Ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Γιώργος Μητρούλιας της ομάδας AREA ο οποίος συμμετείχε ως ομιλητής στην εκδήλωση Size Matters: Architectural Stories For Growth From the USA and Greece, που οργάνωσε η εταιρεία παραγωγής Design Ambassador και η αρχιτεκτονική πλατφόρμα ΑRCHISEARCH.gr, μας περιγράφει την οπτική του σχετικά με επίκαιρα θέματα που αφορούν την κλίμακα της ελληνικής πόλης και πως αυτή επηρεάζει τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, το δημόσιο χώρο και το ρόλο του σύγχρονου αρχιτέκτονα.
Ο Γιώργος Μητρούλιας (Αθήνα, 1978), σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1996-2002) και ακολούθως εργάστηκε στο γραφείο Κοκκίνου-Κούρκουλας στην Αθήνα και Van de Broek en Bakema στο Ρόττερνταμ.
Ως υπότροφος του ιδρύματος Fullbright έλαβε το δίπλωμα Master of Science Degree in Advanced Architectural Design στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης το 2004, πριν εργαστεί στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Steven Holl. Από το 2006 είναι μέλος της ομάδας AREA και από το 2016 είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Στην εισαγωγική του εισήγηση ο κ. Λαέρτης Βασιλείου αναφέρει πως «από τις βασικές αρχές του American dream είναι το Big is Beautiful». Με τους ίδιους όρους, ποια θεωρείτε ότι είναι ή πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αρχιτεκτονικής παραγωγής, τοποθετημένης στην πραγματικότητα της οικονομικής και κοινωνικής ύφεσης που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια; Θεωρείτε πως η ελληνική πραγματικότητα, και συγκεκριμένα η Αθήνα, έχει ανάγκη μεγάλων χειρονομιών ή μικρών επεμβάσεων χειρουργικής ακριβείας σε γειτονιές;
Νομίζω δεν είναι ανάγκη να διαλέξουμε “ή το ένα ή το άλλο”, χρειάζονται και οι δύο προσεγγίσεις και είναι ενδιαφέρον όταν συνδυάζονται. Για παράδειγμα στο κέντρο της πολης ή σε περιοχές που θελουμε να ενισχύσουμε την αίσθηση της κοινότητας μια απότομη αλλαγή σε μεγάλη κλίμακα ίσως είναι αδύνατη ή ακόμα και ακατάλληλη. Αυτό τον καιρό δουλεύουμε με το Δήμο Αθηναίων πάνω στο πιλοτικό προγραμμα Polis2 που θα χρηματοδοτήσει μικρές παρεμβασεις από ομάδες πολιτών. Κάθε παρέμβαση μπορεί να είναι μικρή αλλά στο σύνολο τους δημιουργούν ένα ευρύ δίκτυο που έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την πόλη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ένα από τα βασικά κριτήρια για την επιλογή των παρεμβάσεων είναι το ζήτημα της συντήρησης και πώς οι κάτοικοι δεσμεύονται να τις διατηρούν μετά την υλοποίηση. Αυτό το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό σε μια εποχή που οι πόροι είναι πολύ περιορισμένοι.
Και εδώ είναι που καμία φορά η μεγάλη κλίμακα αποδεικνύεται προβληματική. Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία δείχνει πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η μεγάλη κλίμακα όταν λόγω περιορισμένων πόρων εκλείπει η συντήρηση (βλ. Γέφυρα στη Γένοβα, Πύργος Γκρένφελ στο Λονδίνο).
Έτσι λοιπόν είτε πρόκειται για έργα μικρής ή μεγάλης κλίμακας ο σχεδιασμός δεν πρέπει να σταματά στην υλοποίηση, πρέπει να λαμβάνει υπόψη ποιος είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση, πόσο αυτή στοιχίζει, ποια πρωτόκολλα ακολουθούνται. Με άλλα λόγια, στο “Big is Beautiful” θα αντιπρότεινα “Lasting is Beautiful”.
