Η νεαρή Charlotte Perriand με τα χέρια σε ανάταση, τη γυμνή της πλάτη στραμμένη στο φωτογραφικό φακό, κατακτά την κορυφή των Άλπεων και ανακλά σε αυτό το κινηματογραφικό κλικ όλη την ιδιοσυγκρασιακή σχεδιαστική πρόζα που την κατέταξε στους σημαντικότερους designers του 20ου αιώνα.
Η Perriand ξεκινά τις σπoυδές της στον τομέα του σχεδιασμού επίπλων στην Ecole de l’Union Centrale des Arts Decoratifs το 1920 και λίγο πριν αποφοιτήσει (το 1925) συμμετέχει στην πρώτη της ομαδική έκθεση επίπλων στο Παρίσι. Υπό τις οδηγίες του Henri Rapin (interior designer και διευθυντή της σχολής) και του Maurice Dufrene (διευθυντή των Galeries Lafayette), η Perriand μαθαίνει από νωρίς την αναγκαία σχέση μεταξύ σχεδιασμού, κατασκευής και επιχειρείν.
Το 1926 η Perriand αναζητά εργασία στο γραφείο του Le Corbusier – πρόταση που απορρίπτεται με το πρόσχημα πως στο γραφείο του “δεν κεντάνε μαξιλαράκια”. Η έλευση της νεωτερικότητας, τα πρώτα δείγματα χειραφέτησης της γυναίκας, την σπρώχνουν με ζήλο σε έντονη δημιουργική δραστηριότητα, καταφέρνοντας το 1927 να παρουσιάσει την πρώτη της συλλογή στην έκθεση Salon d’Automne. Ένα μεταλλικό μπαρ, εξολοκλήρου κατασκευασμένο από επινικελωμένο χάλυβα και ανοδειωμένο αλουμίνιο, με καθίσματα και συνοδευτικό τραπέζι (game table) αποτέλεσαν το εμβληματικό “Bar under the Roof” – το κατ’εξοχήν bachelor lounge, ωστόσο υπογεγραμμένο και “κατοικημένο” από μία γυναίκα. Ο απόηχος αυτής της επιτυχημένης παρουσίασης ήταν αρκετός ώστε ο Le Corbusier να συμπεριλάβει στην ομάδα του την Charlotte Perriand για μία δεκαετία (1927-1937).
Με την άφιξή της στο δυναμικό του Le Corbusier, η Perriand αναλαμβάνει όλο το κομμάτι που αφορά στο σχεδιασμό της επίπλωσης των εκάστοτε projects. Όπως η ίδια επισημαίνει, το γραφείο αποτελούσε μία διεθνή κοιτίδα ταλαντούχων νέων από διαφορετικά πεδία που είχαν καταφθάσει εκεί για να “σχηματίσουν” τη δική τους εποχή. Εκεί, ο Le Corbusier έφερνε όλη την ιδεολογία και τη μοντέρνα κουλτούρα, ενώ ο Pierre Jeanneret συγκεντρωνόταν στο λεπτομερή, τεχνικό σχεδιασμό των αρχικών σκίτσων. Η Perriand έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού του διδύμου προσθέτοντας διακριτά μία “μαλακή” και ανθρώπινη πλευρά στο ψυχρό ρασιοναλισμό των αρχιτεκτόνων. Καταφέρνει να εκ-κινήσει εκ νέου τα “δεδομένα” της καθημερινής ζωής – η ανακάλυψη και η χρήση νέων υλικών βελτίωσαν το καθημερινό με νέες αισθητικές αξίες.[1]
Αρχικά, εργάζεται πάνω στη βελτιστοποίηση των επίπλων που ο Le Corbusier είχε παρουσιάσει στο L’Esprit Nouveau και στο L’Esprit Nouveau pavilion (Παρίσι, 1925). Όλα τα πρωτότυπα έπιπλα κατασκευάζονται εντός του γραφείου, υπό την επιμέλεια της Perriand. Τα μοντέλα του 1929 δοκιμάζονται στη Villa Laroche και στη Ville d’Avray, περιορίζοντας σημαντικά τον προϋπολογισμό του γραφείου για τη συμμετοχή τους στο Salon d’Automne της ίδιας χρονιάς. Κατασκευαστής των εν λόγω επίπλων γίνεται ο Thonet, που ανέλαβε όλα τα έξοδα της έκθεσης χωρίς όμως να προχωρά στη μαζική παραγωγή αυτών λόγω του κόστους τους. Εδώ δοκιμάζεται για πρώτη φορά η παρουσίαση ενός ολόκληρου οικιστικού συνόλου: αρχιτεκτονική, εξοπλισμός επίπλωσης, υφάσματα, κοσμήματα και γεννάται η ιδέα για την ίδρυση του UAM (Union des Artistes Modernes).
