Research thesis by Selena – Eleni Tsoukala attempts to investigate the meaning of memory as a primary element of human cognition and existence through its spatial aspects in the personal and the collective sphere.
-text by the author
Does memory exist in our minds?
Is it a mental process or does it have a material substance?
Is it possible for something immaterial to be constantly present?
Do we feel memory? Do we see it? Do we smell it?
Which of all the things I remember is true and which is fake? Did I experience this or did I imagine it?
Does living in a place mean I remember? Then how can I remember something I did not experience?
Do places hide memories? And if so, why don’t I remember something?
The thesis initiates from the distinction the philosopher Paul Ricoeur makes. While he classifyed the theoretical traditions that examined the function of memory from antiquity onwards, he made a distinction between two kinds of memory. The one was the “tradition of the inner eye” and the other was the “tradition of the external eye”.
Taking this as starting point the thesis examines the city and monuments as the “external” memory and concludes to the “inner” memory individuals acquire in their childhood home.
The work follows a specific line of reasoning, which tries to explore the complex meaning of memory and space.
In the first chapter a conceptual introduction is made on the question of memory and place, focusing mainly on their dual nature. In the second chapter the study of the city and collective memory are being investigated, through the writings of Aldo Rossi. Next, we focus in the study of monuments. In the third chapter, the concept of “monument” is compared to what we call “inhabited monument” to demonstrate that dwelling and experience are inextricably linked to the concept of memory.
Finally, the research focuses on childhood and the primary “inhabited monument” of human existence that is the childhood home, through the writings of Gaston Bachelard. The work closes associatively, with “Citta Analoga” by Aldo Rossi, which is the intersection of individual with collective memory, expressed through architectural creation.
Collective memory is directly connected to our knowledge and beliefs, while it is reflected in space, mainly through human constructions and monuments, which form memory as an external submission, within a city or a place in general. On the contrary, individual memory returns to us mainly through contemplation and daydreaming of places of dwelling and intimacy. That is exactly the point where we attempt to extend to a spatial attribution the separation of the two schools that Ricoeur distinguished, that of the “inner eye” and the “external eye”. Extending this separation even further, we could mention the “external” and the “inner” of memory. These spatial features could attribute the layers of the “palimpsest of memory” passing from place to the human soul. The deeper one explores this palimpsest of human memory, the more he discovers the memories that nest in the indeterminacy of the inner life, while in the outermost layers one can discern memories that have been defined by the actions of the whole and are a stake of authority that allows conscious or unconscious manipulations.
Facts & Credits
Project title Spatial Memory Machines In The Personal And The Collective Sphere
Student Selena-Eleni Tsoukala
Date December 2020
Course Research thesis
Supervisor Nikolaos Skoutelis
Institution School of Architecture, Technical University of Crete
Η ερευνητική εργασία της Σελένας-Ελένης Τσουκαλά επιχειρεί να διερευνήσει την έννοια της μνήμης ως πρωτογενές στοιχείο της ανθρώπινης νόησης και ύπαρξης μέσα από τις χωρικές της συνυποδηλώσεις στην ατομική και στη συλλογική σφαίρα.
-κείμενο από τη δημιουργό
Η μνήμη υπάρχει στο μυαλό μας;
Είναι νοητική διεργασία ή μήπως έχει υλική υπόσταση;
Γίνεται κάτι άυλο να είναι συνέχεια παρόν;
Τη μνήμη την αισθανόμαστε; Τη βλέπουμε; Τη μυρίζουμε;
Τι από όλα αυτά που θυμάμαι είναι αλήθεια και τι ψέμα; Το έζησα αυτό ή το φαντάστηκα;
Κατοικώ σε έναν χώρο σημαίνει ότι θυμάμαι; Τότε πως γίνεται να θυμάμαι κάτι που δεν έζησα;
Κρύβουν οι τόποι μνήμες; Κι αν ναι, εγώ γιατί δεν θυμάμαι κάτι;
Η εργασία εκκινεί από την διάκριση του φιλοσόφου Paul Ricoeur, ο οποίος ταξινομώντας τις θεωρητικές παραδόσεις που εξέτασαν το φαινόμενο της αναμνηστικής λειτουργίας από την αρχαιότητα και έπειτα διέκρινε δύο σχολές: την “παράδοση του εσωτερικού βλέμματος” και την “παράδοση του εξωτερικού βλέμματος”.
