Του Βαγγέλη Ζούγλου
H ταινία Truman Show σκηνοθετείται το 1998 από τον Αυστραλό σκηνοθέτη Peter Weir με τον Jim Carrey να ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστή Truman Burbank– έναν ασφαλιστή που ζει και εργάζεται στην Αμερική, βιώνοντας μία -φαινομενικά -συνηθισμένη καθημερινότητα. Ο Truman θα κληθεί να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα με έναν απροσδόκητο αλλά και κάπως άτακτο τρόπο στο τέλος της ταινίας, όταν συνειδητοποιεί πως το περιβάλλον του ,αποτελεί ένα ελεγχόμενο στημένο σκηνικό για τις ανάγκες ενός reality.Ξεκινώντας από την ημέρα no. 10909, παρακολουθούμε τους ηθοποιούς-κομπάρσους να διαδραματίζουν όλους τους ρόλους που πλαισιώνουν τον Truman, ενώ πέντε χιλιάδες κάμερες τον παρακολουθούν επί 24ώρου βάσεως σε μία αδιάκοπη μετάδοση δομημένη πάνω σε έναν κεντρικό άξονα με στόχο την συναισθηματική φόρτιση και μία εν δυνάμει συγκινησιακή συμμετοχή του σύγχρονου θεατή. Εκατομμύρια τηλεθεατές τον παρακολουθούν από τις πρώτες φάσεις της ζωής του, να εξελίσσεται και να αμφιταλαντεύεται μετέωρος εν μέσω διάφορων -τεχνητά ρεαλιστικών- καταστάσεων, οι οποίες στην ουσία σκηνοθετούνται και ωραιοποιημένες εξευγενίζονται στο βωμό ενός show με δραματικό χαρακτήρα. Μέσα από ένα παιχνίδι δράσεων και αντιδράσεων και στο ιδιαίτερα προσοδοφόρο έδαφος που προσφέρει η πολλαπλότητα των επιπέδων, ο Truman θα κατορθώσει να ξεφύγει από το ψεύτικο κόσμο που του κατασκεύασαν, επιδιώκοντας να ζήσει μία άλλη ˙ μία ‘πραγματική’ ζωή.
Με σαφείς αναφορές στις επιταγές που όρισε ο Big Brother του George Orwell και ακροβατώντας μεταξύ ταινιών που θίγουν παρόμοια θέματα εγκλεισμού και παρακολούθησης διαμορφώνοντας και στήνοντας κινηματογραφικούς χώρους και τεχνητά περιβάλλοντα, η ταινία του Peter Weir έρχεται στην δύση της δεκαετίας των 90s να σκιαγραφήσει το προφίλ του σύγχρονου Αμερικανού τηλεθεατή και να προκαλέσει τα αντανακλαστικά μίας κοινωνίας που μοιάζει να τρέφεται από πλασματικά και άκρως ετερογενή συστατικά. Στην αυγή της νέας χιλιετίας, η κοινωνικοπολιτική κατανόηση αυτής της μορφής παρακολούθησης οφείλει σίγουρα να συμπεριλάβει και την ανάλυση της εντυπωσιακής εξάπλωσης που παρουσιάζει η ρητορική της, τόσο μορφικά όσο και θεματικά, σε όλα τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας -από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση έως τον κυβερνοχώρο και την έντυπη ενημέρωση.
Ο Peter Weir-μετά την αποτυχία επίτευξης συνεργασίας της παραγωγής με αρκετούς σκηνοθέτες μεταξύ των οποίων ο Brian de Palma, ο Terry Gilliam αλλά και ο David Cronenberg – επιλέγει, σε συνεργασία με τον σχεδιαστή παραγωγής Dennis Gassner, να στήσει τελικά το σκηνικό του στις πραγματικές συνθήκες που του παρείχε η πόλη Seaside της Florida. Λέγεται μάλιστα πως ο Αυστραλός είχε αρχικά εκφράσει την επιθυμία να στήσει εξ’ αρχής ολόκληρο το σκηνικό της ταινίας σε ένα μοναδικό studio, αλλά με αυτή του την πρόταση να κρίνεται οικονομικά ασύμφορη, κατέληξε να κινηματογραφεί την κινηματογραφική Seahaven -υπό τις αρχές του zoning -στην πόλη Seaside.
