Το ‘Σχεδόν Εκεί’ είναι μια φράση, ένας τίτλος και μια προφητεία. Η Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου συζήτησε με τον Γιάννη Πάλλη για το τελευταίο του καλλιτεχνικό πόνημα που συνδυάζει την φωτογραφία με εξομολογητικές αφηγήσεις, σουρεάλ στοιχεία και ψυχαναλυτικές αναφορές.
Σχετικά με το ‘Σχεδόν Εκεί’
Συνδυάζοντας αφηγηματικό και εξομολογητικό λόγο με την συμβολική, υπαινικτική δύναμη της εικόνας, η φωτογραφική πραγματεία ‘Σχεδόν Εκεί’ καταπιάνεται με έννοιες όπως η υποκειμενική εμπειρία, η μνήμη, η διανοητικότητα και ο χρόνος σε μια προσπάθεια προσέγγισής τους ως ερεισμάτων προσωπικού εσωτερικού επαναπροσδιορισμού. Ασήμαντα γεγονότα, αποσπασματικοί συνειρμοί και αναμνήσεις, του κοντινού ή μακρινού παρελθόντος, τραυματικές εμπειρίες, επιθυμίες και σκέψεις σκηνοθετούνται και αναπαρίστανται δημιουργώντας μια σειρά αυτοαναφορικών ιστοριών, με ελεύθερη αφηγηματική ροή, ανοιχτών στις ερμηνείες.
Αυτοπροσωπογραφίες, νεκρή φύση και κείμενα παρουσιάζονται, διαδοχικά, στη ροή ενός ταξιδιού προς κοινούς τόπους και οικίες ποιητικές ατμόσφαιρες μέσω της διαλεκτικής σχέσης πομπού-δέκτη, δημιουργού-θεατή.
Στο λεύκωμα ‘Σχεδόν Εκεί’ η φωτογραφία χρησιμοποιείται ως μέσο προσωπικής έκφρασης, συνειδητοποίησης και, τελικά, ερμηνείας σε συνδυασμό με λεκτικές καταγραφές που διευρύνουν και εμπλουτίζουν τα αφηγηματικά όρια. Παρότι υποκειμενικό, αυτοαναφορικό και, βαθιά, εξομολογητικό, το ‘Σχεδόν Εκεί’ στοχεύει στη δημιουργική συσχέτιση με το(ν) Άλλο μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο. Η πρακτική της ψυχανάλυσης και η τάση προς ενδοσκόπηση είναι οι δύο κινητήριες δυνάμεις πίσω από αυτή τη φωτογραφική περιπλάνηση.
—
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: ‘Σχεδόν εκεί’. Ας κάνουμε μια απόπειρα να ορίσουμε το ‘εκεί’. Είναι ένα μέρος, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια ανάμνηση ή συνδυασμός όλων των παραπάνω; Αν σας ζητούσα να ονομάσετε το ‘εκεί’ με μια μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Γιάννης Πάλλης: Το καρότο! Εκείνο που το γαϊδουράκι ατέρμονα κυνηγάει να πιάσει. Αστειεύομαι (αλλά και όχι).
Η φωτογραφία, και η δημιουργία γενικότερα, είναι μια συνεχής και συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία. Δεν υπάρχει τέλος, ούτε οριστικές απαντήσεις. Πάντα υπάρχει ένα κάτι που λείπει, και είναι αυτό που με κάνει να συνεχίζω. Αυτή η αίσθηση του ανολοκλήρωτου τρέφει την πείνα για περισσότερη έρευνα, περισσότερη φωτογραφία και περισσότερες ερωτήσεις. Το «Σχεδόν εκεί» είναι συνώνυμο της έλλειψης και της επιθυμίας. Με ψυχαναλυτικούς όρους, εμείς ως ανθρώπινα υποκείμενα είμαστε καταδικασμένοι σε μια εγγενή και μόνιμη αίσθηση της έλλειψης, η οποία εντοπίζεται σε ένα πρώιμο, αλλά θεμελιώδες στάδιο της ανθρώπινης εμπειρίας μας. Και το «εκεί», με τη μορφή της απωθημένης επιθυμίας, πυροδοτείται από αυτή την εγγενή έλλειψη, το «σχεδόν».
Έτσι, για μένα το «εκεί» είναι αυτή η εσωτερική ορμή προς έναν ιδανικό τόπο, όπου η ανάδυση της λανθάνουσας επιθυμίας θα μπορέσει να συμβεί.
Είναι κρίσιμο όμως σε όλη αυτή την πορεία να αποφύγουμε να εισέλθουμε σε φαύλους κύκλους και να διαχειριζόμαστε τα συμπτώματά μας με τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα από τη γνώση τους να προσεγγίσουμε την απωθημένη αλήθεια μας. Προτιμώ να θεωρώ όλη αυτή τη διαδικασία περισσότερο ως μια αναζήτηση μέσα από μια ανοδική, σπειροειδή διαδικασία προκειμένου να τιθασεύσω τα τραύματα, τον φόβο και να προσεγγίσω τη γνώση προς την προσωπική αποδοχή. Με λίγα λόγια, θα έλεγα ότι το «εκεί» είναι μια κατάσταση (τόσο της σκέψης, όσο και της πράξης), που χρειάζεται συνεχή προσπάθεια για να επιτευχθεί.
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Τι επιλέγετε να απεικονίσετε; Προσεγγίζετε την φωτογραφία ως μια επαυξημένη πραγματικότητα;
Γιάννης Πάλλης: Είναι περίπλοκο.
