Αυτά τα δυο ταξίδια αποτέλεσαν αφορμή για αυτήν εδώ την εργασία. Η βιωματική εμπειρία στην αρχιτεκτονική. Πρωτίστως. Ο χώρος – συνάρτηση του χρόνου. Ο χώρος – συνάρτηση της αφής. Τα ταξίδια, όχι απαραίτητα μακριά, μας μαθαίνουνε πολλά και είναι το ίδιο χρήσιμα όπως είναι τα βιβλία που ‘χουμε και μελετάμε στα γραφεία απάνω και τα σχεδιαστήρια μας. Έτσι η αρχιτεκτονική υποστασιοποιείται σε πέτρα και τσιμέντο, σε μέταλλο και σε γυαλί και γίνεται απτή μπροστά στα μάτια σου και αποδεσμεύεται από τις υπέροχες illustration εικόνες ή όχι των βιβλίων ή των διαλέξεων που κατά καιρούς προβάλλονται στις αίθουσες διαλέξεων και αμφιθεάτρων στις σχολές μας. Δυο κτίρια ετερόκλιτα, δυο κτίρια από διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες.
Ταράζεται κι όταν το βλέμμα σου ανασηκώνεται ξανά, έχει μεταφερθεί σε άλλη εποχή, στην σύγχρονη εποχή, που τώρα πια τα έργα των καλλιτεχνών ακολουθούν άλλους κανόνες κι άλλους χάρτες, μα σίγουρα κάτι έχει αλλάξει και το όμορφο “σπιρτόκουτο” του Η. Ηλιού έχει μεταμορφωθεί σε “άνθος του καλού”. Έχει αλλάξει διαστάσεις, υλικά, χρώματα και σχήματα, έχει αλλάξει νόημα. Είναι κι αυτό, το μουσείο στο Bilbao, μια περίπτωση ένταξης. Σε ένα τοπίο , ή τόπο, διαφορετικό απ’ το δικό μας. Που όμως η λογική του αρχιτέκτονα – καλλιτέχνη το εντάσσει στο βιομηχανικό τοπίο της περιοχής.
Το πέρασμα από το μοντέρνο στο μεταμοντέρνο μόλις πραγματοποιήθηκε και σας καλωσορίζουμε.
Χωρίς καμιά αμφιβολία ο Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) και ο Frank Owen Gehry (1929- ) είναι δυο προσωπικότητες που με την αρχιτεκτονική, ή την προσωπικότητα τους ανέπτυξαν στο παρελθόν συναισθήματα τόσο αγάπης και λατρείας, όσο και μίσους και αποστροφής. Τα κτίρια τους έχουν απασχολήσει τη διεθνή αρχιτεκτονική κοινότητα, τους κριτικούς της αρχιτεκτονικής, τους αρχιτέκτονες της πράξης, αλλά και ακόμα τον επισκέπτη που απλώς θα τύχει είτε να περνά από το σπιτάκι στην Ανάβυσσο, είτε εκείνον που θα επισκεφθεί το μουσείο Guggenheim στο Bilbao. Λέξεις από τους επισκέπτες των κτισμάτων της Αναβύσσου ή του Bilbao, φανερώνουν καμιά φορά είτε τα αισθήματα είτε τις διάφορες προθέσεις των αρχιτεκτόνων προς τα δυο αυτά κτίρια. “Γιαπί”, “μπότα”, “μοιάζει ανολοκλήρωτο”, “μου αρέσει το αίθριο” κλπ είναι μερικά από τα σχόλια των επισκεπτών.
Πράγματι το μελάνι που έχει χυθεί για την αναζήτηση της αλήθειας είναι αρκετό και εντοπίζεται εύκολα στα λόγια και τα έργα του Άρη Κωνσταντινίδη και με αφορμή αυτήν την αναζήτηση ξεκινά κι αυτή η εργασία, έχοντας πάντα στο μυαλό πως αλήθεια (α-λήθη) σημαίνει δεν ξεχνώ.
Η Περιπέτεια της Αλήθειας
“Παραμένω πάντα ένας λαογράφος,
που μέσα από τις μνήμες μου και τις υπόγειες διαδρομές μου,
αντλώ τα θέματα των βιβλίων μου και ψάχνω την αλήθεια”
Ηλίας Πετρόπουλος
Είναι ήδη γνωστά τα “δάνεια” που παίρνει η Αρχιτεκτονική από διάφορες άλλες τέχνες και επιστήμες για να υποστηρίξει το θεωρητικό της λόγο. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά από αυτά όπως για παράδειγμα από τη βιολογία “ο ιστός της πόλης”, “η κατοικία ως κύτταρο μέσα στην πόλη”, από τη μουσική “ το κτίριο έχει ρυθμό”, “τα υποστυλώματα λειτουργούν αντιστικτικά με τα στοιχεία πληρώσεως στη σύνθεση” και τέλος από κοινωνικές επιστήμες όπως για παράδειγμα “η αρχιτεκτονική είναι ηθική, είναι αληθινή, είναι ψευδής… κλπ”. Ιδιαίτερα όταν σε ένα πεδίο σαν της αρχιτεκτονικής υπεισέρχονται όροι όπως το ήθος, η αλήθεια , το ψέμα, θέλει μια ιδιαίτερη προσοχή και απόλυτη ευθύνη σε αυτά που ευαγγελίζεται κανείς και ιδιαίτερα σε εκείνους που έχουν υπάρξει πριν από εμάς και έχουν γράψει και μιλήσει αρκετά πάνω σε τέτοιου είδους ζητήματα της αρχιτεκτονικής.
