Το ελληνικό περίπτερο της τρέχουσας έκθεσης Αρχιτεκτονικής της Μπιενάλε της Βενετίας, επιμελημένο ως μια μινιμαλιστική χωρική εγκατάσταση από ξύλινα σκαλοπάτια τα οποία φέρουν τις σχεδόν αιωρούμενες λευκές μακέτες 56 ακαδημαϊκών κοινών χώρων, έχει ήδη αποκτήσει το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ έχει προσελκύσει τα θετικά σχόλια διεθνών μέσων ενημέρωσης για την αρχιτεκτονική, όπως του Oliver Wainwright στην Guardian, αλλά και του Domus, το οποίο το έκρινε ως την καλύτερη ελληνική συμμετοχή της δεκαετίας. Οι δύο επιμελητές του περιπτέρου, η Ελληνίδα Χριστίνα Αργυρού και ο Αμερικανός Ryan Neiheiser, ζουν και εργάζονται στο Λονδίνο. Από κοινού διευθύνουν το γραφείο Neiheiser Argyros όπου και τους συναντήσαμε και συνομιλήσαμε μαζί τους τόσο για την εμπειρία τους και το γραφείο τους, αλλά και πιο λεπτομερώς για τη διαδικασία της προετοιμασίας του ελληνικού περιπτέρου.
Η Χριστίνα που κατάγεται από την Αθήνα, σπούδασε αρχικά στο Princeton, όπου γνώρισε και τον Ryan, και μετά στο Yale, ενώ στο Λονδίνο μετακόμισαν μαζί το 2014. Όταν εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο, ο Ryan δούλευε ακόμα για τους Diller Scofidio+Renfro και ουσιαστικά ήταν ο σύνδεσμος τους στο Λονδίνο. “Ενώ λοιπόν, ο Ryan συνεργαζόταν με τους Diller Scofidio+Renfro, ταυτόχρονα ξεκινήσαμε οι δυο μας να κάνουμε κάποια project μαζί. Kάποια στιγμή αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε επίσημα το δικό μας γραφείο, ενώ παράλληλα συνεχιζόταν και η συνεργασία μαζί τους. Έχουμε κάνει πολλά projects από κοινού μέχρι στιγμής, εκ των οποίων αρκετά ήταν μεγάλοι διαγωνισμοί.” εξηγεί η Χριστίνα.
Το μεγαλύτερης κλίμακας έργο για το οποίο συνεργαζόνται τα δυο γραφεία και τρέχει ήδη τρία χρόνια, είναι ένα πάρκο στο Greenwich Penninsula, μια διαδρομή 5 χιλιομέτρων που ενώνει μικρά pavilions δημιουργώντας ένα δημόσιο χώρο σε συσχέτιση με ένα καινούριο συγκρότημα κατοικιών. Προς το παρόν, έχει ήδη ξεκινήσει η κατασκευή για τα πρώτα 500 μέτρα, ενώ παράλληλα σχεδιάζεται το υπόλοιπο. Άλλη μεγάλη συνεργασία ήταν η νέα φιλαρμονική ορχήστρα του Λονδίνου, ένα έργο το οποίο και κέρδισαν μετά από διαγωνισμό τον περασμένο χειμώνα. Πέραν της συνεργασίας με τους DS+R, αναλαμβάνουν και πιο μικρά projects, όπως κατοικίες και εστιατόρια, ενώ αυτήν την περίοδο συνεργάζονται με μία designer και μηχανικό, την Νάσια Ιγγλέση και το STUDIO INI, για το ελληνικό περίπτερο της London Design Biennale που θα γίνει το Σεπτέμβριο. Συνεχίζουν επίσης να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για πιο μεγάλα έργα, συνήθως πολιτιστικά.