Μερικές φορές η φωτογραφία βγαίνει από μέσα μου σαν μια ασταμάτητη παρόρμηση και άλλες φορές εκτελείται με απόλυτη ακρίβεια και προσήλωση. Εξαρτάται από το έργο και την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι κάθε δεδομένη στιγμή. Για να το θέσω με όρους του Barthes, μπροστά από την κάμερα γίνομαι ταυτόχρονα, αυτός που πιστεύω ότι είμαι, αυτός που ο φωτογράφος πιστεύει ότι είμαι (που στην περίπτωσή της αυτο-φωτογραφίας είμαι πάλι εγώ) και αυτός που χρησιμοποιείται από τον φωτογράφο ως αντικείμενο για να δείξει την δεξιοτεχνία του. Δημιουργείται έτσι ένα περίπλοκο πεδίο αντικρουόμενων αλλά και υποστηρικτικών δυναμικών που προσπαθούν να ισορροπήσουν, ώστε η τελική φωτογραφία να είναι ακριβώς όπως την θέλω αλλά ταυτόχρονα να επικοινωνεί με ειλικρίνεια τις βαθύτερες προθέσεις μου. Βλέπω τη φωτογραφία περισσότερο ως μια διαδικασία συμβολοποίησης και έναν τρόπο να κλείσω μέσα σε ένα πλαίσιο τις υποκειμενικές μου ερμηνείες και νοήματα σε σχέση με το εσωτερικό μου τοπίο και λιγότερο ως επιφανειακή απεικόνιση.
Είναι η δική μου προσπάθεια να αρθρώσω έναν λόγο μέσα από τις εικόνες και να «μιλήσω» για μένα και ό,τι με απασχολεί.
Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία είναι υποκατάστατο της πραγματικότητας και δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. Ταυτόχρονα κάθε φωτογραφία είναι και πιστοποιητικό παρουσίας, υποστηρίζει ο Barthes, και με αυτούς τους όρους δεν μπορείς να επαυξήσεις κάτι που από τη φύση του είναι παράγωγο της αναφορικότητάς του, που με τη σειρά του είναι αναγκαστική προϋπόθεση για τη φωτογραφία. Αυτή η διττότητα της φωτογραφίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα για μένα. Με ενθουσιάζει η καθαρά διαλεκτική της φύση, που θυμίζει αρκετά την ανθρώπινη διαλεκτική φύση του εαυτού και του συμβολικού Άλλου, της επιθυμίας και της φαντασίωσης. Ομοίως επίσης, η φωτογραφία είναι ταυτόχρονα στιγμιαία και αιώνια, ευγενική και αμείλικτη, σημαίνουσα και ελλειπτική.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που με απασχολεί επίσης, τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως θεατή, και αυτό είναι η τάση προς μια συνεχή παρερμηνεία και παρεξήγηση της φωτογραφίας. Το γεγονός ότι καταναλώνεται κυρίως με αισθητικό τρόπο και με εύκολη κλίση προς τη φόρμα και το ύφος, παρά με γνώμονα το περιεχόμενο και το νόημα έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, να μην αναλύεται κριτικά και να μην επισημαίνεται η πολιτική της διάσταση (με την ευρεία έννοια), και, αφετέρου, να εξαντλείται συχνά σε επιφανειακές και ρηχές «αναγνώσεις».
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Στο ‘Σχεδόν Εκεί’ φαντάζεστε τον εαυτό σας στο Φάληρο και αναρωτιέστε: ‘Γιατί Φάληρο; Πως φτάνει κανείς στο Φάληρο με το ποδήλατο και τι κάνει όταν βρεθεί εκεί;’ Τι πιστεύετε πως μας συνδέει με συγκεκριμένους τόπους και τι βρίσκουμε όταν φτάνουμε εκεί;
Γιάννης Πάλλης: Υπάρχουν τόσα πολλά και διαφορετικά είδη τόπων.
Τόποι με την κυριολεκτική τους έννοια, τόποι που κάποτε επισκεφθήκαμε ή τόποι που περιμένουν να τους επισκεφθούμε. Αυτοί οι τόποι δεν είναι οι πραγματικά σημαντικοί. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν, επίσης, τόποι συμβολικοί και φαντασιακοί, που δεν πρέπει να συγχέονται με τους τόπους της φαντασίας, οι οποίοι χτίζονται μέσα μας με τα χρόνια ή ακόμα και εν μία νυκτί και παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για την ταυτότητά μας και τις επιθυμίες μας. Αυτοί οι τόποι είναι αναμνήσεις, κατασκευασμένες και κατακερματισμένες ή όχι, εμπειρίες, γεγονότα του παρελθόντος, αλλά και προβολές κάθε είδους, ακόμα και όνειρα για το μέλλον. Κουβαλάμε όλους αυτούς τους τόπους μαζί μας και επηρεάζουν την ταυτότητά μας και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας.
Τελικά, αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό: το να είμαστε ο ένας για τον άλλον. Έτσι, υπάρχει αυτή η ελπίδα της άφιξης σε έναν τόπο, σε ένα κοινό έδαφος αποδοχής και διαβεβαίωσης μέσω του άλλου.