Η αλήθεια της κατασκευής όπως και η ειλικρίνεια του φέροντος οργανισμού έγιναν ηχηρά συνθήματα και βροντοηχήθηκαν πιο πολύ από ποτέ κατά την περίοδο της μεγάλης έξαρσης του Μοντέρνου κινήματος, αρχής γενομένης από την Ευρώπη, ως άρνηση του ιστορισμού και των εκλεκτικιστικών μορφών του παρελθόντος. Το μοντέρνο κίνημα θα εμφανιστεί ως τέτοιο από τη μια κατεύθυνση, την καλλιτεχνική, ενώ από την άλλη ως μια πολιτική επιλογή θα αποτελέσει τη σοσιαλιστική προσέγγιση της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής και του κτισμένου περιβάλλοντος αυτού καθεαυτού. Η βιομηχανική επανάσταση την εποχή του 18ου αιώνα θα φέρει στο προσκήνιο μια σειρά από αρχιτέκτονες που θα διαμηνύουν την εν σειρά παραγωγή προϊόντων (Φορντισμός) τα οποία στη συνέχεια θα εντάσσονται στην αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική δηλαδή, μαζί με τη βιομηχανική εξέλιξη της εποχής. Παράλληλα με αυτά τα καινούρια βιομηχανικά προϊόντα, θα κάνουν την εμφάνισή τους στις νέες κατασκευές, ο χάλυβας και το μπετόν (το οπλισμένο σκυρόδεμα) και φυσικά, όπως κάθε νέο κίνημα η ξεκίνημα, θα αποκτήσει υπέρμαχους και αντιπάλους. Για ορισμένους ( Le Corbusier) το μοντέρνο κίνημα (ή ο μοντερνισμός) δε θα αποτελέσει ένα νέο στυλ, θα αποτελέσει επανάσταση. Πράγματι, αν κανείς πάει λίγο πίσω στο παρελθόν και κοιτάξει τα κτίρια που τότε κατασκευάζονταν θα καταλάβει ότι οι μορφές που κουβαλάει το μοντέρνο κίνημα μαζί του είναι επαναστατικές, ριζοσπαστικές. Δεν είναι όμως μόνο το μοντέρνο που έχει μαζί του τέτοιες μορφές και σίγουρα δεν αποτελεί ένα ξαφνικό πυροτέχνημα, ή μια σκέψη μιας ωραίας πρωίας, αλλά ζύμωση και αναζήτηση αρκετών πολλών δεκαετιών προς τα πίσω από τους τότε πρωταγωνιστές.
Μιλώντας για την ιστορία της αρχιτεκτονικής και την ιστορία της κατασκευής, μιλά κανείς παράλληλα για την ιστορία, ή καλύτερα, για την για την ιστορική εξέλιξη, τους ιστορικούς μετασχηματισμούς της αλήθειας, στο πεδίο που εκείνη μπορεί να αποδοθεί σε ζητήματα αρχιτεκτονικής. Έτσι όπως εκείνη διατυπώθηκε από την απαρχή της εξέλιξης της θεωρίας της αρχιτεκτονικής και εντεύθεν.
Η αλήθεια στο χρόνο.
Η αλήθεια ως συνάρτηση των μετασχηματισμών της κάθε κοινωνίας.
Η αλήθεια ως παραγωγικό μέσον επιβολής της εξουσίας κατά Foucault. Άλλοτε πάλι, ως εσωτερική ανάγκη αναζήτησής της, εφόσον κατά την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, ουδέποτε ειπώθηκε από τον Ιησού, ερωτώμενος από τους δικαστές του.
Το πρόβλημα της αλήθειας στην αρχιτεκτονική έχει τεθεί από πολύ νωρίς, όταν οι Γάλλοι θεωρητικοί του 18ου αιώνα για πρώτη φορά έθεσαν τις βάσεις για την απαρχή της θεωρίας της αρχιτεκτονικής. Άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο πετυχημένα. Αναζητούσαν όμως πάντα την αλήθεια. Η ανάγκη αυτή τους έκανε να εξορμούν κάθε τόσο σε Ελλάδα και Ρώμη -τις πηγές- και να αναζητούν σε αυτές τις περιοχές το αληθινό, το οποίο και έβρισκαν πολλές φορές στα ερείπια της Αρχαίας Ελλάδας. Ο Παρθενώνας, για πρώτη φορά από τον Leroy, θα αναδειχθεί ως το μεγαλύτερο μνημείο όλων των εποχών και έκτοτε, η περιπέτεια της αλήθειας ξεκινά.