Μαρίζα Δαούτη: Πέραν του γραφείου σας, και οι δύο έχετε κάποια ακαδημαϊκή εμπειρία. Έχετε μαζί και ένα στούντιο στην AA (Architectural Association) σωστά;
Χριστίνα Αργυρού: Ναι ακριβώς. Παλιότερα, όσο ήμασταν στην Αμερική, ο Ryan δίδασκε στο Princeton και στο Columbia. Mε το που μετακομίσαμε στο Λονδίνο δίδαξε στο πρώτο έτος της AA, ενώ εγώ αντίστοιχα, δίδαξα στο πανεπιστήμιο του Cardiff για ένα χρόνο. Φέτος είναι η δεύτερη χρονιά που διδάσκουμε μαζί το δεύτερο και το τρίτο έτος στην AA και ασχολούμαστε με το ίδιο θέμα που κάναμε και πέρσι, που έχει να κάνει με την Αθήνα και τους ακαδημαϊκούς θεσμούς ανώτερης εκπαίδευσης.
ΜΔ: Πες μου περισσότερα για αυτό μιας και αποτελεί την προπαρασκευή του θέματος του ελληνικού περιπτέρου.
ΧΑ: Έτσι ξεκίνησε στην ουσία. Ούτως ή άλλως, το χρονικό περιθώριο όταν ανακοινώθηκε η προκήρυξη ήταν πολύ στενό, είχαμε δύο – τρεις βδομάδες να υποβάλλουμε την πρόταση. Οπότε εφόσον είχαμε ήδη ένα ερευνητικό ενδιαφέρον που έτρεχε, είπαμε να κάνουμε κάτι που να κυμαίνεται γύρω από αυτό. Η πρόταση δηλαδή προέκυψε από την μελέτη που κάναμε με τους φοιτητές μας πέρσι και φέτος, η οποία ερευνούσε τους τρόπους που τα πανεπιστήμια έχουν τη δυνατότητα να αναζωογονήσουν το άμεσο περιβάλλον τους και ειδικότερα στην ιδιαίτερη περίπτωση της Αθήνας, όπου μεταξύ άλλων πολλοί ακαδημαϊκοί χώροι έχουν απομακρυνθεί από το κέντρο της, ενώ παράλληλα, οι λιγοστοί που έχουν μείνει λειτουργούν σαν νησίδες. Ακόμα και η Πάντειος ή η Νομική που βρίσκονται στο κέντρο, λειτουργούν σαν ένα ανεξάρτητο οικόπεδο μέσα στην πόλη. Η πρώτη κριτική μας δηλαδή εστιάζει στο γιατί τα πανεπιστήμια να μην είναι στο κέντρο της πόλης.
Η θέση μας και το όλο σκεπτικό ως προς αυτό, είναι ότι τα πανεπιστήμια έχουν τη δυνατότητα να εντείνουν και να κάνουν πιο άμεση την επαφή μεταξύ της φοιτητικής ζωής και της πόλης, ώστε η φοιτητική ζωή να δίνει μια άλλη ενέργεια στην πόλη. Αυτό σημαίνει πως και η αρχιτεκτονική των ακαδημαϊκών κτιρίων θα μπορούσε να είναι πιο ανοιχτή στο κοινό ώστε να υποδέχεται μεγαλύτερο εύρος της δημόσια ζωής της πόλης.
ΜΔ: Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για αυτή τη θεματική; Είχατε ασχοληθεί με κάποιο project που σας παρακίνησε το ενδιαφέρον για τους ακαδημαϊκούς χώρους;
ΧΑ: Ξεκίνησε πιο πολύ από το ενδιαφέρον μας να κάνουμε κάτι στην Αθήνα. Επειδή κατάγομαι από εκεί, αλλά και επειδή η Αθήνα είναι πολύ ενδιαφέρουσα σαν πόλη. Και εντοπίσαμε σε αυτή τη θεματική μια ευκαιρία καθώς δεν έχει δουλευτεί πολύ μέχρι στιγμής σε θεωρητικό και σε ερευνητικό επίπεδο. Πέραν αυτού, οι περισσότεροι που ασχολούνται με την Αθήνα σε αντίστοιχα στούντιο, εξετάζουν κατά κανόνα την τυπολογία της πολυκατοικίας και εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι που να διαφοροποιείται από αυτό. Πέρα αυτού, σε συνεργασια με τους DS+R είχαμε συμμετάσχει σε διάφορα πρότζεκτ και διαγωνισμούς για πανεπιστήμια, όπως το το Business School του Columbia και το Business School του LSE στο Λονδίνο, επομένως προέκυψε κάπως φυσικά.