Η επίτευξη έντιμης και ειλικρινούς επικοινωνίας μέσω της ετερότητας, θα πρέπει να είναι ο ταπεινός σκοπός της φωτογραφίας και της τέχνης γενικότερα. Ένας συνεχής διάλογος μεταξύ αντιθέτων αλλά και ένας λόγος προς τη γνώση. Να ένα ιδανικό μονοπάτι για έναν καλλιτέχνη να είναι αυθεντικός και γνήσιος, αποφεύγοντας την προβολή ενός σολιψιστικού ατομικιστικού εαυτού της επιφάνειας και της ρηχότητας.
“Ο Αμερικανός φωτογράφος Garry Winogrand, κάποτε, είπε, “γίνεσαι καλλιτέχνης παρόλο που, όχι επειδή…”. Στη δουλειά μου, η κάμερα λειτουργεί σε διττό επίπεδο, ταυτόχρονα, ως μηχανισμός αντιμετώπισης της καθημερινής ροής ερεθισμάτων αλλά και ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο και την εσωτερική μου κατάσταση”
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Αν υποθέσουμε ότι θεωρείτε τον εαυτό σας καλλιτέχνη, γίνατε καλλιτέχνης παρόλο που…τι;
Γιάννης Πάλλης: Ας χρησιμοποιούμε καλύτερα τη λέξη “καλλιτέχνης” σχηματικά…
Δεν νομίζω ότι έχω μια σαφή απάντηση για αυτή την ερώτηση ακόμα. Δεν είναι κάτι που μου συμβαίνει συνειδητά ή έχει ξεκάθαρη σχέση αίτιου – αιτιατού. Πιστεύω, όμως, ότι υπάρχει μια σημαίνουσα σχέση μεταξύ των λέξεων «παρόλο που…» και της επιθυμίας, η οποία μας καθοδηγεί. Η σχέση αυτή ανάγεται σε όλες εκείνες τις «παρόλο που…» στιγμές τις οποίες πρέπει να ξεπερνά συνεχώς κανείς, για να επιτύχει την πραγμάτωση των αληθινών του επιθυμιών. Στιγμές που η αυτοπεποίθησή μας είναι χαμηλή, στιγμές έλλειψης ξεκάθαρου δημιουργικού οράματος, αλλά κυρίως στιγμές φόβου. Τότε είναι που το «παρόλο που…» πυροδοτείται ως προσωπική δημιουργική αντίδραση, η δική μου Μπρεσονική αποφασιστική στιγμή, όπου η σκέψη μετουσιώνεται σε πράξη και τα συμπτώματά μου βρίσκουν δημιουργική διέξοδο.
Η διαδικασία αυτή λειτουργεί σαν μηχανισμός προς την επίτευξη απόλαυσης και ολοκλήρωσης, ή τουλάχιστον για να πλησιάσω πιο κοντά.
Είναι σαν μια πρωταρχική ορμή που με σπρώχνει να πατήσω το κλείστρο της μηχανής και με κάθε πάτημα αυτού του κουμπιού να καταφέρω να «συλλάβω» περισσότερα και να μάθω περισσότερα για τον κόσμο, τους άλλους κι εμένα. Δημιουργώ, έτσι, μικρά προσωπικά μανιφέστα του εαυτού μου και της ύπαρξής μου. Ελπίζω να μην το παίρνω πολύ σοβαρά, άλλωστε όλοι έχουμε ημερομηνία λήξης.
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Στο ‘Σχεδόν εκεί’ οι φωτογραφίες συνοδεύονται και συνδυάζονται με κείμενο, αφηγηματικές ιστορίες. Αυτές οι αφηγήσεις, σε πρώτο πρόσωπο, αφορούν τον εαυτό σας, είναι ας πούμε αυτοβιογραφικές, τις λήψεις σας ή αποτελούν αυτόματη γραφή;
Γιάννης Πάλλης: Το φωτογραφικό δοκίμιο “Σχεδόν εκεί” δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της διπλωματικής μου εργασίας για το μεταπτυχιακό.
Το έργο “True Stories” της Sophie Calle λειτούργησε ως σημείο εκκίνησης και αναφοράς, λόγω του συνδυασμού φωτογραφίας και κειμένου, αλλά στη συνέχεια το έργο μου πήρε τη δική του πορεία. Η βασική ιδέα ήταν ένας συνδυασμός εικόνας – κειμένου ώστε να αφηγηθώ προσωπικές ιστορίες. Το αρχικό στάδιο ήταν δύσκολο υπό την έννοια ότι δεν είμαι συγγραφέας. Τότε μια οικεία διαδικασία, αυτή των πολυετών ψυχαναλυτικών συνεδριών, φάνηκε πολύ χρήσιμη.
Άρχισα να γράφω σκέψεις και γεγονότα προερχόμενα από την καθημερινή μου εμπειρία, όπως τροφοδοτούνταν από το νέο περιβάλλον στο οποίο βρισκόμουν – εκείνη την εποχή, μόλις είχα μετακομίσει στο κέντρο της πόλης από ένα προάστιο της Αθήνας – ενώ ταυτόχρονα, ξεκίνησα να φωτογραφίζω τον εαυτό μου σε μεθοδικά σκηνοθετημένες σκηνές προσπαθώντας να βρω ένα κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πρακτικών (εικόνα – κείμενο). Στη συνέχεια το γράψιμο εμπλουτίστηκε με αναφορές από το παρελθόν, προσωπικά αποφθέγματα, αναλαμπές και ότι άλλο ερχόταν στον τρέχοντα χρόνο δομημένα μέσα από μια μεικτή μεθοδολογία.