Πολύ αργότερα, όταν ο Le Corbusier θα πραγματοποιήσει το «ταξίδι στην Ανατολή», θα μιλήσει με διθυραμβικά λόγια για το μνημείο που ο Leroy ανέδειξε ως το καλύτερο όλων των εποχών και θα καταλάβει, πάνω στον ιερό βράχο, τι ήταν αυτό που τόσο καιρό τα μάτια δεν έβλεπαν ή τα βιβλία δεν έλεγαν σωστά. Δεν έλεγαν την αλήθεια; Η μήπως η αλήθεια λεγόταν, ανάλογα με το πώς κάθε φορά τα μάτια την κοιτούσαν;
Πράγματι, είναι δυνατόν, από ένα και μόνο μνημείο, να ξεκινήσουν δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες. Γνώμες, όχι απλώς διαφορετικές. Αντίρροπες. Είναι δυνατόν, από το ένα και το αυτό μνημείο να λεχθούν θεωρίες για την αλήθεια, το ίδιο μαχητικές και με σθένος δοσμένες, που, σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, μπορούμε απλώς να υποστηρίξουμε ότι, τελικά, τα μάτια που κοιτάζουν έχει σημασία πως κοιτάζουν. Η «μηχανή συγκίνησης» έγινε πεδίο σκέψεων και προβληματισμού. Η μια θεωρία θα θέσει τις βάσεις της στο κατασκευαστικό σύστημα της «δοκού επί στύλων». Η άλλη θεωρεία θα καταπιαστεί με το φαίνεσθε της αρχιτεκτονικής, την τελική της επιφάνεια, το ρούχο της, υποστηριζόμενη το χρώμα των μνημείων. Έτσι λοιπόν, το ταξίδι της αλήθειας ξεκινά από εκεί. Την πηγή.
Η ‘αλήθεια’, ως έννοια, έχει πολλές φορές λεχθεί στα γραπτά του Άρη Κωνσταντινίδη και σε μια πρώτη ανάγνωση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κτισμένο έργο του Frank O’ Gehry. Είναι όμως πράγματι έτσι;
Ο F.G λέει ψέματα; Είναι ανειλικρινής; Ο Α.Κ λέει πάντα την αλήθεια; Σε ένα πολύ συνοπτικό πίνακα της εξέλιξης της θεωρίας της αρχιτεκτονικής, θα δούμε πως ίσως τα πράγματα και να διαφέρουν. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τις καταβολές των δύο αρχιτεκτόνων, ή καλύτερα, τα θεωρητικά πεδία στα οποία οι δύο αυτοί καλλιτέχνες κινήθηκαν. Έτσι όπως εξελίχθηκε η θεωρία της αρχιτεκτονικής κι έτσι όπως η αλήθεια κατακτήθηκε ή πολεμήθηκε, το ίδιο δυναμικά και στα δύο αυτά πεδία.
Μια προσεκτική παρατήρηση θα μας διαβεβαιώσει πως και οι δυο καλλιτέχνες κινούνται σε δύο ρεύματα, έτσι όπως ξεκίνησαν από το 18ο αιώνα, το ίδιο αληθή δυναμικά και αντίθετα. Η αλήθεια έχει επίσης «μετασχηματιστεί» κι έτσι ο Frank Gehry είναι το ίδιο αληθινός με τον Άρη Κωνσταντινίδη. Οφείλουμε κατά συνέπεια να προσδιορίσουμε πως ορίζεται η αλήθεια του Κωνσταντινίδη στο έργο του, αν παραμένει συνεπής ως προς αυτή, ποιες δυνάμεις ενεργοποιούνται, ποιές είναι οι επιρροές και τέλος πως εκείνες θα εκφραστούν σε ένα καλλιτεχνικό έργο. Μια αρχιτεκτονική για τον άνθρωπο, γιατί αρχιτεκτονική είναι και τέχνη.
‘Η τέχνη είναι ένστικτο, μια επιθυμία του μυαλού το οποίο για να εκφραστεί χρησιμοποιεί διάφορες μορφές’ Viollet le Duc
Ο Άρης Κωνσταντινίδης εκφράζεται στην αρχιτεκτονική του με μια αυστηρά καθορισμένη κάτοψη. Ο κατασκευαστικός κάνναβος που διαφαίνεται ξεκάθαρα στα σχέδια του συμπίπτει εν πολλοίς με το λειτουργικό. Οι νοητικές διεργασίες μετασχηματισμού μέσα στο μυαλό του, αφορούν κυρίως τη μετάλλαξη του μυκηναϊκού μεγάρου, το πέρασμα από το πλήρες φως στο απόλυτο σκοτάδι. Το ενδιάμεσο φως απαραίτητη προϋπόθεση. Αφετηρία του η Αρχαία Ελλάδα.
Η γενεσιουργός πηγή της έμπνευσης του Gehry δεν είναι άλλη από το φαντασιακό του. Δε φαίνεται να χειρίζεται κατόψεις στα σκίτσα του.