ΜΔ: Υπό αυτό το πρίσμα, πώς οργανώνετε την ανάλυση της πόλης με τους φοιτητές;
ΧΑ: Συνήθως ξεκινάμε το τρίμηνο κάνοντας πολεοδομική μελέτη και ανάλυση μέσα από χάρτες, δηλαδή κοιτάμε την Αθήνα αρχικά ως προς τη μεγάλη κλίμακα. Στη συνέχεια, κάνουμε ένα ταξίδι στην Αθήνα για δέκα μέρες, όπου περπατάμε πάρα πολύ, μιλάμε με εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, προσπαθώντας να αποκομίσουμε την επίκαιρη κατάσταση της Αθήνας. Αυτή η διαδικασία έχει στόχο να δώσει διαφορετικά ερεθίσματα στους φοιτητές, ώστε να μπορέσουν αυτοί μετά να ξεκινήσουν ένα πρότζεκτ και να επιλέξουν τη θεματική που θα εστιάσουν, είτε πρόκειται για το μεταναστευτικό ή την οικονομική κατάσταση της χώρας ή τους αρχαιολογικούς χώρους, και αυτά κάπως να συνδυαστούν μετά με το θέμα του πανεπιστημίου. Στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, επιλέγουν ένα συγκεκριμένο τόπο και κάνουν μια αρχιτεκτονική πρόταση για ένα πανεπιστήμιο, που μπορεί να είναι σε μεγάλη κλίμακα ή ακόμη και διασκορπισμένο σε πιο μικρά κτίρια. Οι περισσότερες από τις προτάσεις διερευνούν τον αρχικό προβληματισμό, δηλαδή το πώς μπορούν να ανοίξουν τους χώρους του πανεπιστημίου, και όχι μόνο στους φοιτητές, αλλά και στο επίπεδο της γειτονιάς ή της πόλης.
ΜΔ: Πώς μετά το μεταφράσατε αυτό στην επιμελητική ιδέα που καταθέσατε ως πρόταση;
ΧΑ: Τα “ακαδημαϊκά κοινά” σαν ορισμό πιο συγκεκριμένα αρχίσαμε να το μελετάμε στις αρχές του ακαδημαϊκού έτους, δηλαδή το Σεπτέμβριο. Μια από τις ασκήσεις που είχαμε δώσει στους φοιτητές μας ήταν να επισκεφθούν και να μελετήσουν πανεπιστήμια στο Λονδίνο και τους κοινούς χώρους αυτών, αναλύοντας τους με φωτογραφίες και σχέδια. Αυτό το κάναμε πιο πολύ σαν μια εισαγωγή. Κάπως έτσι διαχωρίσαμε κάπως τους δύο όρους – Αθήνα και πανεπιστήμια – και αρχίσαμε να τους εξετάζουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το πανεπιστήμιο ως τυπολογία και πιο συγκεκριμένα, τα ακαδημαϊκά κοινά σαν ένα είδος χώρου που μπορεί να εντοπιστεί σε ιδρύματα ανά τον κόσμο και διαχρονικά.
Έτσι προέκυψε η ιδέα για το ελληνικό περίπτερο, το οποίο παρουσιάζει ένα τοπίο από 56 μακέτες που απεικονίζουν κοινούς ακαδημαϊκούς χώρους από την Ακαδημία του Πλάτωνα μέχρι σήμερα. Ενδιαφέρον μας ήταν σε αυτούς τους κοινούς χώρους να αναγνωρίσουμε τις διαφορετικές μορφές-εκδοχές που έχουν πάρει ανά τους αιώνες οι δύο κυριότερες τυπολογίες ακαδημαϊκών κοινών – ο αμφιθεατρικός χώρος από την μία και η αυλή και το αίθριο, από την άλλη. Αυτές οι δύο τυπολογίες είναι γεννημένες φυσικά στην Αρχαία Αθήνα, στο Θέατρο του Διονύσου και την Ακαδημία του Πλάτωνα, παραδείγματα τα οποία αποτελούν τον πυρήνα της έκθεσης.