Στη δεκαετή της συνεργασία (ως in house designer), η Perriand ολοκληρώνει τα πιο σημαντικά κομμάτια της συλλογής τους: η αποθηκευτική μονάδα Casiers Standard, το περιστρεφόμενο κάθισμα LC7 και το περιστρεφόμενο σκαμπό LC8, το σκαμπό LC9, το κάθισμα LC1 με τη χαρακτηριστική ανακλυώμενη πλάτη, το ανάκλιντρο-chaise longue LC4, η εμβληματική τραπεζαρία LC6, το coffee table LC10 με γυάλινη επιφάνεια και τέλος η τραπεζαρία LC11. Όλα τα παραπάνω κομμάτια εκδίδονται μέχρι σήμερα από την εταιρεία επίπλων Cassina.
To 1940, σε μία ανεξάρτητη πλέον πορεία, η Perriand κατευθύνεται στο Τόκυο για να εισαγάγει τις δυτικές τεχνικές στην Ανατολή. Παραμένει εκεί για τρία χρόνια, όπου και σχεδιάζει την Tokyo Chaise Longue αξιοποιώντας τις γνώσεις της από τη συνεργασία της με τον Le Corbusier (LC4 chaise longue), αλλά αξιοποιώντας πλέον όλα τα τοπικά υλικά. Αυτό είναι και το πρώτο της έπιπλο που σχεδιάζεται εξ’ολοκλήρου από bentwood. Το 1942 παντρεύεται στο Βιετνάμ και το 1943 αποχωρεί για την Ινδοκίνα. Την ίδια χρονιά σχεδιάζει το κάθισμα Indochine, που μοιάζει να είναι μια υβριδική έκφραση της LC7 με νέα τοπικά υλικά (το κάθισμα διατηρεί το μηχανισμό περιστροφής και αποκτά μία νέα τοτεμική διάσταση).
Με την επιστροφή της Perriand στην Ευρώπη το 1946, επανασυνδέεται με τους παλιούς της φίλους και συνεργάτες. Ολοκληρώνει το πρωτότυπο της κουζίνας που χρησιμοποιείται στο οικιστικό συγκρότημα του Le Corbusier στη Μασσαλία και αρχίζει να επισκέπτεται όλο και πιο συχνά το εργαστήριο του Jean Prouve. Ακολουθεί ένα διάστημα όπου οργανώνει ένα ολόκληρο ερευνητικό πρόγραμμα υπό τον τίτλο “Techniques et Architecture”, που τεκμηριώνεται το 1950 στην έκδοση L’Art d’Habiter.
Το 1951 ξεκινά με τη μαζική παραγωγή της σειράς μικρών coffee tables Petalo, με μεταλλική βάση και ξύλινο, χρωματιστό top που ξεδιπλώνονται το ένα μέσα από το άλλο. Έχοντας αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία, της ανατίθεται η οργάνωση της Γαλλικής συμμετοχής στην Τριενάλε του Μιλάνου.
Το 1952 παρουσιάζει ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της καριέρας της, που αποτέλεσε και την επιτομή του μοντένρου design. Η Nuage είναι μία σύγχρονη βιβλιοθήκη και αποθηκευτική μονάδα, που συνδυάζει λειτουργικότητα και αισθητική για κάθε χρήστη. Η μηχανική ευρηματικότητα οφείλεται στα φύλλα ανοδειωμένου αλουμινίου που παραλαμβάνουν στα τελειώματά τους τις κατακόρυφες στηρίξεις. Τα οριζόντια ράφια σε φυσικό δρυ (ανοιχτόχρωμο ή μαύρο) σχηματίζουν την οριζόντια διεύθυνση του καννάβου που έρχεται να ολοκληρωθεί από τα συρώμενα, χρωματιστά πανέλα της βιβλιοθήκης. Η Nuage σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται ελεύθερα στο χώρο (με πρόσβαση και από τις δύο πλευρές) λειτουργώντας ως ένα ζωντανό, πορώδες σώμα στα εκάστοτε εσωτερικά (επιτρέποντας ή διακόπτωντας τη θέση του κατοίκου). Το τραπεζάκι Mexique με την οργανική του φόρμα ήρθε να διαταράξει την ορθοκανονική λογική της Nuage.
Στη διάρκεια 1952-1954, με τις αναμνήσεις της ανατολής νωπές, η Perriand ενδίδει ακόμη περισσότερο στον οργανικό σχεδιασμό παρουσιάζοντας τα δημοφιλή Tabouret Meribel και Tabouret Berger, την πολυθρόνα Ombra, τον “πολυμορφικό” καναπέ Refolo, το αρχικά μεταλλικό (κι έπειτα leather upholstered) Gueridon J.M. και τέλος το ξύλινο κάθισμα Ombra Tokyo.