Πολύ περισσότερο, να εντοπίσει κανείς κάποιου είδους καννάβου. Καννάβου λειτουργικού ή κατασκευαστικού. Αυτό που είναι όμως πέρα για πέρα ξεκάθαρο, είναι το γεγονός ότι στα ανάλαφρα σχέδιά του, υπάρχει μιαν αντίληψη του τρισδιάστατου χώρου, καθώς οι μονοκοντυλιές του ανεβοκατεβαίνουν στο χαρτί, πότε ξαπλώνουν και πότε όρθιες πάλι να σχηματοποιήσουν τα «όνειρά του». Διαπιστώνεται μια φευγαλέα εικόνα. Μια έντονα εξπρεσιονιστική μονοκοντυλιά. Φαίνεται μια εντελώς εσωτερική διεργασία, μια «καθαρή δημιουργία του πνεύματος». Δυσνόητο στην ερμηνεία του, αν δεν είναι κανείς από εκείνους τους στενούς συνεργάτες του γραφείου του, που θα το μετατρέψουν σε τεκτονικό γραμμικό σχέδιο. Αφετηρία του, μια υστεροκορμπιζιανή εποχή, όταν ο ίδιος ο Le Corbusier αφοσιωνόταν να τιθασεύσει τις καμπύλες της Ronchamp , ορμώμενος από τα όστρακα που κατά καιρούς συνέλεγε.
Ακριβώς αυτό είναι ένα από τα πρώτα σημεία που θα επηρεάσει τη σκέψη των δύο αντρών. Η καταγωγή τους. Το περιβάλλον στο οποίο ζουν και σπουδάζουν, αναπτύσσουν τις ιδέες τους. Τι μελετάνε, τι διαβάζουν και κυρίως το ΠΟΥ και ΠΟΤΕ χτίζουν. Αξίζει να σημειώσει κανείς πως το Guggenheim Museum Bilbao μελετάτε την περίοδο που ο Άρης Κωνσταντινίδης φεύγει από τη ζωή. Το ζήτημα της αλήθειας στο έργο των δύο αρχιτεκτόνων έχει ως αφετηρία τις προσλαμβάνουσες που έχουν οι δύο καλλιτέχνες, αλλά ταυτόχρονα και το κοινωνικό τους περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται και δρουν.
Την περίοδο που ο Κωνσταντινίδης σπουδάζει στην Ευρώπη, τα διδάγματα τα οποία δέχεται, αφορούν κυρίως σε μια Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, ενώ παράλληλα ο Μεσοπόλεμος στον Ελλαδικό χώρο, θα αποτελέσει μια κατάστασης περισσότερο σύγχυσης και όχι απόλυτης διαύγειας. Σε έναν τέτοιο χώρο, τον ελληνικό, με μια παιδεία γερμανική και σε μια μεταπολεμική Ελλάδα σχεδόν κατεστραμμένη έρχεται να σχεδιάσει και να χτίσει ο Άρης Κωνσταντινίδης. Η αλήθεια της κατασκευής έχει ήδη τεθεί επί σκηνής στη διεθνή και ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, μέσο του Μοντέρνου κινήματος και θα αποτελέσει την πρώτη παράμετρο σχεδιασμού του αρχιτέκτονα περί «αλήθειας». Μια δεύτερη παράμετρος επιρροής για την «αλήθεια», εντοπίζεται στο ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ο Άρης Κωνσταντινίδης μελετά τα γραπτά του ποιητή και κάθε τόσο κάνει αναφορές από το έργο του σε δικά του κείμενα περί αρχιτεκτονικής και αλήθειας.
Πράγματι η αρχιτεκτονική μετά τον πόλεμο θα αφήσει κάποια πολύ σημαντικά κτίρια του Μοντέρνου Μεσοπολέμου, αλλά κυρίως θα αφήσει μιαν αρχιτεκτονική «ξενόφερτη» ,που επικαλείται το «γούστο», μια ορολογία που ο ίδιος ο αρχιτέκτονας ποτέ του δε συμπάθησε. Μέσα λοιπόν σε μια σύγχυση της εντόπιας ελληνικής αρχιτεκτονικής, θα αναζητηθεί το «εθνικό». Η αναζήτηση αυτή θα γίνει με αναφορά στον Fergusson και θα αφορά το καθαρά ελληνικό, το λαϊκό, το αληθινό. Εκεί ακριβώς ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, θα δώσει, καιρό πριν, την απάντηση του με ένα στοίχο που απομονώνει πολλές φορές ο αρχιτέκτων επισημαίνοντας πως:
‘θεωρείτε εθνικό ότι είναι αληθινό’. Ένα από τα σημεία «κλειδιά» στο ερώτημα της καταγωγής της αλήθειας στο έργο του Άρη Κωνσταντινίδη. Και πώς είναι αυτό το εθνικό, άρα και αληθινό στο μυαλό του Κωνσταντινίδη;
Αυτό το εθνικό, ο Άρης Κωνσταντινίδης, προσπαθεί να διαφυλάξει στον τόπο του από τη νοθευμένη αρχιτεκτονική που παρατηρεί συνεχώς τριγύρω του μετά τον πόλεμο. Μια αρχιτεκτονική που προφασίζεται το ελληνικό, αλλά δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από φτιασίδια, τα οποία όμως δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονη ζωή του τόπου. Το ελληνικό είναι γύρω του στις πέτρες, το χτίσιμο του απλού και λαϊκού χτίστη. Συνταιριάζει τον ευρωπαϊκό Μοντερνισμό με την καθαρά εντόπια αρχιτεκτονική. Δεν είναι οι παραστάδες και οι κίονες στην όψη. Είναι το ύπαιθρο, η αυλή, η δοκός επί των στύλων από τα διδάγματα του Παρθενώνα. Στο κτισμένο έργο του Κωνσταντινίδη (που συνοψίζεται σε ένα και μόνο σπιτάκι, αυτό της Αναβύσσου) θα γεννηθεί ένα πάντρεμα του πουρισμού με την ελληνική γη. Θα ενδιαφέρεται για την κατασκευή και την υλικότητά της. Την αλήθεια της. Αυτό που φαίνεται, αυτό είναι.