Άλλοτε φωτογράφιζα για να συνοδεύω τις ιστορίες μου και άλλοτε έγραφα ιστορίες για να συνοδεύουν τις φωτογραφίες μου, χωρίς συγκεκριμένη σειρά. Αυτό που ήθελα ήταν να δημιουργήσω κάτι πολύ προσωπικό και εξομολογητικό.
Εν τέλει πιστεύω ότι όλα περιστρέφονταν γύρω από την υποκειμενική μου έκφραση, είτε μέσω της φωτογραφίας είτε μέσω της γραφής. Αν και το ύφος της γραφής ήρθε σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με το περιεχόμενο, γιατί δεν ήθελα αυτό να πρωταγωνιστεί. Παράλληλα, ο μόνος περιορισμός μου ήταν να γράφω «απλά» και να μην χρησιμοποιώ έντονα λογοτεχνική γλώσσα γιατί, όπως ανέφερα προηγουμένως, δεν είμαι συγγραφέας. Υπό αυτό το πρίσμα, ναι, μερικές φορές η γραφή και η φωτογραφία, επίσης, ήταν αυτόματη. Και χρησιμοποιώντας τη λέξη «αυτόματη» εννοώ με ορμή, χωρίς πολλή λογοκρισία και όχι ασυνείδητα, γεγονός που είναι αδύνατο με τέτοιους όρους. Ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, όμως, δεν υπάρχει ψυχικό υλικό που να καταγράφεται ως «ξένο» ή αποσυνδεδεμένο από την προσωπική μου εμπειρία, αφού είναι μόνο οικειοθελώς κλειδωμένο ή απωθημένο υλικό που απλώς βρήκε μια ρωγμή, ένα μικρό παράθυρο και μοιράστηκε υπό τη μορφή λέξεων και εικόνων.
“Η πρακτική μου αναζητά νέες ερμηνείες για την υποκειμενική εμπειρία, τις προσωπικές προτιμήσεις και το βάρος της ύπαρξης με στόχο την διερεύνηση των εναλλαγών των καθιερωμένων συμπεριφορικών μοτίβων αλλά και την παροχή δημιουργικών εναλλακτικών για το πλεόνασμα άγχους μου!”
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Η έννοια της μνήμης φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στη δουλειά σας. Πιστεύετε πως μπορούν να φωτογραφηθούν οι αναμνήσεις, προσωπικές ή συλλογικές;
Γιάννης Πάλλης: Η μνήμη είναι μια διαδικασία αιτίου – αιτιατού.
Δεν έχω μεγάλο ενδιαφέρον για τη βραχύχρονη, ή την έκδηλη μνήμη, που λειτουργούν με συνειδητό τρόπο και έχουν συνήθως πρακτική λειτουργία. Ο τύπος μνήμης που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η άδηλη και σημασιολογική μνήμη, ως τόποι φιλοξενίας ασυνείδητου υλικού. Η μνήμη όμως, έχει την τάση να διαφεύγει και να πέφτει στη λήθη με χαρακτηριστική ευκολία ή και να απωθείται επίσης. Στην καλύτερη περίπτωση έχουμε την ικανότητα να ανακαλέσουμε μια ελλιπή ανάμνηση ή να αναδημιουργήσουμε μια μνήμη ακόμη και να την κατασκευάσουμε εντελώς κάνοντάς την να λειτουργήσει προς όφελός μας. Είναι μια κάπως ακούσια διαδικασία συγκαλυμμένη με αθώες προθέσεις, τις περισσότερες φορές, για την αυτό-προστασία μας.
Πιστεύω ότι μπορούμε να φωτογραφίσουμε μόνο τη μετενέργεια ή το αποτέλεσμα ενός γεγονότος και ακόμα και αυτά θραυσματικά ως υποκειμενικές ερμηνείες.
Οι αναμνήσεις λειτουργούν λίγο ως πολύ και αυτές ως ελλιπή σημαίνοντα που αντιστέκονται σε μια κοινά αποδεκτή και καθολική ερμηνεία. Έτσι, το «όλον» δεν αναπαρίσταται ποτέ. Υπάρχει πάντα κάτι που λείπει και κάτι άλλο θα γεμίσει αυτό το κενό και θα λειτουργήσει ως υποκατάστατο στην αλυσίδα σημασιοδότησης της εμπειρίας μας δημιουργώντας έτσι πολλαπλά και ανοιχτά νοήματα. Και αυτό είναι θετικό, γιατί μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά σε επίπεδο δημιουργικής αναπαράστασης και τέχνης. Η ανθρώπινη εμπειρία συνίσταται κυρίως από υποκατάστατα, θραυσματικές αναμνήσεις και διαφεύγοντα σημαίνοντα που τροφοδοτούν τις προσωπικές μας αφηγήσεις σαν άλλο καύσιμο. Επίσης δεν πιστεύω στο συλλογικό με αυτή την έννοια γιατί, κατά την άποψή μου, το συλλογικό αποτελείται από άπειρα υποκείμενα με τα ατομικά τους χαρακτηριστικά, τις προσωπικές εμπειρίες και τις δικές τους θέσεις, οπότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για μια διασυνδεδεμένη ολότητα καθολικής μνήμης. Αυτό μου μοιάζει περισσότερο ως ευσεβής πόθος. Πιστεύω πως υπάρχουν όντως κάποια πρωταρχικά ένστικτα, αρχετυπικές συμπεριφορές και πανανθρώπινες μυθολογίες που έχουν καθοριστικό νόημα και περιγράφουν την ανθρώπινη εμπειρία με πλήρη και βαθύ τρόπο. Είναι σημαντικό για εμάς τους φωτογράφους και τους καλλιτέχνες, γενικότερα, να αντλούμε έμπνευση και να ψάχνουμε υλικό σε αυτές τις εννοιολογικές περιοχές, παρά απλώς αόριστα να προσπαθούμε να απεικονίσουμε κάτι που από τη φύση του είναι τόσο φευγαλέο και ανήκει στον τόπο του ασυνείδητου και απωθημένου ψυχικού υλικού.
Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου: Λαμβάνοντας υπόψιν ότι η δουλειά σας σχετίζεται, καταρχήν, με ζητήματα ταυτότητας θα λέγατε πως νιώθετε πιο κοντά στη μοντέρνα αντίληψη ενός ενιαίου, συνεκτικού, αληθινού εαυτού ή αισθάνεστε πιο οικεία με την μεταμοντέρνα αντίληψη ενός κατακερματισμένου, διαρκώς εναλλασσόμενου, μη-δυαδικού εαυτού;
Γιάννης Πάλλης: Πιστεύω σ’ έναν ενιαίο και συνεκτικό εαυτό μόνο με την έννοια της συνεχούς προσπάθειας να είμαστε ειλικρινείς και αληθινοί απέναντί στον εαυτό μας.
Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε συνεπείς ως προς τον πυρήνα και τις επιθυμίες μας, προκειμένου να αισθανόμαστε συνοχή και να προοδεύουμε. Ο πυρήνας μας, αυτός ο εσωτερικός τόπος που ο καθένας από εμάς διαθέτει, αποτελείται από τις εμπειρίες, τις επιθυμίες, τις αναμνήσεις και τα τραύματα μας, όλο εκείνο το ψυχικό υλικό και τις σκέψεις μας και δεν αλλάζει, ούτε μπορεί να περιγραφεί με όρους δυαδικότητας ή μη. Αντιθέτως αυτό που μπορεί να αλλάξει είναι ο τρόπος που εμείς τοποθετούμαστε και ερμηνεύουμε τον πυρήνα μας. Αυτή η αλλαγή λοιπόν ή ακόμα και η πορεία προς αυτή είναι δυνατό να έχει διαφορετικές μορφές, πολλές όψεις και έτερες ταυτότητες. Η αντίληψη του κατακερματισμένου εαυτού με παραπέμπει περισσότερο σε ένα υποκείμενο που αδυνατεί να ανταπεξέλθει και να δώσει συνοχή στην πολλαπλότητα και πολυσημία του σύγχρονου κόσμου.
Έτσι, θα μπορούσα να πω ότι πιστεύω σε έναν αληθινό, στέρεο εαυτό που είναι ελεύθερος να επιλέγει την ταυτότητά του, ακόμα και πολλαπλές ταυτότητες, αρκεί αυτές οι επιλογές να είναι συνειδητές και να συμβαίνουν μέσω κριτικής διάθεσης.
Σε γενικές γραμμές, η σημερινή κοινωνία έχει την τάση να γίνεται όλο και πιο διαιρεμένη και να κατακερματίζεται όλο και περισσότερο ως αποτέλεσμα της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Συνεπώς, η συζήτηση γύρω από την έννοια του εαυτού δεν θα μπορούσε να μείνει άθικτη. Είναι σημαντικό όμως όταν βρισκόμαστε σε νέες συνθήκες και με καινούριες ελευθερίες να λειτουργούμε περισσότερο κριτικά και λιγότερο βιαστικά.
“Η αγάπη μου για την φωτογραφία προέρχεται από την ισχυρή πίστη στην, αμιγώς, διαλεκτική φύση της η οποία ταυτίζεται, εξαιρετικά, με την ανθρώπινη διαλεκτικότητα που πάλλεται μεταξύ του εαυτού και του άλλου, μεταξύ επιθυμίας και φαντασίας. Έτσι και η φωτογραφία είναι, ταυτόχρονα, στιγμιαία και αέναη, ευγενής και αδυσώπητη, ειδοποιός και ασαφής.”
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Γιάννης Πάλλης διαμένει και εργάζεται ως καλλιτεχνικός / δημιουργικός διευθυντής στην Αθήνα, σε μια από τις πιο καταξιωμένες διαφημιστικές εταιρείες στην Ελλάδα. Σε προσωπικό επίπεδο, χρησιμοποιεί τη φωτογραφία (ψηφιακή και αναλογική) για να εκφράσει το καλλιτεχνικό του όραμα.
Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού (με άριστα) στην Έρευνα & Μεθοδολογία στη Φωτογραφία, καθώς και πτυχίου από το πρώην ΤΕΙ Γραφιστικής στην Αθήνα. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει κατά την εφηβεία του, καταγράφοντας την τέχνη του γκραφίτι. Η πρώτη του φωτογραφική μηχανή ήταν μια Minolta SLR που ένα βράδυ βρέθηκε από τον πατέρα του στο πίσω κάθισμα του ταξί που οδηγούσε. Φαντασιώνεται να πραγματοποιήσει σύντομα την πρώτη του ατομική έκθεση και κάποια στιγμή να έχει το προνόμιο να τραβήξει φωτογραφίες σε μια ταινία του Άκι Καουρισμάκι.
