραφία, είναι συμπυκνωμένη λογοτεχνία.
Ο Δώρος που προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του να μην ανησυχεί, ο Αναστάσης και ο Παντελής που έφτιαξαν την λέξη “ἀδελφοφιλικοασπαζόμεθα”, ο Γιάννης που δανείστηκε έναν φάκελο από τον κ. Πασκάλ, η Μαρίτσα και μια μέρα μεγάλης της Μελαγχολίας, η Ανθή με τα “πέζ” και η Μικρή Αφροδίτη με τα “σκούρα”, ο Γεράσιμος που έφυγε και αποκαλεί την αδερφή του “ὑπερποθητή μοι”. Και ένα ανώνυμο ενθύμιο στρατού: “Τό σῶμα καί τά κόκαλα θά γίνουν ὄλα χῶμα / Ἀλ᾽ ἤ φωτογραφία μου θά στέκεται ακόμα”.
Αλέξη, σ` ευχαριστώ πολύ.
Περισσότερα για τον Αλέξη μπορείτε να βρείτε στον λογαριασμό του στο instagram εδώ και στο tumblr του εδώ. Τέλος, αυτόν τον μήνα, οι Sunday_visitors φιλοξενούνται στο tumblr του Marina Abramovic Institute και μπορείτε να τους δείτε εδώ.
Στο εξώφυλλο: Αθήνα 1946
READ ALSO: ONE PLANET LIVING: Q&A WITH BENJAMIN GILL, ENVIRONMENTALIST