Λίγο παραπέρα η αλήθεια αλλάζει. Και γεννιέται ταυτόχρονα με τη διαφάνεια που υποστηρίζει ο Viollet le Duc ορμώμενος από το πνευματικό του γοτθικού καθεδρικού ναού. Γίνεται η επένδυση το ίδιο αληθινή όπως το πώς είναι καμωμένο το δέρμα του κάθε ανθρώπου. Αυτή είναι η αλήθεια του. Αυτό φαίνεται. Έτσι είναι.
‘Η μορφή στην αρχιτεκτονική είναι ιδιαίτερα σημαντική, είναι αυ΄τη που μπορεί να δημιουργήσει μια νέα ομιλούσα αρχιτεκτονική, όπου η αρχιτεκτονική κατασκευή χρησιμοποιείται για να αναδείξει το πιο βαθύ κτιριακό σύστημα.’
Η κατασκευή, ή αν θέλουμε να πούμε η κατασκευαστική αλήθεια στο έργο του Frank O’ Gehry δεν κρύβεται, όμως δεν είναι αυτή η αλήθεια που μας απασχολεί.
Δεν είναι αυτή η αλήθεια για την οποία ο καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να δείξει. Είναι γεγονός ότι στο Guggenheim Bilbao φαίνεται καθαρά μέχρι και η τελευταία βίδα που συγκροτεί δύο αρχιτεκτονικά μέλη μεταξύ τους. Δεν είναι όμως η αλήθεια εκεί.
Καλύτερα μπορούμε να πούμε πως, όποιος ψάχνει μιαν τέτοιου είδους αλήθεια σφάλει, ή δε θα βρει το παραμικρό. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, θα φανούν σε εκείνον που με μοντερνίστικους όρους κάνει προσπάθεια ερμηνείας, ένα κομμάτι του μεταμοντέρνου που αφορά στην αποδόμηση.
Η αλήθεια στο Guggenheim Bilbao αναφέρεται σε μια εσωτερική αναζήτηση του καλλιτέχνη. Εδώ η αρχιτεκτονική μοιάζει περισσότερο με γλυπτό. Καλύτερα, το δοχείο ζωής με το πέρασμα της ιστορίας κι ύστερα από καινούριες ανάγκες και συνθήκες παραμένει, με άλλη μορφή. Έχει μετατραπεί σε ‘άνθος του καλού’ όπως το αποκαλούν οι κάτοικοι της βασκικής περιοχής. Αλλά και στην περίπτωση του Guggenheim Bilbao, το ‘ρούχο’ της αρχιτεκτονικής, η επένδυση, επιλέγεται βάση μιας αλήθειας. Της αλήθειας των μηχανικών ιδιοτήτων του ευγενούς υλικού τιτανίου. Ο τόπος έχει αλλάξει. Στην περίπτωση του Gehry ο χώρος δημιουργήθηκε από ανθρώπους και για ανθρώπους προορισμένος. Δεν αποτελεί τοπίο καμωμένο απ’ το Θεό.
Έτσι και το τιτάνιο σαν υλικό φτιαγμένο από ανθρώπους, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, εξυπηρετεί καλύτερα το σκοπό του στην περίπτωση της βόρειας Ισπανίας. Εξυπηρετεί καλύτερα στην κατανόηση του νοήματος των κτιριακών όγκων που ο αρχιτέκτων θέλει να δώσει, στη μονολιθικότητα των όγκων, δημιουργεί τέλειες ακμές με ελάχιστους κατά το δυνατόν αρμούς στο πάχος, προσαρμόζεται καλύτερα στις αφηρημένες καμπύλες του μουσείου και των υπολοίπων κτιρίων του Gehry εν γένει.
Η περιπέτεια της αλήθειας είναι σαν ένα ψυχολογικό παιχνίδι της Gestalt. Εκείνη διαρκώς να εξελίσσεται και εμείς να κυνηγάμε της μορφές της. Όταν εκείνη δε, εξελίσσεται στο χρόνο, τότε κοιτάζουμε τα στοπ καρέ της και προσπαθούμε να την ερμηνεύσουμε σε διάφορες περιόδους της. Μπορεί η μετάλλαξη να είναι αργή, όμως υπάρχει. Είναι ακριβώς όπως η φαντασία του Escher η οποία δημιουργεί ένα σχήμα και στο χώρο εκείνο εξελίσσεται σε κάτι άλλο. Η αλήθεια δεν έχει χώρο, είναι έννοια, έχει όμως χρόνο, και έτσι όπως ξεκινά από μιαν ιδέα, ή ομάδα, ή δημιουργό, ενδέχεται να καταλήξει εντελώς άλλη στο πέρασμα του χρόνου.
Όμως ο Escher δε σβήνει το πρωταρχικό του σχήμα. Κάποια στιγμή συνυπάρχει ταυτόχρονα με το τελικό. Η αλήθεια δε χάνεται, δε σβήνεται, απλώς αλλάζει. Θα έρθει εκείνη η χρονική στιγμή όπου είναι δυνατόν να υπάρξουν πολλές αλήθειες.