Με αφετηρία αυτή τη διάκριση μελετάται η πόλη και τα μνημεία ως μια “εξωτερική” ανάγνωση της μνήμης για να καταλήξουμε στην “εσωτερική” ή προσωπική ανάγνωση της μνήμης που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος στο χώρο του σπιτιού των παιδικών χρόνων.
Γίνεται ουσιαστικά μια από τα έξω προς τα μέσα, ή από το γενικό στο ειδικό ανάγνωση των πεδίων της μνήμης που καθορίζουν την ανθρώπινη υπόσταση και το παρόν που βιώνει. Η εργασία ακολουθεί μια συγκεκριμένη συλλογιστική πορεία, η οποία μέσα από μια ροϊκή αφήγηση προσπαθεί να διερευνήσει την περίπλοκη έννοια της μνήμης και του χώρου. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια εννοιολογική εισαγωγή στο ζήτημα της μνήμης και του τόπου, εστιάζοντας κυρίως στη διττή φύση και των δύο. Στο δεύτερο κεφάλαιο εκκινούμε από τη μελέτη της πόλης και της συλλογικής μνήμης μέσα από τα γραπτά του Aldo Rossi. Έπειτα, εστιάζουμε στη μελέτη των μνημείων. Στο τρίτο κεφάλαιο, αντιπαραβάλλουμε στην έννοια του μνημείου αυτή του “κατοικημένου μνημείου” για να καταδείξουμε ότι η κατοίκηση και το βίωμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έννοια της μνήμης. Τέλος, εστιάζουμε στα παιδικά χρόνια και στο κατεξοχήν κατοικημένο μνημείο της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι το σπίτι των παιδικών χρόνων, μέσα από τα γραπτά του Gaston Bachelard. Η εργασία κλείνει συνειρμικά, με την “Κατ’ Αναλογία Πόλη” του Aldo Rossi, η οποία αποτελεί την τομή της ατομικής και της συλλογικής μνήμης, εκφρασμένη μέσα από την αρχιτεκτονική δημιουργία.
Η συλλογική μνήμη συνδέεται άμεσα με τις γνώσεις και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων, ενώ διαφαίνεται στον χώρο, κυρίως μέσα από τις ανθρώπινες κατασκευές και από τα μνημεία, τα οποία διαμορφώνουν τη μνήμη ως μια εξωτερική υποβολή, στο πλαίσιο μιας πόλης ή εν γένει ενός τόπου. Αντίθετα η ατομική μνήμη επιστρέφει σε εμάς κυρίως μέσα από τους στοχασμούς και την ονειροπόληση των τόπων της κατοίκησης και της οικειότητας. Εκεί ακριβώς, επιχειρήσαμε να προεκτείνουμε σε μια χωρική απόδοση τον διαχωρισμό των δύο σχολών που διέκρινε ο Ricoeur, αυτή του “εσωτερικού βλέμματος” και του “εξωτερικού βλέμματος”. Προεκτείνοντας ακόμη περισσότερο τον διαχωρισμό αυτό, θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για το “έξω” και το “μέσα” της μνήμης. Αυτά τα χωρικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να αποδώσουν τις στρώσεις του παλίμψηστου της μνήμης που περνάει από τον τόπο στην ανθρώπινη ψυχή. Όσο πιο βαθιά εξερευνήσει κανείς αυτό το παλίμψηστο της μνήμης του ανθρώπου, καταφέρνει να ανακαλύψει τις μνήμες που φωλιάζουν στην απροσδιοριστία της εσωτερικής ζωής, ενώ σε πιο εξωτερικές στρώσεις διακρίνει κανείς μνήμες που έχουν οριστεί από τις πράξεις του συνόλου και αποτελούν ένα διακύβευμα της εξουσίας που επιτρέπει συνειδητές και ασυνείδητες χειραγωγήσεις.
Στοιχεία έργου
Τίτλος εργασίας Χωρικές μηχανές μνήμης στην ατομική και στη συλλογική σφαίρα
Φοιτήτρια Σελένα – Ελένη Τσουκαλά
Εξεταστική περίοδος Δεκέμβριος 2020
Μάθημα Ερευνητική εργασία
Επιβλέπων καθηγητής Νικόλαος Σκουτέλης
Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνείο Κρήτης
Δείτε ολόκληρη την εργασία, εδώ!
READ ALSO: The myth’s call – A narration of the curve for the new theatre of Volos | Diploma thesis project by Anastasia Bompou