Έστω η παραδοχή ότι ο δημόσιος χώρος μιας πόλης είναι το μεγάλο, ανοιχτό και ελεύθερο πεδίο εκδίπλωσης της κοινής καθημερινής ζωής, όπου τα παιχνίδια κλίμακας του ανοικτού-πλήρους δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και ρυθμό της πόλης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τι έχουμε να μάθουμε από τη σύγκριση ενός ενεργού δημόσιου χώρου σε μια ελληνική και μια αμερικανική μητρόπολη αντίστοιχα; Ποια η κλίμακα οργάνωσης του κάθε χώρου και τι συνέπειες αυτή αποφέρει στην παραγωγή δημόσιας σφαίρας;
Η ερώτηση σας μου φέρνει στο μυαλό τα σχέδια των Venturi/Scott Brown από το Λας Βέγκας, όπου χρησιμοποίησαν την ασπρόμαυρη τεχνική του περίφημου χάρτη της Ρώμης του Nolli. Αν ακόμα φανταζόμαστε το δημόσιο χώρο ως κενό στο συμπαγές αστικό σώμα, όπως ο τελετουργικός χώρος των δρόμων και των μνημείων της Αιώνιας Πόλης, η πραγματικότητά μας θυμίζει μάλλον το Λας Βέγκας, όπου δημόσιο και ιδιωτικό διαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τα οριοθετήσει. Και φυσικά η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με τη διάχυση της ιδιωτικής ζωής στη δημόσια σφαίρα μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η διαφορά με την Αμερική βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στο εξής: εκεί ο αστικός σχεδιασμός είναι αμείλικτος, ακολουθούνται με συνέπεια πολύ αυστηρά μέτρα και προδιαγραφές ασφαλείας και καλής πρακτικής, σε αντίθεση με την ελληνική πόλη όπου στον ίδιο δρόμο μπορεί κανείς να συναντήσει τρία διαφορετικά πεζοδρόμια.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Αμερική ο δημόσιος χώρος υπαγορεύει μια περισσότερο ομογενοποιημένη συμπεριφορά, που γίνεται αποδεκτή ως “ορθή” από τους πολίτες με σχεδόν φυσικό τρόπο. Αντίθετα η ακραία ετερογένεια των ελληνικών πόλεων απαιτεί διαρκώς εγρήγορση και συμβάλει στη μεσογειακή ζωντάνια που τις χαρακτηρίζει.
Στην εισήγησή σας, περιγράφοντας τους τρόπους παραγωγής αρχιτεκτονικής στην Αμερική, αναφερθήκατε σε «εξαντλητικά σχεδιασμένες πόλεις» που καθιστούν το επάγγελμα του αρχιτέκτονα ιδιαιτέρως σημαντικό, «μια ευθύνη που παίρνεις απέναντι στην κοινωνία». Αντίθετα, στην ελληνική πραγματικότητα η πόλη έχει παραχθεί αρκετά ανεξέλεγκτα από ένα πλήθος παραγόντων που πολλές φορές απέκλειαν την συμμετοχή του ίδιου του αρχιτέκτονα (π.χ. οι περιπτώσεις των πολυκατοικιών της αντιπαροχής). Με βάση την εμπειρία συμμετοχής σας τόσο στην αμερικανική όσο και στην ελληνική αρχιτεκτονική πραγματικότητα, ποιο θα ορίζατε σήμερα ως το ρόλο του αρχιτέκτονα στην ελληνική πόλη, λαμβάνοντας υπόψιν την υφιστάμενη αστική συνθήκη και δανειζόμενος στοιχεία από το αμερικανικό πρότυπο αρχιτεκτονικής παραγωγής;
Κατά την επιστροφή μου και τη δραστηριοποίησή μου στην Ελλάδα γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να μεταφέρω αυτούσια την εμπειρία μου από την Αμερική γιατί πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικές πραγματικότητες.
Αυτή και μόνο η συνειδητοποίηση, της ιδιαιτερότητας του ελληνικού πλαισίου, είναι σπουδαίο μάθημα από μόνο του γιατί ίσως αποκαλύπτει ευκαιρίες που μπορεί να υπάρχουν.
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες βρέθηκαν στο περιθώριο για μερικές δεκαετίες. Στη χώρα μας το επάγγελμα του αρχιτέκτονα θυμίζει αχαρτογράφητα νερά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Ο καθένας πρέπει να βρει το δικό του δρόμο με πολλή προσπάθεια, επιμονή και εφευρετικότητα.
Για αυτό και δεν υπάρχει ένας τρόπος να είναι κανείς αρχιτέκτονας σήμερα ούτε ένας μοναδικός ρόλος που καλούμαστε να διαδραματίσουμε απέναντι στην κοινωνία.
Φυσικά πάντα υπάρχει χώρος για συναρπαστικά δημόσια κτήρια ή δημόσιους χώρους και σε αυτό τον τομέα πιστεύω θα δούμε καλά παραδείγματα τα επόμενα χρόνια, καθώς οι πολίτες έχουν υψηλές απαιτήσεις από το αστικό περιβάλλον, τα δημόσια κτίρια και το δημόσιο χώρο και αρχίζουν να αποκτούν “αρχιτεκτονική” συνείδηση.
Όμως αντί όλοι να περιμένουν από τους αρχιτέκτονες να μεταμορφώσουν την πόλη μέσα από τα σχέδια τους, ας παρατηρήσουμε την αθόρυβη αλλαγή που συμβαίνει ήδη από τα μέσα, στον τρόπο που τη χρησιμοποιούμε. Αυτό κατά ένα τρόπο μας απελευθερώνει από την ευθύνη ενός μεγαλόπνοου οράματος.
Μπορούμε επιτέλους να συμφιλιωθούμε με την αποσπασματική φύση της δουλειάς μας και να δουλέψουμε μέσα από αυτή όσο πιο δημιουργικά μπορούμε.
Μάθετε περισσότερα για το αρχιτεκτονικό γραφείο AREA™ Architecture, εδώ!
READ ALSO: Q&A | ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟΣ - Πρόεδρος Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Δωδεκανήσου / 3ο Συνέδριο Αρχιτεκτονικής & Τουρισμού στη Ρόδο