Η αλήθεια του Gehry είναι ένα τελευταίο σχήμα από τα φαντασιακά μοτίβα του Escher. Έχει περάσει πολλές μεταλλάξεις για να φτάσει εκεί που έφτασε. Εκείνη του Κωνσταντινίδη είναι από τα σχήματα του Escher που βρίσκονται κοντά στην αρχή. Δεν είναι η πρώτη, γιατί έχουν προϋπάρξει από αυτόν άλλοι. Ο Κωνσταντινίδης οπτικοποιεί την εμμονή του μυκηναϊκού μεγάρου που το σχετίζει με το τοπίο. Ο Gehry οπτικοποιεί τις φαντασιώσεις και τα οράματά του, γιατί έτσι μόνο μπορεί να μιλήσει στον περαστικό. Το κτίριο γίνεται βιβλίο ανοιχτό και σελίδες του οι πτυχώσεις των μη κανονικών στρεβλών καμπύλων(NURBS). Το ‘βιβλίο’ από πέτρα, που φάνταζε απειλή για τον V. Hugo, έχει μεταλλαχτεί στη σύγχρονη εποχή, από τιτάνιο.
“…Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει πηγή και δεν υπάρχουν εκ των προτέρων δεδομένα.”
Όλα τίθενται εξ αρχής σε μια νέα βάση θεώρησης, κατανόησης και πειραματισμού, όπου το παρελθόν (ιστορία) γίνεται αρωγός στην προσπάθεια αυτή, χωρίς να απορρίπτεται. Η ιστορία επανεξετάζεται. Μπαίνει δυναμικά μες στο παιχνίδι. Ενίοτε δημιουργεί νέα τέχνη και το κιτς.
Ο Gehry λίγο αργότερα θα παρατηρήσει πως “ ο Le Corbusier επιδεικνύει τη δύναμή του απορρίπτοντας τα πάντα, ισοπεδώνοντας.” Απορρίπτει την ιστορία, γκρεμίζει και χτίζει τον κύβο του ( ο Άρης Κωνσταντινίδης το κουτί του αντίστοιχα) το καθαρό πλατωνικό στερεό. Αντίθετα, εκείνος, βρίσκει τόπο να εισβάλλει διακριτικά μέσα στην πόλη και να αντλήσει δύναμη μέσα από αυτήν. Σε παρακάτω σημείο του ο Gehry παρατηρεί επίσης ότι η προσέγγιση του Le Corbusier και άρα και του Μοντέρνου που πρεσβεύει ο Κωνσταντινίδης, συνίσταται στο να διακηρύσσει :
“δε σας αγαπώ και σας κατεδαφίζω για να χτίσω κάτι καινούριο και ιδού αυτό που θα κτίσω.”
Είναι ακριβώς η ίδια αντίδραση που είχε ο Κωνσταντινίδης για τα νεοκλασικά της Αθήνας. Άλλωστε είναι γνωστή η διαμάχη του με τον Δ. Πικιώνη υποστηρίζοντας ο πρώτος για τον δεύτερο, πως λειτουργεί με ένα αίσθημα ζωγράφου που συλλέγει εικόνες για τις μορφές των κτιρίων του και όχι αρχιτέκτονα.
Η κατεδάφιση της ιστορίας και ο επανασχεδιασμός του χώρου, με όρους της Μοντέρνας κοινωνίας. Ο όρος «μοντέρνα» αναφέρεται στη σύγχρονη τότε εποχή. Ο Γ. Τζιρτζιλάκης θα χαρακτηρίσει τη στάση αυτή του Κωνσταντινίδη ‘οργιώδη’ , εξαιτίας της εμμονής του με το πρόσφατο παρελθόν της πόλης με την αρχιτεκτονική.
Η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη έχει όρια.
Τα όρια στην αρχιτεκτονική του Αμερικανού αρχιτέκτονα διαρκώς μεταβάλλονται. Όπως διαρκής είναι και ο ρυθμός μεταβολής της αλήθειας μέσα στην ιστορία. Η μεταβολή της αλήθειας στη διάρκεια του χρόνου, μπορεί πολύ εύκολα να συνοψιστεί σε εκείνα τα τρία “f” λίγο πριν την έναρξη του Μοντέρνου από τον Sullivan και μέσα από το οπτικό πρίσμα του Escher με τη βοήθεια του Hook να μεταλλαχτούν σε τρία “f” διαφορετικά.
Form Follows Function Form Follows Fiction
Βίοι Παράλληλοι
“Θέλουμε η αρχιτεκτονική να έχει κίνηση.
Μια αρχιτεκτονική η οποία αιμορραγεί, εξαντλεί, περιστρέφει ακόμα και σπάει.
Μια αρχιτεκτονική η οποία φωτίζει, κεντρίζει, σχίζει και κάτω από πίεση κλαίει.”