Γιάννη Πάλλη, τι σχέση έχεις με την πόλη;
Αν το πορτρέτο ενός ανθρώπου είναι ένας τρόπος να προσεγγίσεις και να αποδόσεις το εσωτερικό του τοπίο, τότε μήπως και η φωτογραφία ενός κτιρίου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως το πορτρέτο μια πόλης;
Μπορεί μια φωτογραφία ή μια σειρά φωτογραφιών να μας αποκαλύψει κάτι βαθύτερο για την ουσία της αστικής ζωής και τα χαρακτηριστικά όσων την βιώνουν ή λειτουργούν, περισσότερο, ως φευγαλέες, στιγμιοτυπικές αναπαραστάσεις της;
Ίσως, μια φωτογραφία που «οφείλει» την ύπαρξή της και εμπνέεται από την αισθητική και τον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης πόλης αποκαλύπτει περισσότερα για τον ίδιο τον φωτογράφο και το πως ο ίδιος εν-τοπίζεται μέσω του βλέμματος του στο άστυ. Κατά συνέπεια, μια αστική φωτογραφία άγεται αναπόφευκτα από στοιχεία της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας και παράλληλα νοηματοδοτείται έντονα από τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, αλλά και συλλογικού – υποκειμενικού.
Γιάννη Πάλλη, τι σχέση έχεις με την αρχιτεκτονική;
Η σύγχρονη αστική διαβίωση ορίζεται από αρχιτεκτονικές τυπολογίες, που χαρακτηρίζουν τη δομή και λειτουργικότητα της πόλης. Στην περίπτωση της Αθήνας αυτό συνδέεται στενά με την ελληνική πολυκατοικία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Σε αυτό το πλαίσιο, μου προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι μέσα στα διαμερίσματα των ασφυκτικά παρατεταγμένων πολυκατοικιών φιλοξενούνται ζωές και ιστορίες ανθρώπων, που αφενός μπορεί να διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, αφετέρου εμφανίζουν την τάση για κομφορμισμό και προσαρμογή στο αστικό περιβάλλον.
Οι φωτογραφίες μου αποτυπώνουν την σύγχρονη αστική ασφυξία και την αισθητική της φθοράς και της παρακμής σε μια εποχή που κυριαρχεί το εφήμερο. Αποκομμένες όμως από το ευρύτερο πλαίσιο τους λειτουργούν ως βινιέτες αστικής καθημερινότητας, ανοιχτές προς ερμηνεία.
Σε φωτογραφικό επίπεδο με ενδιαφέρει το παράδοξο, το πεζό της καθημερινότητας, αλλά και όλα εκείνα τα στοιχεία και οι αλλοιώσεις που προκύπτουν σταδιακά και λειτουργούν σαν άλλες ετεροτοπίες στη μικροκλίμακα της αστικής μας εμπειρίας.
‘Almost There’ is a phrase, a title and a prophecy. Melina Arvaniti-Pollatou and Yannis Pallis discuss on latter’s photographic essay mixing photography with confessional narratives, surreal elements and psychoanalytic references.
About ‘Almost There’
Through a combination of narrative and confessional text style and the symbolic, allusive power of the image, the photographic essay “Almost there” reflects on concepts such as subjective experience, memory, mental imprint and time, in an attempt of reprocessing them as an internal need for personal redefinition. Trivial events, fragmented recollections, memories of the near -or distant- past, traumatic experiences, desires and thoughts are staged and represented, creating a series of self-contained stories with free narrative flow and open to interpretations.
Self-portraits, still-life photographs and texts are presented in sequence, towards a journey to common places and familiar poetic atmospheres through the dialectical relationship developing between the creator and the viewer.
In “Almost there” photography is used as a means of personal expression, signification and ultimately interpretation combined with writing to broaden the narrative limits. Despite subjective, self referential and confessional, this work seeks to be relevant to others through universal and fundamental messaging. The practice of psychoanalysis and the tendency to self-reflect are the two main driving forces behind this photographic journey.
—
Melina Arvaniti-Pollatou: Almost there. Let’s make an attempt to define ‘there’. Is it a place, a notion, a feeling, a memory or a combination of them all? If you had to name ‘there’ with just one word, which one would it be?
Yannis Pallis: The carrot! The one that the donkey endlessly chases. I’m joking (but also not).
Photography, and creation in general, is a continuous and constantly evolving process. There is no end, nor definitive answers. There is always something missing, and that’s what keeps me going. This feeling of incompleteness feeds the hunger for more research, more photography, and more questions. “Almost there” is synonymous with lack and desire. In psychoanalytic terms, we as human subjects are condemned to an inherent and permanent sense of lack, which is rooted in an early but fundamental stage of our human experience. And the “there,” in the form of repressed desire, is triggered by this inherent lack, the “almost.”
So, for me, “there” is this inner drive towards an ideal place, where the emergence of latent desire can occur.
However, it is crucial throughout this journey to avoid entering vicious cycles and manage our symptoms in such a way that through understanding them, we can approach our repressed truth. I prefer to consider this whole process more as a quest through an upward, spiral process to tame traumas, fear, in order to approach knowledge towards personal acceptance. In a few words, I would say that the “there” is a state (both of mind and action) that requires continuous effort to be achieved.
Melina Arvaniti-Pollatou: What do you seek to depict? Do you approach photography as an augmented reality test?
Yannis Pallis: It’s complicated.