Η Seaside είναι μία πέρα για πέρα πραγματική πόλη που βρίσκεται στις ακτές της Florida και περί τα 30 μίλια δυτικά της πόλης του Παναμά, σχεδιασμένη κυρίως σύμφωνα με τις αρχές του New Urbanism κάπου το 1979. Σκοπός των σχεδιαστών Andres Duany και Elizabeth Plater-Zyberk όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν είναι: ”η πολλαπλότητα των χρήσεων και των χρηστών όσο και η διατήρηση μίας μικροκλίμακας ώστε να είναι εφικτή η άνετη χρήση του οδικού δικτύου, τόσο από τους χρήστες συγκοινωνίας και Ι.Χ. όσο και από τους πεζούς […]σκοπός όλο αυτό το μοντέλο να ντυθεί με μία αρχιτεκτονική που να καθρεφτίζει την οικολογία και την κουλτούρα του τόπου.” ,υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως πρόκειται για ένα σύμβολο της Νέας Πολεοδομίας όπως την είχε οραματιστεί ο Leon Krier και ο Christopher Alexander μέσω των δικών του θεωριών.
Η κινηματογραφική εκδοχή της Seaside που μας παρουσιάζει ο Weir, θέτει μία διαχειρίσιμη παράμετρο πλασματικής και γιατί όχι ανιαρής ηρεμίας στα πλαίσια μίας ουτοπικής εικόνας της ίδιας της πόλης. Στιγματίζει την απόλαυση του τρόπου ζωής που υπόσχεται η κοινότητα, ως ελεγχόμενη και περιορισμένη, κατασκευασμένη σαν μία άλλη προσομοίωση της πραγμάτωσης του Αμερικανικού Ονείρου στα πρότυπα αραιοκατοικημένων κοινοτήτων με μονοκατοικίες με κήπο, που ωστόσο δεν παύουν να αποτελούν τμήματα ενός δικτύου που αποθεώνει και καθιστά αναγκαία την αυτοκίνητη μετακίνηση. Σε αντίθεση με τους υποστηρικτές του πολεοδομικού αυτού μοντέλου -μεταξύ των οποίων και ο David Lunts που υποστηρίζει πως η Seaside εμπεριέχει μία φοβερή ποικιλία συναθροίσεων που περιβάλλονται με σύγχρονα κτήρια-, δεν είναι λίγοι οι πολέμιοι θεωρητικοί των σχετικών προγραμμάτων, που αντιπαρατίθενται μιλώντας για μία επικίνδυνη ουτοπία που αμβλύνει τον κοινωνικό διαχωρισμό και δημιουργεί επίπλαστες επιθυμίες.
Η αστική δράση είναι περιορισμένη, προκαθορισμένη και επαναλαμβανόμενη. Είναι σχεδιασμένη σαν μία εμπλουτισμένη έκδοση των γνωστών προαστίων των μεγαλουπόλεων, αποθεώνοντας την εικόνα και την ψευδαίσθηση της αστικής ζωής στις παρυφές της πόλης. Σήμερα η Seaside δεν είναι τίποτα άλλο από μία σχεδόν αμιγώς τουριστική κοινότητα για περιορισμένη διαμονή με το ποσοστό που αποτελεί τον μόνιμο πληθυσμό να μην υπερβαίνει το 10%. Is Life Fragile?…
βιβλιογραφία & πηγές:
-http://www.dpz.com/projects.htm
-Grant, J. “Planning the Good Community: New Urbanism in Theory and Practice”. London: Routledge
-www.wikipedia.org [New Urbanism/Truman Show/Seaside]
-Ζούγλος Βαγγέλης & Διακάκης Οδυσσεάς ,” Truman Show και Παρακολούθηση”,επ. Γιάννης Πεπονής, Αρχιτεκτονική Σχολή ΕΜΠ
-Kelbaugh, Douglas “Repairing the American Metropolis: Common Place Revisited” Seattle: University of Washington Press -http://society.guardian.co.uk/urbandesign/story
-www.imdb.com [Peter Weir/Truman Show]
-www.seasidefl.com
READ ALSO: A CLOCKWORK ORANGE.SKYBREAK HOUSE+KINGSTON LANE UXBRIDGE CAMPUS