Coop Himmelb(l)au
Το κτισμένο έργο του Κωνσταντινίδη, πραγματοποιείται σε μιαν Ελλάδα μεταπολεμική. Κυριαρχεί από τη μια η «σύγχυση» του μεσοπολέμου, που αφήνει πίσω της κτίρια εκλεκτικιστικά, από αρχιτέκτονες που κυρίως έχουν σπουδάσει στη Beaux Arts, ή βυζαντινότροπα, για όσους κοιτούν προς την Ανατολή. Ελάχιστα μοντέρνα. Από την άλλη, ένα τοπίο σχεδόν παρθένο και ένας τουρισμός που σε λίγο θα ξεκινήσει την ανάπτυξη του, οπότε και ο Κωνσταντινίδης θα αναλάβει μεγάλο μέρος των μελετών των «Ξενία» από τον ΕΟΤ. Βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν επαναστατική αρχιτεκτονική του ’60, προορισμένη για τους πνευματικούς ανθρώπους. Για εκείνους που επιλέγουν να ζουν αληθινά, κατά τα λόγια του δημιουργού κι όχι για εκείνους που αγαπούν τους κίονες με τα αετώματα. Το βραχώδες τοπίο που κυριαρχεί στην ελληνική γη, αποτελεί αφορμή ώστε το κατασκευαστικό σύστημα που θα επιλέγει κατά κόρων ο αρχιτέκτων, να είναι η πέτρα. Η συνέχεια του βράχου. Το μικρό σπιτάκι της Αναβύσσου, θα στέκει εκεί, σαν να το ‘χτισε ο Θεός.
Πολύ αργότερα, το ίδιο επαναστατική, θα είναι και μιαν άλλη αρχιτεκτονική στην άλλη άκρη της Μεσογείου όπου το Guggenheim Museum Bilbao, θα ενταχθεί σε μια πόλη, ήδη ολοκληρωμένη. Βιομηχανική. Στην περίπτωση αυτή, η ιστορία έχει αφήσει το αποτύπωμα της στο έντονα ανθρωπογενές περιβάλλον. Το κτίριο του Αμερικανού αρχιτέκτονα, δε συνομιλεί με βράχια και θάλασσες, αλλά συνομιλεί με κτίρια που είναι εκεί από παλιά. Τη συνέχεια αυτή με την πόλη, θα δώσει η φροντίδα στο σχεδιασμό του μουσείου, ώστε τα σχήματα που είναι περισσότερο ορθοκανονικά να κοιτάνε προς αυτήν. Η μεριά του ποταμού, θα δώσει στο κτίριο τη χαοτική του γεωμετρία. Είναι ένα στοπ καρέ από το φούσκωμα των πανιών ενός πλοίου, που είναι έτοιμο να ταξιδέψει. Αυτή την αίσθηση είχε ο αρχιτέκτων, όταν επισκέφθηκε τους Δελφούς και αντίκρισε μπροστά του τον Ηνίοχο. Το πάγωμα της εικόνας. Αυτή τη στιγμή απομονώνει ο καλλιτέχνης και την προσφέρει απλόχερα στην ιστορία.
Καθώς αλλάζει η κοινωνία, μαζί με αυτήν και οι αντιλήψεις της, τα πιστεύω και οι ιδέες της, μπορεί καμιά φορά τα αλλάζουν άρδην τα έως τότε δεδομένα.
Η δεκαετία του ’60 στον ελληνικό χώρο φέρνει επαναστατικές μορφές και ιδέες με τη σφραγίδα του μοντερνισμού, αλλά παράλληλα την ίδια δεκαετία γεννιούνται ιδέες, του πως μπορούμε να δούμε το κουτί θρυμματισμένο. Στην Αμερική και Ευρώπη αυ΄το θα το αποκαλέσουν κάποιοι deconstructivism (αποδομισμό). ‘Ένα σπίτι πρέπει ακόμα να αποτελεί καταφύγιο και κατάλυμα για τον άνθρωπο, αλλά δε χρειάζεται να συμβολίζει τη λειτουργία του.’ Είναι από εκείνα τα επαναστατικά που ειπώθηκαν από τον Peter Eisenman τη δεκαετία του ’60. “Η αληθινή αρχιτεκτονική αντλεί τις αρχές της από τη φύση, αλλά μπορεί να υλοποιηθεί υπερβαίνοντας με την τεχνική τους περιορισμούς που βάζει η φύση”* . Ακριβώς αυτή είναι η πρώτη σχέση των δύο αρχιτεκτόνων. Η συνομιλία των κτιρίων τους με το τοπίο. Έτσι όπως εντοπίστηκε πιο πάνω. Έτσι, όταν το τοπίο αλλάζει, αλλάζει και ο διάλογος. Όταν αλλάζει το τοπίο ταυτόχρονα με το χρόνο τότε ο διάλογος γίνεται ακόμα έτη διαφορετικός.
Η υπέρβαση θα γίνει είτε από την καρτεσιανή πουριστική προσέγγιση του Άρη Κωνσταντινίδη, είτε από τις μη κανονικές γεωμετρικές φόρμες των καμπύλων του Gehry.