Sometimes photography comes out of me like an unstoppable impulse and other times it is performed with absolute precision and focus. It depends on the project and the mental state I am in at any given moment. To put it in Barthes’ terms, in front of the camera, I simultaneously become the person I believe I am, the person the photographer believes I am (which in the case of self-photography is still me), and the person used by the photographer as an object to showcase his skill. This creates a complex field of conflicting but also supportive dynamics that try to balance so that the final photograph is exactly as I want it but at the same time communicates my deeper intentions with sincerity. I see photography more as a process of symbolization and a way to encapsulate my subjective interpretations and meanings related to my inner landscape, and less as a superficial depiction.
It is my attempt to articulate a discourse through images and to “speak” about myself and what concerns me.
In any case, photography is a substitute for reality and we must never forget that. At the same time, every photograph is also a certificate of presence, Barthes argues, and in these terms, you cannot augment something that by its nature is a derivative of its referentiality, which in turn is a compulsory prerequisite for photography. This duality of photography is very interesting to me. I am excited by its purely dialectical nature, which quite resembles the human dialectical nature of the self and the symbolic Other, desire and imaginary. Similarly, photography is both instantaneous and eternal, gentle and relentless, significant and elliptical.
But there is something else that concerns me as well, both as an artist and as a spectator, and that is the tendency towards continuous misinterpretation and misunderstanding of photography. The fact that it is mainly consumed aesthetically and with an easy inclination towards form and style, rather than guided by content and meaning, results in it not being critically analyzed and its political dimension (in the broad sense) not being highlighted. Thus, it often gets exhausted in superficial and shallow “readings.”
Melina Arvaniti-Pollatou: In ‘Almost there’ you imagine yourself in Faliro and then you wonder: ‘Why there? How one gets there by bike and what to do when you arrive?’ What do you think links us with certain places and what we find there when we arrive?
Yannis Pallis: There are so many different kinds of places.
Places in the literal sense, places we once visited or places waiting to be visited. These places are not the truly important ones. On the other hand, there are also symbolic and imaginary places (which should not be confused with places of fantasy) that are built within us over the years or even overnight and play a very significant role in our identity and desires. These places are memories, constructed and fragmented or not, experiences, events of the past, and projections of all kinds, even dreams for the future. We carry all these places with us, and they influence our identity and the way we interact with each other.
Ultimately, perhaps the most important thing is to be there for each other. Thus, there is this hope of arriving at a place, a common ground of acceptance and reassurance through the other.
Achieving honest and sincere communication through otherness should be the humble goal of photography and art in general. A continuous dialogue between opposites and a discourse towards knowledge. This is an ideal path for an artist to be authentic and genuine, avoiding the expression of a solipsistic individualistic self of surface and shallowness.
“American photographer Garry Winogrand once said “you become an artist despite, not because…”. In my work the camera acts in a double level, both as a coping mechanism for reality’s stream of stimuli, but also as an intermediate between the external world and my internal condition.”
Melina Arvaniti-Pollatou: Supposing you consider yourself an artist, you became an artist despite what?
Yannis Pallis: Let’s use the word “artist” figuratively…
I don’t think I have a clear answer to this question yet. It’s not something that happens to me consciously or has a clear cause-and-effect relationship. However, I believe there is a significant relationship between the words “despite…” and the desire that guides us. This relationship extends to all those “despite…” moments that one must continuously overcome to achieve the realization of their true desires. Moments when our self-confidence is low, moments of a lack of clear creative vision, but mainly moments of fear. It is then that “despite…” is triggered as a personal creative reaction, my own Bressonian decisive moment, where thought is transformed into action, and my symptoms find a creative outlet.
This process acts as a mechanism towards achieving pleasure (jouissance) and fulfillment, or at least to get closer to it.
It is like a primal drive that pushes me to press the camera shutter, and with each press of this button, I manage to “capture” more and learn more about the world, others, and myself. Thus, creating small personal manifestos of myself and my existence. I hope I’m not taking it too seriously; after all, we all have an expiration date.
Melina Arvaniti-Pollatou: In ‘Almost there’ photographs are combined with texts, narrative stories. These personalized written stories are about yourself, let’s say autobiographical, about your shots or it’s all about automatic writing?
Yannis Pallis: The photographic essay “Almost There” was created as part of my thesis for my master’s degree.
Sophie Calle’s work “True Stories” served as a starting point and reference, due to the combination of photography and text, but then my work took its own course. The basic idea was a combination of image and text to tell personal stories. The initial stage was difficult, meaning that I am not a writer, so a familiar process, that of many years of psychoanalytic sessions, proved very useful. I began writing thoughts and events derived from my daily experience, as fed by the new environment I was in – at that time, I had just moved to the city center from a suburb of Athens – while at the same time, I started photographing myself in, meticulously, staged scenes trying to find common ground between the two practices (image – text). Later, the writing was enriched with references from the past, personal quotes, flash thoughts, and whatever else came up at the current time, structured through a mixed methodology.
Sometimes I photographed to accompany my stories, and other times I wrote stories to accompany my photos with no specific order. What I wanted was to create something very personal and confessional.
Ultimately, I believe everything revolved around my subjective expression, either through photography or writing. Although the writing style came second to the content because I did not want it to take center stage. At the same time, my only limitation was to write “simply” and not to use highly literary language because, as I mentioned before, I am not a writer. In this light, yes, sometimes the writing (and the photography as well) was automatic. And by using the word “automatic” I mean driven, without much censorship and not unconsciously, which is impossible in such terms. Even in this way, however, there is nothing as psychic material that is recorded as “foreign” or disconnected from my personal experience, since it is only voluntarily locked or repressed material that simply found a crack, a small window, and was shared in the form of words and images.