Παράλληλα με το σχεδιασμό και την παραγωγή επίπλων, η Perriand μαζί με το Jean Prouve συνεκθέτουν για μεγάλο διάστημα (1955-1974) στην γκαλερί Steph Simon. Ασχολείται ακόμη περισσότερο με την αρχιτεκτονική, αναλαμβάνοντας το σχεδιασμό των εσωτερικών των γραφείων της Air France, το σχεδιασμό του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη (ανάθεση από τα Ηνωμένα Έθνη), το εσωτερικό του Maison du Brasil (με αρχιτέκτονα το Lucio Costa) στη Cite του Παρισίου και σειρά θερέτρων στην περιοχή Savoie.
Ακολούθησαν ο σχεδιασμός της τραπεζαρίας Table en Forme Libre (1959), του τραπεζιού Rio με τη χαρακτηριστική διάτρητη σίτα (1962), της τραπεζαρίας Plana (1969) και της Ventaglio (1972), ενώ το 1983 μετά από ένα διάλλειμμα παρουσιάζεται η κονσόλα Plurima. Το 1985 εγκαινιάζεται η πρώτη έκθεση ρετροσπεκτίβα στο Musee des Arts Decoratifs του Παρισίου, και κυκλοφορεί το τραπεζάκι Accordo. Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, το 1998 το Design Museum του Λονδίνου διοργανώνει αντίστοιχα μία έκθεση ρετροσπεκτίβα του έργου της και εκδίδεται η αυτοβιογραφία της Une Vie de Creation.
Το 1999 και μόλις τρεις μέρες μετά τα 96α γενέθλιά της η Charlotte Perriand καταλήγει. Επανερχόμενοι στο ενσταντανέ της στις Άλπεις, κανείς μπορεί να αναγνωρίσει πως η γενναιόδωρη και αυθόρμητη διάθεση της ζεστής της σάρκας στο παγερό τοπίο είναι η ίδια η εγγενής καταγωγή της φιλόξενης θέρμης των εσωτερικών που σχεδίασε, η απτική εκλέπτυνση των επίπλων της και η φωτεινή διαύγεια της χρωματικής της παλέτας.
[1] Αρκεί να σημειώσουμε εδώ, πως η Charlotte Perriand φέρνει αυτά τα υλικά ακόμη και στην ίδια της την γκαρνταρόμπα. Κατά παραγγελία κατασκευάζεται ένα ειδικό κόσμημα-περιλαίμιο για τη Charlotte, που αντί για πέρλες διαθέτει σφαίρες χάλυβα.
Bibliography
– LC Collection Since 1965, Cassina, 2014
– Mary McLeod, “Perriand: Reflections of Feminism and Modern Architecture”, Harvard Design Magazine, 2004
– Silvana Rubino, “Bodies, chairs, necklaces: Charlotte Perriand and Lina Bo Bardi”, Cad. Pagu vol.2 no.se Campinas, 2011
– Charlotte Ellis and Martin Meade, Interview with Charlotte Perriand, The Architectural Review Magazine, 1984
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στην πλατφόρμα CY-ARCH, στη σειρά δημοσιεύσεων γύρω από ιστορικούς designers που εγκαινίασαν πρόσφατα σε συνεργασία με την el greco gallery.
Σε οργάνωση της el greco gallery με τη συνεργασία της Cassina, συγκεντρώνονται υλικά και στοιχεία για τη γόνιμη σχέση των Charles Edouard Jeanneret – Le Corbusier, Charlotte Perriand και Pierre Jeanneret. Επισημαίνονται τόσο οι κοινές αντιλήψεις τους σε θέματα σχεδιασμού και λειτουργικότητας όσο και τα ιδιαίτερα ταλέντα και οι διαφοροποιήσεις τους. Οι φιλοξενούμενες ομιλίες και παρεμβάσεις διαφωτίζουν την κοινή πορεία των τριών δημιουργών οι οποίοι, όπως σημείωναν, είχαν συνεργαστεί σαν «τρία δάχτυλα ενός χεριού».
Ομιλίες ημέρας εγκαινίων: 19:30 – 21:00
Το αφιέρωμα επιμελείται η Νάντια Αργυροπούλου.
Την παρουσίαση του εκθεσιακού υλικού και τη σχετική σήμανση σχεδίασε η Βασιλική-Μαρία Πλαβού.
Διάρκεια έκθεσης 27.06 – 09.09.2018
Ώρες λειτουργίας: Δε, Τε: 09:00-15:00
Τρ, Πε, Πα: 09:00-21:00
Σα: 10:00-16:00
Εγκαίνια: Τετάρτη, 27 Ιουνίου 2018, 19:00
Συνεργάτης και χορηγός επικοινωνίας: Archisearch.gr
READ ALSO: Is this Hybrid? | ερευνητική εργασία της Μαρίας Δημήτριου