Η αλήθεια είναι ένα εσωτερικό γεγονός, που ολοένα επαναπροσδιορίζεται. Αλλάζει και αλλάζουν και τα κτίρια. Αλλάζει η κοινωνία, η τέχνη και η αρχιτεκτονική ακολουθεί πιστά τις προτροπές της κοινωνίας. Οι δύο άντρες παραμένουν αληθινοί, τελικώς, ως προς τον εσωτερικό εαυτό τους και όχι ο ένας ως προς τον άλλον. Μελετάνε και οι δυο τον τόπο, σχεδιάζουν επαναστατική αρχιτεκτονική, εντάσσονται στο τόπι (ή τοπίο) δια της αντιθέσεως, ή της συνομιλίας και η παρουσία των κτισμάτων τους στο χώρο είναι άλλοτε δυναμική, άλλοτε υπαινικτική.
Η αλήθεια υπάρχει και είναι διαφορετική κάθε φορά ανάλογη της οπτικής γωνίας εξέτασής της. Ακόμη και από χρόνια πολλά μετά θα εξακολουθεί να υπάρχει και διαρκώς να επαναπροσδιορίζεται, σε άγνωστες πτυχές για εμάς. Δεν αποκρυσταλλώνεται, δε μετριέται ποσοτικά κι έτσι το να ψάχνει κανείς αυτήν τη μία και μοναδική φαντάζει σαν να ψάχνει σε μια σκοτεινή αίθουσα ενός μουσείου φυσικής ιστορίας ανάμεσα σε καταπράσινους παπαγάλους του Αμαζονίου για το ποιός ήταν τελικά από τους τρεις ο παπαγάλος του Flaubert._
Βιβλιογραφία
Thomas S. Kuhn, H Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Σύγχρονα Θέματα
Ζήσης Κοτιώνης, Η Τρέλα του Τόπου, αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο, Εκκρεμές, Αθήνα 2004
Αντώνης Κ. Αντωνιάδης, Viollet-Le-Duc διαλέξεις και ελληνική αρχιτεκτονική, Στάχυ, Αθήνα 2000
Δημήτρης Φιλιππίδης, Πέντε Δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη, libro, 1997
Άρης Κωνσταντινίδης, Η Αρχιτεκτονική της Αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα, Αγρα, Αθήνα 1992
Π.Α. Μιχελής, η Αρχιτεκτονική ως Τέχνη, Ιδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, Αθήνα 2008
Rafael Moneo, Theoretical Anxiety and Design Strategies in the work of eight contemporary architects, MIT press,
Ηλίας Φ. Ηλιού, Κριτικά Κείμενα για την Τέχνη 1925-1937, Θεμέλιο, Αθήνα 2005
Γιώργος Τριανταφύλλου, Αρχέτυπα: από τις καλύβες και τα μαντριά στη σύγχρονη τέχνη και αρχιτεκτονική, Κ. Αδαμ Εκδοτική, Αθήνα 2010
Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, ιστορία και κριτική, Θεμέλιο, Αθήνα 1999
Esther da Costa Meyer, Frank Gehry on line, Yale University Press, 2008
Εργασίες
Βασιλική Παναγιωτοπούλου, Από τη Villa Savoye στο Bilbao μια αυτοπροσωπογραφία σε θαμπό κρύσταλλο, ΔΠΜΣ, εμπ 2000
Θεοφανία Κοσυφάκη, Μια εναλλακτική προσέγγιση προς τον Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό, Διάλεξη 2003, εμπ
Λεονάρδος-Μουρέλλος Εμμανουήλ, Καμπύλη: το ίχνος του κινούμενου σημείου. Συμπεράσματα και προβληματισμοί μέσα από τη μελέτη 4 κτιρίων με καμπύλες, Διάλεξη 2004, εμπ
Σημειώσεις
Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Εισαγωγή στη Θεωρία της Αρχιτεκτονικής: μια ιστορική επισκόπηση, εμπ Αθήνα, 2008
Συλλογικό, επιμέλεια Π.Τουρνικιώτης, Κριτική Προσέγγιση της Αρχιτεκτονικής και της Πολεοδομικής Θεωρίας και Πρακτικής των τελευταίων σαράντα χρόνων στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο της Σύγχρονης Κοινωνίας, Αθήνα 2007
Διαδίκτυο
http://www.omorfipoli.com/ariskonstantinidis.shtml
http://www.kairatos.com.gr/solomos.htm
http://en.wikipedia.org/wiki/Deconstructivism
http://el.wikipedia.org/wiki/Μεταμοντερνισμός
http://ampersand-design.blogspot.com/2010/12/frank-gehry.html
http://www.detnk.com/node/2388
http://fangamer.com/forum/Fan/Forum/16659
http://fangamer.com/forum/Fan/Forum/16659
http://molibixarti.blogspot.com/2011/06/blog-post_8532.html
http://trialx.com/i/2011/05/28/looking-for-pictures-of-bilbao/
*οι εικόνες για τις οποίες δεν αναφέρονται πηγές
προέρχονται από τα προσωπικά αρχεία των σπουδαστών*
ειδικές ευχαριστίες:
Νάντια Κατσαρού δημοσιογράφο / συγγραφέα
Θωμά Παπακωνσταντίνου υποψήφιο δρ κοιν. Ανθρωπολογίας.
READ ALSO: HONEYCOMB / ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΘΕΣΕΩΝ 9ου εξαμήνου / Ε.Μ.Π. / ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΜΠΑΔΑ, ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ / ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, ΜΑΡΙΑ -ΣΙΛΕΝΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ / ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Δ.ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ, Α.ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