“My practice seeks to find new understandings about subjective experience, personal bias and the burden of existence in order to explore the shifting states of well established behavioural patterns and provide creative alternatives for my anxiety surplus.”
Melina Arvaniti-Pollatou: The notion of memory seems to play a fundamental role in your work. Can you photograph memories, individual or collective ones?
Yannis Pallis: Memory is a cause-and-effect process.
I have little interest in short-term or explicit memory, which function consciously and usually have a practical purpose. The type of memory that interests me the most is implicit and semantic memory, as places that host unconscious material. However, memory tends to escape and fall into oblivion with remarkable ease, or it can also be repressed. At best, we have the ability to recall an incomplete memory or recreate a memory, even construct it entirely to work in our favor. It’s a somewhat involuntary process, often veiled with innocent intentions for our self-protection.
I believe we can only photograph the aftereffect or the result of an event, and even those fragmentarily, as subjective interpretations.
Memories function more or less like incomplete signifiers that resist a universally accepted interpretation. Thus, the “whole” is never represented. There is always something missing, and something else will fill that void and function as a substitute in the chain of signification of our experience and through memories, creating multiple and open meanings. This is positive because it can be reinforcing at creative representation and art.
Human experience consists mainly of substitutes, fragmentary memories, and elusive signifiers that fuel our personal narratives like another kind of fuel. Also, I don’t believe in the collective in this sense because, in my view, the collective is made up of infinite subjectivities with their individual characteristics, personal experiences, and their own positions, so it doesn’t make sense to talk about an interconnected whole of universal memory that from the point I see it seems more as a wishful thought.
In my opinion, there are indeed some primal instincts, archetypal behaviors, and universal imaginary mythologies that make more sense and can describe human experience in a more complete and profound way. It is more important for us photographers and artists in general to draw inspiration and search for material in these concepts and areas, rather than vaguely trying to depict something that, by its nature, is so fleeting and belongs to the realm of unconscious and repressed psychic material.
Melina Arvaniti-Pollatou: Considering that your work is, mainly, concerned with identity issues do you believe in the modern concept of one consistent true self or do you feel more familiar with the post-modern concept of a non-binary ever changing self?
Yannis Pallis: I believe in a consistent and cohesive self only in the sense of a continuous effort to be honest and true to ourselves.
From this perspective, I think we must remain consistent with our core and desires to feel coherence and progress. Our core, this inner place each of us possesses, is made up of our experiences, desires, memories, and traumas—all that psychic material and thoughts. This core does not change, nor can it be described in terms of binarity or non-binarity. What can change, however, is the way we position ourselves and interpret our core. This change, or even the journey towards it, can take different forms, many facets, and various identities. The notion of a fragmented self refers more to a subject unable to cope and provide coherence to the multiplicity and polysemy of the modern world.
Therefore, I could say that I believe in a true, solid self that is free to choose its identity, even multiple identities, as long as these choices are conscious and made through critical thinking.
In general, today’s society tends to become increasingly divided and fragmented due to the socio-economic situation. Consequently, the discussion about the concept of the self could not remain unaffected. However, it is important that when we find ourselves in new conditions and with new freedoms, we act more critically and less hastily.
“My love of photography originates from a strong belief in its purely dialectic nature, one resembling excellently with the human dialectic nature of the self and the Οther, of desire and imaginary. Similarly, photography is both instantaneous and eternal, gentle and relentless, significant and elliptical.”
About
Yannis Pallis resides and works as an art / creative director in Athens, at one of Greece’s most prestigious ad agencies. At a personal level he uses photography (digital and analog) to express his artistic vision.
He holds an MA (with distinction) in Research & Methodology in Photography and a BA in graphic design. He started photographing during his adolescence, documenting his graffiti art. His first camera was a Minolta SLR, that one night was found by his father at the back seat of the taxi he was driving. He fantasises about having his first solo exhibition some day soon and having the privilege to take photographs in an Aki Kaurismäki film.
Yannis Pallis what’s your relationship with the city?
If a person’s portrait is a way to approach and depict their inner landscape, then maybe urban street photography could be a city’s portrait?
Is photography capable of revealing something deeply meaningful for urban life and those who experience it or does it, mainly, function as its fleeting, cliché representation?
Maybe, urban photography reveals more the photographer and the way they locate oneself through the gaze into the city. Consequently, urban photography, inevitably, deals with social relations being defined by the tension between public-private and collective-subjective.
Yannis Pallis what’s your relationship with architecture?
Contemporary urban living is defined by architectural typologies which describe the organisation and function of the city. Particularly, for Athens urban life is, closely, linked with greek polykatoikia (=apartment building) and its distinctive attributes.
In this context, I am, genuinely, intrigued in the life stories of those living inside the apartments of those suffocatingly arranged polykatoikias. These stories may be, radically, different between them yet they tend to seek conformism and adaptation in the urban surroundings.
My photographs depict contemporary urban discomfort and the aesthetic of decline and decay in an era where the temporary arises. Nevertheless, cut-out of their wider context, they function as vignettes of everyday urban life open to interpretation.
In my photographic work, I am interested in the absurd, the everyday mundane life as well as in all those distorted moments that act as heterotopias in the micro-scale of my urban existence.
READ ALSO: Stelios Giamarelos meets Suzana Antonakaki | Μια συνέντευξη στη Δανάη Μακρή