Ο χώρος που παραλαμβάνει την έκθεση αυτών των μακετών έχει διαμορφωθεί και αυτός ως αμφιθέατρο, μιμούμενος τυπικές πανεπιστημιακές αίθουσες. Την τυπολογία του αμφιθεάτρου λοιπόν δεν την παρουσιάζουμε σαν κάτι πρωτότυπο, αλλά σαν ένα αρχιτεκτονικό cliché, κάτι κοινότοπο και ευρέως διαδεδομένο.
ΜΔ: Το αμφιθέατρο είναι ούτως ή άλλως ένα χωρικό στοιχείο που εμφανίζεται συχνά και στο δημόσιο χώρο της πόλης. Και αντίστοιχα, το περίπτερο δεν έχει τον παραδοσιακό χαρακτήρα της αφηγηματικής έκθεσης, αλλά είναι στημένο, ώστε να παρατείνει την προσωρινή παραμονή και εξοικείωση.
ΧΑ: Αυτό ακριβώς. Αυτό ήταν και το άλλο μας μέλημα που θέλαμε να χρησιμοποιηθεί ο χώρος της έκθεσης σαν να ήταν και αυτός ένας κοινός ακαδημαϊκός χώρος, ένας ενεργός χώρος μάθησης, συζήτησης και επικοινωνίας. Και για αυτό το λόγο και μία από τις 56 μακέτες παρουσιάζονται στην έκθεση είναι και το περίπτερο, το οποίο λέγεται The School of Athens Venice. Γιατί θα είναι και αυτό στην ουσία ένας χώρος μάθησης, όπου κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα διοργανωθούν εκδηλώσεις και θα λειτουργήσει σαν ένας χώρος συνάντησης και συγκέντρωσης. Η πρώτη εκδήλωση, ένα συνέδριο με ομιλητές καταξιωμένους αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκούς, πραγματοποιήθηκε ήδη το πρώτο σαββατοκύριακο της έκθεσης. Μεταξύ των συμμετεχοντων ήταν η Elizabeth Diller, η Marion Weiss και ο Michael Manfredi, η Eva Franch i Gilabert, ο John Tuomey και η Sheila O’Donnell. Είχαμε προσκαλέσει και Έλληνες ομιλητές αλλα δυστυχώς δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν.
ΜΔ: Πώς φανταστήκατε την εμπειρία του επισκέπτη για το σχεδιασμό του χώρου;
ΧΑ: Η έκθεση είναι συμμετοχική και μη γραμμική, προσκαλώντας τους επισκέπτες να κινηθούν σε ένα πεδίο αντικειμένων, διαλέγοντας μόνοι τους το βάθος και το χρόνο ενασχόλησής τους με το κάθε έργο ξεχωριστά. Δεν υπαγορεύουμε το περιεχόμενο της έκθεσης, αντ’ αυτού δημιουργούμε μια χωρική εμπειρία με την οποία ο επισκέπτης μπορεί να συσχετιστεί και να εμπλακεί με ποικίλους τρόπους και μέσα, όπως αυτός επιθυμεί. Παράλληλα, έχουμε δημιουργήσει τρεις καταλόγους: ένας κατάλογος περιλαμβάνει επιλεκτικά κάποια δεδομένα για τα κτίρια, ένας άλλος αντιπροσωπεύει κάθε κτίριο με μια τομή και ένας τρίτος με φωτογραφίες. Υπάρχει επίσης και η ιστοσελίδα όπου οι 56 μακέτες μπορούν ψηφιακά να περιστραφούν. Ουσιαστικά, οι κοινοί χώροι των πανεπιστημίων αντιπροσωπεύονται με πέντε τρόπους: μακέτες, δεδομένα, τομές, φωτογραφίες, και ιστοσελίδα.
ΜΔ: Πως έγινε η παραγωγή του υλικού της έκθεσης;
ΧΑ: Έγινε μια συνεργασία μεταξύ της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και της ΑΑ με εμάς μεσολαβητές. Η επιλογή των κτιρίων της έκθεσης έγινε σταδιακά και έπειτα από συζητήσεις με συναδέλφους μας καθώς και τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη, ο οποίος και καθοδήγησε τους φοιτητές του ΕΜΠ. Ξεκινήσαμε με μια λίστα περίπου 100 σχολών την οποία σιγά σιγά μειώσαμε. Ζητήσαμε στους φοιτητές και των δύο σχολών να διαλέξουν από την λίστα κάποιο κτίριο το οποίο είτε το γνώριζαν και είχαν επισκεφθεί, είτε τους ενδιέφερε να το μελετήσουν. Ωστόσο επειδή η λίστα δεν ήταν οριστική και προαποφασισμένη, αν κάποιος φοιτητής ενδιαφερόταν για ένα χώρο που δεν είχαμε επιλέξει, είχε τη δυνατότητα να κάνει πρόταση και να τον συμπεριλάβουμε. Αυτό έγνε με διάφορα από τα κτίρια, όπως για παράδειγμα με την αρχιτεκτονική σχολή του Doshi στην Ινδία και την αρχιτεκτονική σχολή του Vilanova Artigas στο Σάο Πάολο.
Οπότε κάθε φοιτητής επέλεξε ένα χώρο και τον μελέτησε μέσα από σχέδια κυρίως και φωτογραφίες. Ο κύριος Τουρνικιώτης από την μεριά του, στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας και Θεωρίας 8, ασχολήθηκε με αντίστοιχη θεματική με το ελληνικό περίπτερο και εστίασε στην αρχιτεκτονική των ελεύθερων χώρων μέσα στα πανεπιστήμια. Εμείς κάναμε κάποια workshops στην Αθήνα και στο Λονδίνο με τους φοιτητές που είχαν εκφράσει ενδιαφέρον να μας βοηθήσουν στην παραγωγή των μακετών της έκθεσης στα οποία συζητήθηκε και συλλογικά αποφασίστηκε ποιος είναι ο ελέυθερος “κοινός” χώρος σε κάθε περίπτωση.
Εξάλλου, ο κοινός χώρος δεν μπορεί να είναι απόλυτος, ούτε έχει σαφή όρια, οπότε υπήρχε πάντα μια συζήτηση, ποιος είναι ο πιο κύριος δημόσιος χώρος του πανεπιστημίου. Το θέμα δεν ήταν να αναπαραστήσουμε όλους τους χώρους κυκλοφορίας για παράδειγμα, ότι δεν είναι τάξη δηλαδή. Έπρεπε να γίνει επιλογή να βρούμε ποιος είναι ο επικρατέστερος κοινός χώρος. Και οι μακέτες τις περισσότερες φορές είναι μια αφαιρετική εκδοχή αυτού του χώρου, δηλαδή λειτουργούν σαν ένα διάγραμμα. Δε λειτουργούν ως αναπαράσταση του κτιρίου, αλλά της ιδέας του χώρου. Αυτό είναι που κάνει ενδιαφέρουσα την έκθεση, γιατί μας δίνει την δυνατότητα να κοιτάξουμε τα κτίρια με μια άλλη ματιά και να ανακαλύψουμε καινούργιες γεωμετρίες και χώρους που δεν είχαν γίνει αντιληπτοί.
Αφότου έγινε η ψηφιακή μοντελοποίηση κάθε χώρου, επικεντρωθήκαμε στο να δημιουργηθεί ένα database, μια βάση δεδομένων, με πληροφορίες (εμβαδά, ύψη, χρονολογίες κλπ.) για την καθεμία από τις 56 τελικές σχολές.
Λόγω των πιεσμένων χρονικών περιθωρίων οι φοιτητές των δύο σχολών μέχρι στιγμής δεν ήρθαν σε άμεση επαφή μεταξύ τους. Αυτό θα συμβεί στη Βενετία εντός του ελληνικού περιπτέρου το προσεχές φθινόπωρο. Οι συμμετέχοντες δεν θα είναι μόνο οι 35 φοιτητές που μας βοήθησαν ενεργά στην υλοποίηση της έκθεσης, αλλά και άλλοι πρόσφατοι πτυχιούχοι του Ε.Μ.Π. και της ΑΑ που έχουν και αυτοί σχεδιάσει για την Αθήνα. Η φιλοδοξία αυτής της εκδήλωσης είναι από την μία να συζητηθούν και να παραχθούν κάποια συμπεράσματα για την μελέτη που έγινε συγκεκριμένα για την έκθεση αλλά και να γίνει μια γενικότερη συζήτηση για το παρελθόν, το παρόν και το πιθανό μέλλον της Αθήνας, όπως γίνονται αντιληπτά από αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με την πόλη, αλλά και από εκείνους που την βλέπουν με τη φρέσκια ματιά του εξωτερικού παρατηρητή.
ΜΔ: Ποιες είναι οι φιλοδοξίες σας για την έρευνα αυτή μετά την Biennale;
ΧΑ: Aυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο ακόμα το συζητάμε. Ενώ είμαστε πολύ ικανοποιημένοι με το υλικό που παράχτηκε για την έκθεση, δεδομένου οτί είχαμε λιγότερο από τρεις μήνες για έρευνα και παραγωγή του, η έρευνα είναι ακόμα σε εξέλιξη. Από την μία μπορέι να διευρυνθεί και να γίνει πιο συλλογική, καθώς οι 56 χώροι είναι ένα μέρος μόνο του συνόλου. H ιστοσελίδα μας δίνει πιο άμεσα αυτήν την δυνατότητα καθώς και άλλα κτίρια θα μπορούσαν να προστεθούν στο υπάρχον database, ίσως όχι μόνο από εμάς αλλά και από τρίτους. Από την άλλη, κάτι που είναι στα σκαριά ήδη είναι ένα βιβλίο που ήταν αρχικά απόρροια του στούντιο που κάνουμε στην ΑΑ, και για το οποίο έχουμε ήδη ξεκινήσει κάποιες συνεντεύξεις με Έλληνες αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκούς. Ταυτόχρονα, θέλουμε να παρουσιάσουμε και κάποια από τη δουλειά που έχουν κάνει οι δικοί μας φοιτητές και τώρα με τη Μπιενάλε το θέμα μπορεί επεκταθεί και θα διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, και η Αθήνα πλέον να είναι ένα κομμάτι ενός ευρύτερου πλαισίου.
Η Χριστίνα Αργυρού είναι αρχιτέκτονας, αστικός σχεδιαστής, και συγγραφέας. Το 2009 έλαβε πτυχίο Bachelor από το Πανεπιστημίου του Princeton, ενώ το 2013 έλαβε το μεταπτυχιακό της από την Σχολή Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Yale. Η Χριστίνα είναι συνιδρυτής του αρχιτεκτονικού γραφείου NEIHEISER ARGYROS με έργα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Έχει εργαστεί σε σειρά βραβευμένων γραφείων μεταξύ των οποίων τα γραφεία ΟΜΑ και WORKac στη Νέα Υόρκη και Ateliers Jean Nouvel στο Παρίσι. Έχει διδάξει αρχιτεκτονικά στούντιο στα Πανεπιστήμια του Yale και του Cardiff, ενώ σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Architectural Association (ΑΑ) στο Λονδίνο. Έχει άδεια αρχιτέκτονα-μηχανικού από το Τ.Ε.Ε της Ελλάδας.
READ ALSO: Συνέντευξη με την Ελισάβετ Πλαΐνη και το Γιάννη Καραχάλιο